Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (5ο)
κατατόπι,το: μέρος, τοποθεσία, φρ. «σε ίντα κατατόπι είσουνα χωσμένος οψάργας και δε σε θωρούσαμε;».
κατίνα,η: αλυσίδα(ιταλ.), φρ. «δέσε την άγκυρα τση βάρκας στην άκρα τση κατίνας».
κατούνα,η: παράγκα(ιταλ.), φρ. «άντε να κάτσωμε στη κατούνα να πιούμε κιαμιά ρακί».
κατσαμπαδιανός-η-ο: κάτοικος του κατσαμπά, χορός, φρ. χόρευγε κατσαμπαδιανό χόρευθγε και κουγίτη (τοπική ονομασία καστρινού) απού ομορφύτερος χορός δε βρίχνεται στην Κρήτη».
κατσαμπάς,ο: μεγάλο χωριό, προάστιο, φρ. «πόσοι αθρώποι είστε στο κατσαμπά;».
κατσίβελο,το: εργαλείο, φρ. «πάρε τούτονε το κατσίβελο να το βάλης στο τόπο ντου να μη χαθή».
κατσούνι,ο: γάντζος, φρ. «κρέμασε το βουργιάλι μου στο κατσούνι».
καυκαλάς,ο: 1.άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι, φρ. «θωρείς εκείνονα το καυκαλά μεγάλη κεφαλή δεν έει;». 2.κουτός, φρ. «καυκαλάς είσαι μωρές και δε κατάλαβες ότι σου πα».
καύκαλο,το: κρανίο, φρ. «δε με φελούσι κι άφησα τα γη (η) σπω τα καύκαλα σου».
κεντράδι,το: εμβολιασμένο δέντρο, φρ. «ούλα τα δεντρά του σωχώρου μου είναι κεντράδια».
κερατέα,η: χαρουπιά, φρ. πάρε τη διχαλόβεργα και τα σακιά να ραβδίσωμε τσι καρατέες».
κοκκάρι,το: μικρό κρεμμύδι για φύτεμα, φρ. «πάρε τα κοκκάρια να πάμε να τα φυτέψωμε στο περβόλι».
κολληταράς,ο: γείτονας, φρ. «γροίκα ένα κολληταρά απού τονε έχω, δε σου μιλώ όντε σε θωρεί».
κολληταρεύγω: γειτονεύω, φρ. « με τσοι πλιά καλούς χωριανούς κολληταρεύγω».
κομμός,ο: ακύρωση, φρ. «γιάντα μπρε συ σύντεκνε κάμετε κομμό του αρραβώνα τση θυγατέρας σου».
κονιός,ο: κουνιάδος, φρ. « πρεμάζωξε μια ουλιά τον κονιό σου και δε θα τα πάμε καλά με τούτανα που μου αξώνει».
κονισματτόπουλο,το: εικονισματάκι, φρ. «τούτονε το κονισματόπουλο μου δώκε η λάλα σου να σε φυλάη»
κοντάδα,η: πανί από λινάρι, φρ. « απού κοντάδα είναι το ποκάμισο απού φορείς;».
κοντάνα,η: καταδίκη, πρόστιμο(ιταλ.), φρ. «ίντα κοντάνα σου βάλανε για το περβόλι απού φάγανε οι αίγες σου;»
κόντος,ο: λογαριασμός(ιταλ.), φρ. «άμε καμάρι μου να πουσουνίσης ότι σου γράφω και να πης του μπακάλη να δώκη τον κοντό στον αφέντη σου να τονε πλερώση».
κοπιάρω: αντιγράφω(ιταλ.), φρ. «ο δάσκαλος μού πενε να κοπιάρω τούτονε πενήντα φορές».
κορμί,το: κυψέλη, φρ. « πόσο μέλι βγάνεις με τα είκοσι κορμιά απού χεις ξάδερφε;»
κόρτε,η: αυλή(ιταλ.), φρ. «αντέστε να πορίσωμε στη κόρτε απού έχει δροσιά».