Ο διακεκριμένος έλληνας μουσικός Γιώργος Κουμεντάκης φιλοτεχνεί την καλλιτεχνική αυτοπροσωπογραφία του, κάνοντας τον απολογισμό του (πρόσφατου) έργου του.
«Οχι, οι εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών δεν σχηματίζουν ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο μου ως δημιουργού, επειδή δεν φωτίζουν το παρελθόν. Αυτό, ωστόσο, έχει γίνει επίτηδες, διότι εγώ ήθελα να επικεντρωθούμε στο παρόν, στα έργα της τελευταίας δεκαετίας. Αυτό που έχει αλλάξει είναι πως το βάρος πια, ο πυρήνας αυτής της εργασίας, αφορά την ελληνική παραδοσιακή μουσική, ένα στοιχείο που μπαίνει στο έργο μου με έναν ιδιότυπο, προσωπικό τρόπο. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο που άνοιξε και δεν μπορώ να το κλείσω με τίποτε, επειδή είναι τεράστιο. Το βασικό για εμένα είναι ότι τοποθετείται ως προς τη φωτεινή όψη της ζωής, έχει έναν χαρακτήρα ζωντανό».
«Επειδή έχω περάσει παλαιότερα από μια φάση πολύ ισχυρού μοντερνισμού, έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος ίσως να με φοβάται, να με θεωρεί κάτι πολύ σοβαρό. Δεν μπορώ να πω “καμία σχέση”, αλλά ήταν κάτι που πέρασε από τη ζωή μου και είναι πολύ σημαντικό γιατί με απελευθέρωσε. Μέσα από τον μοντερνισμό φεύγουν τα συμπλέγματα και κάνεις ό,τι θέλεις».
«Στην παραδοσιακή ελληνική μουσική, ακόμη και στους αμανέδες, υπάρχει πάντα μια κουκίδα φωτεινή που είναι σαν να σου λέει “προς τα εκεί πήγαινε”. Αυτό εμένα με συγκινεί πολύ. Ακόμη και στα μοιρολόγια, που έχουν τον πόνο μέσα τους, η μουσική εκφορά έχει μια θετική όψη – δεν ξέρω πώς γίνεται, αλλά γίνεται. Και αυτός είναι ο βασικός πυρήνας της δουλειάς μου αυτήν την περίοδο».
«Αυτή την περίοδο στην Ελλάδα υπάρχει μια μεγάλη σύγχυση και ένας τεράστιος φόβος – χειροπιαστός, όχι αφηρημένος. Αυτό είναι και ένα από τα βασικά θέματα της παιδικής παράστασης “Το αθόρυβο πάτημα της αρκούδας” – ο φόβος. Θα ήθελα να εστιάσω, όμως, σε αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας τώρα, στο ότι ζούμε ένα αδιέξοδο. Πολλοί πιστεύουν ότι ακόμη και αν δεν έχεις να φας η τέχνη είναι η άλλη τροφή, ότι μπορεί να δράσει παρηγορητικά. Εγώ πιστεύω ότι για να μπορείς να βυθιστείς στον κόσμο της τέχνης πρέπει να υπάρχει μέσα σου μια σιγουριά, κάτι που να σου αφήνει το περιθώριο να συγκεντρωθείς. Αν ο απτός κόσμος είναι χάλια, η τέχνη δεν έχει τη δύναμη να σε παρασύρει, τουλάχιστον αυτό συμβαίνει σε εμένα. Οταν, για παράδειγμα, συνθέτω, αισθάνομαι ότι οι νότες έρχονται από αλλού, από έναν άλλον κόσμο, ο οποίος για να αρχίσει να φωτίζεται χρειάζεται η δική μου ηρεμία. Αν όλα πηγαίνουν στραβά, είναι αδύνατον να λειτουργήσω ως δημιουργός».
«Τη δουλειά της Etten, του Coti K., και του Πέτρου Τουλούδη, των συνεργατών μου στην παράσταση “Το αθόρυβο πάτημα της αρκούδας”, τη γνωρίζω πολύ καλά διότι είμαστε γείτονες στην Τήνο και είμαστε φίλοι χρόνια. Ο ένας άφησε το περιθώριο στον άλλον να δημιουργήσει ό,τι θέλει, αν και νομίζω ότι υπογείως τη δουλειά μας διαπερνά ένα κοινό ρεύμα. Αυτό που μου αρέσει πολύ είναι ότι ο καθένας έχει τη γλώσσα του και φωνάξαμε τον Αγγελοι Φραντζή να ενώσει τα διαφορετικά στοιχεία».
«Το βασικό στοιχείο των παραμυθιών, ο κόσμος της παιδικής φαντασίας, με επισκέπτεται συχνά. Ο κόσμος των παιδιών είναι πολυσύνθετος, αρκετά απαιτητικός και μας αφήνει τη δυνατότητα να είμαστε πάλι ο εαυτός μας. Ηταν ένα ζητούμενο της ομάδας να πάρουμε κάτι που αρέσει σε εμάς και να το απευθύνουμε στα παιδιά, χωρίς να αλλοιώσουμε τα βασικά του χαρακτηριστικά, χωρίς να γίνει απλοϊκό».
«Ο κίνδυνος με όλα αυτά για τα οποία μιλάμε, με την κρίση και τα παρελκόμενά της, είναι ότι περιγράφουν ένα ανελεύθερο καθεστώς και ελπίζω να μη φθάσει σε μια έκφραση φασιστική, διότι παρατηρώ ότι ειδικά οι πολιτικοί μας έχουν μια τάση να εκφράζονται με τρόπο που φανερώνει τρομερή υπεροψία και μια υπερφίαλη στάση. Για να το πω πιο απλά, ο κόσμος χάνεται και εκείνοι κοιτάζουν μόνο την πάρτη τους. Πίσω από αυτή τη στάση βλέπω τέτοιου είδους χαρακτηριστικά, φασιστικά. Δεν τηρούν καν τα προσχήματα, άνθρωποι που έχουν χαρακτηριστεί ως “αυτοί που τα φάγανε”, ζητούν πίσω αναδρομικά. Είναι, όμως, πολύ γλυκιά η εξουσία. Ακόμη και για τους καλλιτέχνες. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα βρούμε τον τρόπο να εκφράσουμε την άποψή μας και να αλλάξουμε τα πράγματα. Ενα χάος επικρατεί».
«Εχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου, τα βλέπω συνεχώς μπροστά μου. Η απόφασή μου να μετακομίσω μόνιμα στην Τήνο πριν από επτά χρόνια είναι ίσως το μόνο που δεν έχω κάνει λάθος. Εχασα, βέβαια, πολλούς φίλους. Για διάφορους λόγους. Επειδή το ότι εξαφανίζεσαι δεν σ’ το συγχωρεί κανείς. Μιλάω, όμως, για ουσιαστικούς φίλους, τους οποίους η απόσταση με έκανε να αξιολογήσω αλλιώς και να τους δω πιο καθαρά. Μπορεί να φταίει η κρητική καταγωγή μου, αλλά είμαι πολύ απόλυτος σε αυτά. Η ζωή που έχω επιλέξει έχει, λόγω της επαφής με τη φύση και των ανθρώπων με τους οποίους διάλεξα να συγχρωτίζομαι, μια καθημερινότητα αενάως επαναλαμβανόμενη που με ηρεμεί. Οτιδήποτε μου διατάρασσε αυτόν τον χώρο έφευγε από τη ζωή μου».
«Ένα παραμύθι που με συγκινεί πάρα πολύ είναι “Το Χρυσό Κλειδί” των Αδελφών Γκριμ. Αυτή η κατηγορία παραμυθιών, τα πιο σουρεαλιστικά όμως, τα παραμύθια που θα έκανε ο Μπέκετ για παράδειγμα, είναι που μου αρέσουν. Μπορείς να μπεις σε έναν χώρο που να μην υπάρχει καν η γλώσσα, οι λέξεις να αποκτούν άλλο νόημα και τα παιδιά το κάνουν τέλεια αυτό».
«Μου αρέσουν πολύ τα φιλμ του Γκας Βαν Σαντ, του Χάνεκε, ο ασιατικός κινηματογράφος. Αν μιλήσουμε για ελληνική λογοτεχνία θα πρέπει να πω ότι διάβασα, και ενθουσιάστηκα, πριν λίγους μήνες τη “Δεξιά Τσέπη του Ράσου” του Γιάννη Μακριδάκη, ένα βιβλίο-διαμάντι, και το “Δάσος των Παιδιών” του Χρήστου Αγγελάκου, στο οποίο υπάρχει μια έντονη διαστροφική σχέση που φτάνει στα άκρα. Είναι δύο βιβλία που έχουν κοινά στον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τη γλώσσα: δανείζονται στοιχεία από το παρελθόν, όμως το αποτέλεσμα είναι πάρα πολύ σύγχρονο».
* Μάθετε για τις εκδηλώσεις που είναι αφιερωμένες στο έργο του Γιώργου Κουμεντάκη στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών εδώ.