του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη
metotoufekikaitilyra.wordpress.com
Μετά τα Ορλωφικά του 1770, που στην Κρήτη εκδηλώθηκαν με την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, τα Σφακιά καταστράφηκαν κι ο Αρχηγός γδάρθηκε ζωντανός το 1771 στο Ηράκλειο. Η επαρχία βρισκόταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση και οι Σφακιανοί προσπαθούσαν να συνέλθουν από τις πληγές τους. Βρίσκονταν όμως σε μόνιμη αντιπαράθεση με τον ισχυρότατο γενίτσαρο του Αποκόρωνα, Ιμπραήμ Αληδάκη, απόγονο Ενετών εξωμοτών που μεταστράφηκαν στο Ισλάμ για να κρατήσουν τα προνόμια και τις γαίες τους. Η περιουσία του ήταν τεράστια, ακόμα και για Τούρκο: «Μιτάτα εικοστέσσερα έστενε στην αράδα, συγκρατηχτά που τη Γωνιά να φτάξει στη Λιβάδα», μας πληροφορεί η ρίμα του Αληδάκη, που εξιστορεί την αμάχη του με τους Σφακιανούς και την καταστροφή του.
Ο Αληδάκης, εγκατεστημένος στο Μπρόνιερο (Εμπρόσνερο) Αποκορώνου, συνόρευε με τα Σφακιά και συνοριζόταν τις ίδιες μαδάρες με τους Σφακιανούς. Μεμονωμένα επεισόδια εκατέρωθεν ζωοκλοπών και αψιμαχίες λάμβαναν χώρα τακτικά μεταξύ του ιδιωτικού στρατού και των βοσκών του Αληδάκη από τη μια και Σφακιανών από την άλλη. Με αφορμή αντιπαράθεση με τον Καλλικραθιανό Παπα-Σήφη, ο Αληδάκης, το 1774, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον των ρημαγμένων πρόσφατα Σφακίων για να επιβάλει την εξουσία του και στις Σφακιανές Μαδάρες. Οι Σφακιανοί, όπως τέσσερα χρόνια νωρίτερα, διαισθανόμενοι τις προθέσεις του, συγκάλεσαν λαϊκή συνέλευση για να συζητήσουν τί θα κάμουν.
Εκεί, οι πρόσφατα κατεστραμμένοι αλλά ποτέ ηττημένοι, ανέλυσαν την κατάσταση και κατέληξαν να μην περιμένουν παθητικά τον εχθρό· να πάνε εκείνοι να τον βρούνε και να τον χτυπήσουν πριν προετοιμαστεί κι έρθει πάνοπλος εναντίον τους. Ο Μανούσακας ανέπτυξε τη σκέψη του στη συνέλευση ως εξής: «Δεν κρίνω ν’ ανημένομε κι έτσι να καρτερούμε, τον Αληδάκη γλήγορα επά θα το δεχτούμε· μετρήσετέ το γνωστικά, το πώς δε μας συφέρει, εις τα Σφακιά να ξαναβγεί το Τούρκικον ασκέρι… μον’ ας αποφασίσομε κάτω να κατεβούμε στο Μπρόσνερο στον Πύργο του να πάμε να τον βρούμε· να μην τ’ αφήσομε καιρό τ’ ασκέρι ν’ αρματώσει, να κάμει ούλες τσι δουλειές, να ρθεί να μας πλακώσει· και σαν τον εξεκάμομε, γλυτώνου τα παιδιά μας …». Στη πνεύμα της συζήτησης ήταν στην ίδια κατεύθυνση κι ο Παπα-Σήφης το εξέφρασε επίσης: «μον’ ας τ’ αποφασίσομε κάτω να κατεβούμε, τον Αληδάκη στα Σφακιά να μην τον καρτερούμε…». Η ρίμα του Αληδάκη μας παραδίδει τους προβληματισμούς, την παλλαϊκή συμμετοχή, συμπεριλαμβανομένων γυναικών όχι μόνο στη Συνέλευση αλλά και στην επιδρομή στο Μπρόνιερο, την ομόφωνη απόφαση να προλάβουν τον τύραννο και να του επιφέρουν συντριπτικό πλήγμα, όπως κι έγινε τελικά.
Η ιστορία είναι γνωστή, οι Σφακιανοί αιφνιδίασαν (αν και όχι απόλυτα, λόγω αφλογιστίας των πρώτων μπαλοτών) και σκότωσαν τον Αληδάκη, γκρέμισαν τον πύργο του, μετέφεραν την κινητή του περιουσία στ’ Ασκύφου και τη μοιράστηκαν κι αυτή και τις Μαδάρες του. Σήμερα ακόμα, 250 χρόνια μετά, οικογένειες κρατούν μαδάρες που μοιράστηκαν τότε.
Η νίκη αυτή των Σφακιανών, μας μεταφέρει πολλαπλά μηνύματα και διδαχές για το σήμερα, και θα ήταν λάθος να μην τα υπολογίσομε:
Αρχικά, μας δείχνει την τεράστια ψυχική δύναμη και πνεύμα αντίστασης της Επαρχίας. Μετά την καταστροφή και τις απώλειες της Επανάστασης του 1770, δεν ήταν αναμενόμενο να σηκωθούν στα πόδια τους τόσο γρήγορα. Όμως το αντιστασιακό τους φρόνημα, τους όπλισε με τη δύναμη που άλλος δε θα είχε, και τους οδήγησε στην επικράτηση.
Βλέπομε και την αμεσοδημοκρατική λειτουργία της Κοινότητας, ακόμα και σε συνθήκες πολέμου. Όπως και με το Δασκαλογιάννη, η απόφαση δεν είναι ενός, είναι της Κοινότητας, ληφθείσα μετά από διάλογο και επιχειρήματα.
Ακόμα, μας δείχνει γι’ άλλη μια φορά το στρατηγικό νου των Σφακιανών: Εκτιμώντας σωστά την κατάσταση, κατέληξαν ότι η υπεροπλία του Αληδάκη δε μπορεί να αντιμετωπιστεί αν του δώσουν χρόνο να προετοιμαστεί, και έκριναν πως έπρεπε να τον αιφνιδιάσουν και να προβούν εκείνοι στο πρώτο πλήγμα.
Με αυτό τον τρόπο, ανεπίγνωστα ακολούθησαν τις σκέψεις του Δημοσθένη στον α’ Φιλιππικό, σε ένα ακόμα δείγμα της συνέχειας της ιστορίας και της δράσης του λαού μας: «Δει τους ορθώς πολέμω χρωμένους ουκ ακολουθείν τοις πράγμασιν, αλλ’ αυτούς έμπροσθεν είναι των πραγμάτων (Αυτοί που κάνουν σωστά πόλεμο πρέπει να μην ακολουθούν τις καταστάσεις, αλλά να βρίσκονται μπροστά από τις καταστάσεις)». Κι ακόμα, έστελναν ένα μήνυμα στο σήμερα, σε αρμονία με τη θεωρία του σύγχρονού μας εμβληματικού Έλληνα φιλόσοφου Παναγιώτη Κονδύλη, το έργο του οποίου «Θεωρία του Πολέμου» είναι κλασσικό. Ο Κονδύλης, σε ανάλυσή του για τα Ελληνοτουρκικά, διέβλεπε ήδη στη δεκαετία του 1990, πως η τουρκική υπεροπλία και σήμερα οφείλει να αντιμετωπιστεί με ένα πρώτο πλήγμα από πλευράς της πατρίδας μας. Δεν πρόκειται για πολεμοκάπηλες κραυγές, όπως είχαν σπεύσει να συκοφαντήσουν οι γραφίδες της υποταγής. Πρόκειται για επιβεβλημένη στρατηγική, που πρέπει να προέλθει από ανάλυση της κατάστασης και ανάληψη δράσης βάσει τεκμηριωμένης διαμόρφωσης άποψης.
Έχομε γράψει κι άλλες φορές, πως οι παλιοί μας, και οι πιο κοντινοί και οι πιο μακρινοί, μας έχουν μπέψει τον τρόπο σκέψης, τα εργαλεία, για να αναλύσομε το σήμερα και να απαντήσομε στις προκλήσεις που θέτει. Υπάρχει κι η άλλη προσέγγιση: Να σκύψομε το κεφάλι και να υποταχτούμε στον Ισχυρό, γινόμενοι υποτελείς του. Από το 1922 και μετά, η κυρίαρχη πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων είναι αυτή της υποταγής. Όμως, αν δεν αντιστρέψομε αυτή τη στάση, σε λίγο δε θα υπάρχουμε σαν Κοινότητα, σα λαός, για να μπορούμε να έχομε έστω και μια πολιτική υποταγής. Από μας εξαρτάται αν, στο τελευταίο σκαλί της παρακμής, πάρομε τα μηνύματα που μας πέμπουν οι Σφακιανοί, ο Δημοσθένης, ο Κονδύλης και τόσοι άλλοι, και σταθούμε αντάξιοι ενός παρελθόντος στο οποίο μόνο μουσειακά πια αναφερόμαστε…