του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη
metotoufekikaitilyra.wordpress.com
Το Γιώργη το Σταματάκη τον διάβαζα χρόνια πριν τον γνωρίσω. Μέσα στο Κρητικό Πανόραμα, ένα περιοδικό που πρέπισε την Κρήτη για πολύ καιρό, η στήλη του «Γράμμα από τα Καπετανιανά» τραβούσε τον αναγνώστη. Ό,τι αφιερώματα, κείμενα, περιγραφές και να είχε το κάθε τεύχος, πολλοί, ανάμεσά τους κι εγώ, ξεφυλίζαμε τις σελίδες για να φτάσομε πρώτα στη στήλη του Γ. Σταματάκη. Και αυτό σε ένα περιοδικό που η κάθε του σελίδα, φωτογραφία, άρθρο, ήταν ξεχωριστά, προσεγμένα, πάντα υψηλής ποιότητας!
Ο Γιώργης Σταματάκης έχει πολλές αρετές, ενδιαφέροντα και πάθος για τη λαϊκή δημιουργία, που καταφέρνει να τα υπηρετεί με πληρότητα και τελειομανία. Δε θα ήθελα σε αυτό το σημείωμα να επεκταθώ στις υπόλοιπες δραστηριότητές του, έτσι και αλλιώς αποκλείεται να τις γνωρίζω όλες, αλλά σήμερα πρέπει να επικεντρωθούμε στη γραφή του, με αφορμή την έκδοση των «Γραμμάτων από τα Καπετανιανά» σε βιβλίο.
Η γραφή του Γιώργη είναι άμεση, ζωντανή, διαλεκτόφωνη, αυτοσαρκαστική, με πολύ χιούμορ που κρύβει μια σπαρακτική σοβαρότητα. Είναι βιωματική, και περιγράφει καταστάσεις και συμβάντα του χωριού του, των Καπετανιανών, ενός ψηλού χωριού στα Αστερούσια όρη, σε χίλια μέτρα υψόμετρο κατά τους κατοίκους του, όπως μας πληροφορεί ο Γιώργης, αν και όχι απαραίτητα κατά τη γεωγραφία. Ο συγγραφέας, περιγράφοντας το χωριό του και τις ιστορίες του, μιλά για τον εαυτό του, ταυτίζεται μ’ αυτό, και ξεδιπλώνει έναν κόσμο μακρινό πια, τόσο κοντινό μας όμως.
Μέσα από συμβάντα του χωριού τις δεκαετίες του 70 και του 80, ευτράπελα και λιγότερο ευτράπελα, παρουσιάζεται ένας κόσμος πλήρης, αυτάρκης, ζωντανός, ολιγαρκής και αξιοπρεπής. Μικρή κοινωνία, που δε χρειάζεται τίποτα από έξω, ολοκληρωνόμενη στο δικό της σύμπαν, απόλυτα συνειδητοποιημένη ότι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον κόσμο είναι ο μόνος δυνατός, και αν στην πολιτεία υπάρχει άλλη θεώρηση των πραγμάτων αυτή είναι σίγουρα λάθος!
Αυτό δημιουργεί μια μελαγχολία, καθώς μέσα από την εύθυμη γραφή του Γιώργη Σταματάκη, προβάλλονται καταστάσεις σοβαρές, δραματικές κάποιες φορές. Ο κόσμος των Καπετανιανών, δηλαδή των χωριών όλης της Κρήτης, έχει απολύτως ξεκαθαρισμένη αντίληψη για τον κόσμο. Και ξέρει πολύ καλά ποιος είναι και τί θέλει, αλλά και ποιός είναι ο καθένας μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Στη μικρή κοινωνία του χωριού, κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί, να προβάλει άλλο χαρακτήρα, όλοι αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους απέναντι στην κοινότητα. Κι αν κάποιος λειτουργήσει κρυφά, μόνο από σύμπτωση δε θα φανερωθεί τελικά. Το βλέπομε από τη μια του πλευρά στο «Ερωντεβού», που δυο παιδιά βρίσκουν τα σημειώματα ενός παράνομου ζευγαριού (αλλά, τηρώντας μιαν αρχή που επιβάλλει εχεμύθεια δεν το κοινολογούν) και από την άλλη στην «Πρεσβυτέρα Κάθριν», όπου ο μάρτυρας της συνεύρεσης ενός άλλου τέτοιου ζευγαριού αποδεικνύεται ότι δεν είδε πράμα.
Η έννοια του πλούτου είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τα κρατούντα δεδομένα: «Όπου κι αν εκουσκούτευγες κατιτίς θάλα σου παντήξει να βάλεις στο στόμα σου. Για κουνάλι, για τσιγαρίδα, για χαρούπι, για ελιά, για κρομμύδι, σα δε μπιτίζει. Για να μην τα πολυλογούμε, ήτονε πάρα πολύ πλούσιοι», θα μας περιγράψει ο Γιώργης στο «Υπερωκεάνιον». Ο σημερινός αναγνώστης, με βιώματα αφθονίας και καταναλωτικής συμπεριφοράς, θα βρει αστείο αυτό που ήταν πολύ πρόσφατα πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που απολύτως φυσικά θεωρούσε πλούσιο όποιον είχε λυμένο το ζήτημα της τροφής.
Ο κόσμος των Καπετανιανών ξέρει ότι κάνει το σωστό. Και δε φοβάται να το πει ακόμα κι όταν βγαίνει από το χωριό. Οι νεαρές που πηγαίνουν στο Ηράκλειο για υπηρέτριες μιλούν στα αφεντικά τους όπως τους βγαίνει, δίχως να υπολογίζουν τη θέση τους και βεβαίως δίχως πληθυντικούς: «Όντε μιλεί μια νοικοκερά, εσύ να μη πετάσαι. Δεν κατέχεις ήντα σου γίνεται! Αν εκάτεχες κι αν ενόγας θαν ήσουνε εσύ η υπηρέτρια επαδέ μέσα κι όι εγώ! Κάτω εδά τη μούρη σου! («Οι υπηρέτριες»)». Η έξοδός τους από το χωριό δεν είναι δραπέτευση, αλλά προσωρινή απομάκρυνση ώστε να γυρίσουν αναβαθμισμένες σε αυτό, καθώς με τον τίτλο της υπηρέτριας θα αποκατασταθούν ευκολότερα.
Συγχρόνως, η πολιτεία, οι συμβάσεις της, οι συνήθειες, οι κώδικες συμπεριφοράς της, είναι ένας κόσμος που δεν καταλαβαίνουν οι Καπετανιανοί και κυρίως οι Καπετανιανές, που φεύγουν πρόσκαιρα από το χωριό. Από τις εξάδες των σερβίτσιων μέχρι τη συμμετοχή τους σε βεγγέρα ακάλεστες και το ρίξιμο των αποφαγιών στο δρόμο για να τα φάει η ανύπαρκτη στις πόλεις γουρούνα, γνωρίζουν αυτονόητα πως κάνουν το σωστό αυτές και κανείς άλλος. Ο τρόπος της πόλης είναι ακατάληπτος, η αξία (ή απαξία) των πράξεων έχει διαφορετικό τρόπο αποτίμησης, η απαλλοτρίωση σερβίτσιων από την αφεντικίνα για δώρα στο χωριό είναι υποχρέωση κοινωνική: «Εσένα σου’ φερα ένα φλιτζάνι ξομπλιαστό. Η κυρία Βουρδουμπάκη έχει άλλα πέντε, ακριβώς το ίδιο. -Ούτε η Χώρα ούτε τα λεφτά κάνουνε τσι μερακλήδες. Μόνο μια παράγουρη θαν αγόραζε έξε φλυτζάνια το ίδιο! («Οι υπηρέτριες»)».
Οι άνθρωποι είναι καθημερινοί τύποι που απαντάς παντού, στο χωριό όμως όλοι είναι μια κοινότητα. Οι αντιπαθείς δεν καταντούν αποσυνάγωγοι, φορτώνονται συνειδητά σε αυτούς που θέλουν να τους αποφύγουν, κι οι τελευταίοι τους δέχονται («Ο Σενούντας»).
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ζωντανεύει ένα περιβάλλον μόχθου, φτώχειας, αγάπης, αλληλεγγύης, ολιγάρκειας, ελευθερίας, αυτάρκειας. Ένας κόσμος σε αρμονία με τη φύση, οικογένειες δεμένες όπου τα κοπέλια αναλαμβάνουν ευθύνες από πολύ νωρίς. Ένας κόσμος με αντιθέσεις, ακόμα και κοινωνικής τάξης, που όμως συνθέτει ένα αρμονικό σύνολο.
Τα «Γράμματα από τα Καπετανιανά» αποτελούν μια ματιά σε έναν κόσμο οικείο, δικό μας, που υπέκυψε στην επέλαση της ταχύτητας, της τεχνολογίας, της διαμεσολαβημένης επικοινωνίας, της εξέλιξης τέλος πάντων, για μην πολυλογούμε κι εμείς. Οι καινούργιες συνήθειες βλέπουν σα γραφικό αυτό που κάποτε ήταν το γνήσιο, πιθανόν να επιθυμούν τη διατήρησή του σα σκηνικό μιας εκδρομής του ανθρώπου της πόλης, μιας απόδρασης από την πραγματικότητα που του προσφέρει άφθονη κατανάλωση αλλά ελάχιστη ζεστασιά, ανέσεις σε μια κατάσταση μοναξιάς όπου η έννοια της κοινότητας απουσιάζει, το μόνο που υπάρχει είναι το χρυσό κλουβί στο οποίο οικειοθελώς κλείνεται.
Ίσως, τα γραφτά του Γιώργη Σταματάκη να συμβάλουν σ’ αυτό, στη συνειδητοποίηση του τί είχαμε, τί εγκαταλείψαμε, και πού τελικά έχομε φτάσει. Αλλά κι αν οι καταστάσεις μας έχουν κάμει έτσι που να μη μπορούμε να το καταλάβομε πια αυτό, μας δίδουν μπάρεμου μια γλυκειά, μελαγχολική και διδακτική εμπειρία, μας κάνουν να στοχαστούμε ξανά πάνω σε πράγματα ταπεινά μα τόσο σπουδαία, «σ’ αυτά τ΄ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής»…