ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: ΝΥΦΕΣ

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Μια βολά ένα ντεληκανής[1] απού αγαπά τρείς κοπελιές. Μια με πολλούς παράδες, μια γραμματιζούμενη και μια απού δεν είχε στον ήλιο μοίρα[2].

Κάνει , το λοιπός, ο αφέντης[3] -ν-του:

«Άμε μωρέ ένα μυαλωμένο απού κατέχω στη χώρα να σου ορδινιάσει[4] ίντα θα κάμεις!»

Άρεσε του τούτηνα τη κουβέντα του κυρού[5] του, σηκώνεται, πάει στη χώρα και βρίσκει το μυαλωμένο άθρωπο.

Λέει -ν-του ίντα έει και απής[6] συλλογιάστηκε κάμποση ώρα σηκώνεται και του κάνει:

«Σήκω συ να κάτσω γω! Πάψε συ, να πω εγώ! Όρισε[7] αφέντη μου!»

Ακούει τονε το κοπέλι και γιαγέρνει[8] στο χωριό κλιτός[9] και στενοχωρημένος.

«Ίντα σου ΄πε μωρέ και έχεις ετσά μούρη;» του κάνει ο κύρης του.

«Το κακό -ν- του τον καιρό, τίβοστις[10] δεν μ’ αποκρίθηκε!»

«Δε μπορεί, μωρέ, κάτι τι θα σούπε ο άθρωπος!»

«Ναίσκε, τούτηνα τη κουβέντα είπε μου-Σήκω συ να κάτσω γω! Πάψε συ, να πω εγώ! Όρισε αφέντη μου!»

«Μωρέ παράουρε[11] δεν εκατάλαβες ίντα σοφή κουβέντα ήτονε απού σου πε. Γροίκα[12] να μάθεις: Άνε πάρεις τη γυναίκα με τσοι πολλούς παράδες θα σ’ έχει σήκω κάτσε σαν αφέντρα σου. Άνε πάρεις τη γραμματιζούμενη θα σ έχει να τηνε γροικάς μοναχά και να σωπαίνεις. Καλλιά σου το λοιπός να πάρεις τη φτωχιά απού θα σ’ έχει σαν άρχοντα!».


[1] Νεαρός.

[2] Πολύ φτωχή.

[3] Πατέρας.

[4] Καθοδηγήσει.

[5] Πατέρα.

[6] Αφού.

[7] Διέταξε.

[8] Γυρίζει.

[9] Με το κεφάλι κάτω.

[10] Τίποτε.

[11] Χαζέ.

[12] Άκου.