ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Ανω(Επώ)νυμοι μαντιναδολόγοι (21ο)

Από τον Ματθαίο Ιωάν. Τσιριμονάκη

 (Συλλογή από μαντινάδες που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της Κρήτης πριν το 1940.

Τις υπογράφουν με ονοματεπώνυμο, όνομα, επώνυμο ή και ψευδώνυμο διάφοροι μαντιναδολόγοι.

Δε γνωρίζω αν είναι δικές τους δημιουργίες ή είναι μεταφορείς ποίησης παλαιότερων δημιουργών.

Με τη συλλογή αυτή παίρνουμε μια γεύση από την ποίηση ανωνύμων ποιητών, από τους οποίους πήραν τις βάσεις για τις δημιουργίες τους σημερινοί συνεχιστές.

Παρατηρούμε πως υπάρχει αυθορμητισμός στην έκφραση αλλά και στη γλώσσα χωρίς κάποια επιτηδευμένη τεχνική. Αυτή που δυστυχώς χρησιμοποιούν ορισμένοι μαντιναδολόγοι, νέοι και παλαιοί, μπουκώνοντας τις μαντινάδες με λέξεις του ιδιώματος).

ΔΙΟΠΥΡΟΦΟΡΟΣ ΛΟΕΓΚΡΙΝ 1930

Λώμπης[1] θαρείς πως σ’ αγαπώ και χεις χαρά μεγάλη,
εγώ σε κορόιδευα γιατί είσαι κακό κεφάλι.

Τό ‘να σου[2] μάτι στην αυγή, τ’ άλλο κατά τη δύση,
γιατί ναι το κορμάκι σου, κακό σα το συντρίφτη[3].

Να πας να πεις της μάννα σου, να σε παντρέψει,
μα κείνονα  που μελετάς, άλλη θα τον κερδέψει.

ΔΡΑΚΑΚΗΣ 1927

Εφίλιες με κι αρρώστησα, φίλιε με δα να γιάνω,
φίλιε με διαολόπιστη, μη τύχη κι αποθάνω.

Άχι και μου το λέγανε, του σκύλου οι εδικοί μου,
να μη το βάλω γλήγορα, στα πάθη το κορμί μου.

Όλο μου λες πως δε μπορείς, μα συ σα θες το κάνεις,
την πληγωμένη μου καρδιά, εσύ να μου τη γιάνεις.

Δ.Φ. ΝΟΜΙΚΙΑΝΑ 1930

Έμαθα πως θα μ’ αρνηθείς, κάμετο να ξεγνοιάσω,
δεν τη βαστώ τέτοια ζωή, να τρέμω μη σε χάσω.

Δεν το ΄χω πως μ’ αρνήθηκες κι ο κόσμος απαρνάται,
μα ναι η αγάπη σου γλυκειά και δεν ξελησμονάται.

Δεν τόχω πως μ’ αρνήθηκες, μόνο θα με ρωτούνε
και δεν ηξεύρω τι να πω και θα παραπονούμαι


[1] Μήπως.

[2] Το ένα σου.

[3] Κοντάρι για μετακίνηση των ξύλων στον φούρνο.