Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (17ο)
μποτζάλε,το: πάνω μέρος του περιτειχίσματος πηγαδιού ή στέρνας, φρ. «έλα να κάτσωμε μπρε γυναίκα στη μποτζαλέ του πηγαδιού να ξεκουραστούμε μια ουλιά».
μπροστελίνα,η: δερμάτινο λουρί σαμαριού που το κρατά από μπροστά, φρ. «δέσε μωρέ καλά τη μπροστελίνα του σωμαριού να μη ξεσελώσει ο γάϊδαρος».
πούμα,το :πώμα, φρ. «φέρε το πούμα να το βάλωμε στη μποτίλια μη ξεθυμάνει η ρακή».
πρατικό,το: ένα τέταρτο του μουζουριού, φρ. «βάλε ένα πρατικό στάρι να το πας του γειτόνου απού του το χρωστούμε».
πρατικιά,η: χωράφι που παράγει ένα πρατικό, φρ. « πήρα μια πρατικιά από το σύντεκνο μου απού μαστε γειτόνοι».
πρατικός-ια: έμπειρος(ιταλ.), φρ. « πέψε μου ένα πρατικό εργάτη να μου μαζώξη τσ’ ελές μου».
προγονός-ή: ετεροθαλές παιδί, φρ. «ο προγονός μου είναι προκομένο κοπέλι κι ότι του πεις το κάνει αθρωπινό».
πρωιμογκαστρωμένη,η: γκαστρωμένη από πριν, φρ. «μου φαίνεται μωρή ξαδέρφη πως η νύφη είναι πρωιμογκαστρωμένη».
πρώτας-πρώτις: προηγουμένως, φρ. «πρώτας θα περάσω απού το καφέ να πιώ μια ρακή και στην υστεριά θα πάω στο σώχωρο να μεταδέσω την αίγα».
πρωτομεριός,ο: βόδι που πρωτοημερεύτικε για το ζυγό, φρ. «το πρωτομεριό θέλω να μου δώσης ξάδερφε να τονε βάλω στο ζευγάρι».
ροβανός-η-o: ασπροψαροκκόκινος(ιταλ.), φρ. «το ραβανό κουλούκι ρέγομαι και θα το πάρω».
σκουλαρίκι δένω: προσέχω για να θυμούμαι καλά τη συζήτηση, «σκουλαρίκι να το δέσεις τούτονα που σου λέω και θα δής πως θα μου σπολλατίζεις (μου εύχεσαι πολλά έτη)».
σοκαράς,ο: σχοινοποιός(τουρκ.), φρ. «εδά απού θα πας στη χώρα πέρασε απού του σοκαρά να πάρης κάμποσα μέτρα σκοινί για το πηγάδι μας».
σπιτότοπος,ο: οικόπεδο, φρ. «τούτονε το σπιτότοπο θα σου δώσω να χτίσης το σπιτικό σου».
σπολλατίζω: εύχομαι πολλά έτη, φρ. «σκουλαρίκι να το δέσεις (πρόσεχε καλά) τούτονα που σου λέω και θα δης πως θα μου σπολλατίζεις».
σταλίκι,το: ορόσημο, φρ. «πάρε τούτανε τα σταλίκια να σταλικιάσης (οριοθετήσεις) το σώχωρο μας».
σταλικιάζω: οριοθετώ, φρ. «πάρε τούτανε τα σταλίκια (ορόσημα) να σταλικιάσης το σώχωρο μας».
στεκάμενος-η-ο: ακίνητος, φρ. « εκειά απου μουνε στεκάμενος πέρναγε ο σύντεκνός μου και είπα του να περάση να φάμε από το σπίτι».
στένω: συγκρατώ, σταματώ, φρ. «και του δαιμόνου τσι δοκριές (σαϊτιές) να στέση (συγκρατώ) δεν κατέχει».