ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (16)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (16ο)

κουτρούλα,η: σημάδι ζώων ίδιου κτηνοτρόφου, φρ. «θωρείς τσι κουτρούλες απού ‘χουνε τούτανε τα ωζά, κλεμμένα μου τάχουνε».

κουτσούλα,η: τρύπα πάνω από την είσοδο του φούρνου, φρ. «γιάντα μωρέ έφραξες τη κουτσούλα του φούρνου, άνοιξε τηνε για σάξη η ζέστη ντου».

λαδοκουρούπα,η: μεγάλο πήλινο πιθάρι για το λάδι του νοικοκυριού, φρ. «άμε κοπελιά μου στη λαδοκουρούπα να μου φέρης μια ουλιά λάδι για το τσικάλι».

λαιμουδαρά,η: δερμάτινο περιλαίμιο ζώου, φρ. «βάλε τούτηνε τη λαιμουδαρά με το λέρι να το βάλης στο κρυγιό του κουραδιού μας».

λαμπάς,ο: λιθόκτιστες πλευρές του παραθυριού, φρ. «έσαξε ο κτίστης το λαμπά του παραθυριού μόνο φώνιαξε το μαραγκό να βάλη τη κάσα».

λούμακας,ο: παραφυάδα δέντρου, φρ. «άμε να καθαρίσης τσ’ ελές απού τσοι λουμάκους».

μαγνάδι,το: αραχνοϋφαντο κάλυμμα κεφαλής γυναίκας, φρ. «ξάνοιξε τη θυγατέρα μου ίντα όμορφο μαγνάδι το φορεί!».

μαϊδι,το: κουδουνάκι του δοξαριού της λίρας, φρ. « γροίκα τα μαϊδια του δοξαριού του λυράρη ίντα όμορφα απού χτυπούνε».

μαλαματικό,το: χρυσό κόσμημα, φρ. «ούλα τα μαλαματικά τση λάλας μου τα κληρονόμησα εγώ».

μανίκι,το: λαβή μαχαιριού (μαύρη ή άσπρη), φρ. «έβαλε στη μέση ντου το μαυρομάνικό ντου και πόρισε, δε γατέω ίντα χει το νου ντου».

μαρτυρίκι, το: μικρός σταυρός που χαρίζεται στους καλεσμένους της βάφτισης, φρ. «έφερες μπρε σύντεκνε τα μαρτυρίκια απού θα δώσουμε σ τσ’ αθρώπους;».

μάσκουλο,το: στρόφιγγα που στηρίζεται η πόρτα ή το παράθυρο, φρ. «σκουριάσανε τα μάσκουλα του παραθυριού και πέψε το μαραγκό τα τ’ αλλάξη».

ματραχάς-μαντρακάς,ο: σφυρί για τη λάξευση των πετρών, φρ. «πιάσε το ματραχά να πάμε να σάξωμε τσοι πέτρες για τον τοίχο του σπιθιού».

μαχιά-μασιά,η: τσιμπίδα για τη φωθιά, φρ. «άμε στο χαρκιά να σου σάξει μια μαχιά για τη παρασιά».

μαχραμάς,ο: είδος πετσέτας, φρ. «φέρε μου ένα μαχραμά να σκουπίσω τη χέρα μου από τα λάδια».

μετοχαρόσπιτο,το: μικρό σπίτι χωρίς συνδετική ύλη, φρ. «θωρείς τούτονε τον παράουρο σε ίντα μετοχαρόσπιτο μένει».

μοσόρα,η: μεγάλη πήλινη λεκάνι πολλαπλών χρήσεων, φρ. « άμε μωρέ κοπελιά να μου φέρεις τη μοσόρα να πλύνωμε τα χόρτα απού μαζώξαμε».

μούζικο,το: φωνητικό όργανο αγροφυλάκων και ταχυδρόμων, φρ. «Δε γροικάς το μούζικο απού παίζει ο ταχυδρόμος, άμε να δης άνε έχωμε κιανένα γράμμα από το κοπέλι που ‘ναι στο στρατό».

μπάτο,το: πετρόχτιστο χτίσμα με 2-3 δωμάτια που χρησιμοποιούν οι βοσκοί όταν συνεταιρίζονται, φρ. ‘οψάργας κοιμήθηκα με τον ορτάκη μου στο μπάτο  μας».