Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου και μετεκλογικά η διαρκώς ογκούμενη ανοδική τάση του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνουν ένα νέο πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και στις συναντήσεις των ισχυρών του κόσμου, η προοπτική ενός οριστικού ενταφιασμού των πολιτικών της λιτότητας, των προγραμμάτων ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και του φυσικού πλούτου, της κατεδάφισης κάθε έννοιας κράτους δικαίου και της ισοπέδωσης του εισοδήματος των εργαζόμενων στην Ελλάδα εκλαμβάνονται ως μια ισχυρή ένδειξη για τις πιθανότητες διαμόρφωσης ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Τις οικονομικο-πολιτικές ελίτ του παγκοσμιοποιημένου κεφάλαιου δεν απασχολούν τόσο οι εξελίξεις στην Ελλάδα αυτές καθαυτές, αλλά συνδυαστικά η πιθανή γενίκευση του μοντέλου της Ελληνικής απάντησης στους εκβιασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε) και του ΔΝΤ, κυρίως στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Τούτες οι εξελίξεις υποχρέωσαν την Μέρκελ, τους μεγάλους τραπεζίτες και τους γραφειοκράτες υπαλλήλους τους στην Ε.Ε να ξεπεράσουν κάθε είδους πολιτική δεοντολογία και ηθικό φραγμό, επιχειρώντας μια άμεση και χωρίς προηγούμενο ωμότατη παρέμβαση στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, απειλώντας μας με χρεοκοπία εφόσον υπερψηφιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες εκλογές. Για να χρυσώσουν το χάπι οι νεοφιλελεύθεροι ιθύνοντες σπεύδουν να υποδείξουν ότι αν ο ελληνικός λαός τελικά υποκύψει στους εκβιασμούς τους, τότε και εκείνοι θα προωθήσουν οικονομικά προγράμματα οικονομικής μεγέθυνσης, με στόχο την αντιμετώπιση της ύφεσης.
Δυστυχώς αυτή την πολιτική γραμμή πλεύσης υιοθετούν ασμένως τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Νέα Δημοκρατία, επιτείνοντας τους εκβιασμούς, βυθίζοντας ακόμα περισσότερο την ελληνική κοινωνία και οικονομία στην αβεβαιότητα και την αστάθεια. Ο εκφοβισμός του ελληνικού λαού και η δαιμονοποίηση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο τα δύο πάλαι ποτέ κραταιά κόμματα υφαίνουν την προεκλογική τους προοπτική, καθιστώντας ακόμα πιο δυσδιάκριτες τις μεταξύ τους διαφορές ως προς την πολιτική που θα ακολουθήσουν, αν τα εκλογικά τους ποσοστά τους επιτρέψουν να σχηματίσουν κυβέρνηση την επομένη των εκλογών.
Πέραν των επιμέρους αιχμών που απευθύνουν σχεδόν αποκλειστικά εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει σαφές σε κάθε κριτικά σκεπτόμενο πολίτη ότι η “νέα” πολιτική που προεκλογικά διακηρύσσουν ρητορικά μόνο αποστασιοποιείται από τα πεπραγμένα τους, δηλαδή την υπογραφή του δεύτερου μνημονίου, της δανειακής σύμβασης και των νόμων που δεσμεύτηκαν ότι θα εφαρμόσουν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι αυτονόητες δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ που συμβαδίζουν με τη βούληση του ελληνικού λαού για την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, τη στήριξη των ανέργων, την ελάφρυνση των οφειλετών στις τράπεζες και το πάγωμα του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας προξενούν το υστερικό μένος όλων εκείνων που δεν τολμούν να δηλώσουν ξεκάθαρα την ειλημμένη απόφασή τους να εφαρμόσουν τις πολιτικές του μνημονίου και όλους εκείνους τους “εφαρμοστικούς νόμους” που οδηγούν την κοινωνία μας στην εξαθλίωση και την παρακμή.
Όμως, με πρόσχημα και φόβητρο την εσφαλμένη υπόθεση ότι η εναντίωση στις πολιτικές της Μέρκελ θα σημάνει αυτομάτως την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοινό νόμισμα, οι πολιτικοί της διαπλοκής, της μίζας, των ρουσφετιών και της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, πέρα από το να τρομοκρατούν κάνουν και κάτι παραπάνω: δίνουν την ύστατη μάχη για τη διάσωσή τους, την μάχη των μαχών για την προσωπική τους επιβίωση. Διότι πράγματι, πέραν της οικονομίας στις εκλογές της 17ης Ιουνίου διακυβεύονται πολλά κρίσιμα ζητήματα για το μέλλον και την προοπτική της κοινωνίας μας.
Διακύβευμα πρώτο: Θα αποφασίσουμε οι πολίτες του τόπου να συνεχίσουμε να πορευόμαστε με τις λογικές του πελατειασμού και της κομματικής κατάχρησης της εξουσίας και των κρατικών δομών ή θα ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο για τη Δημοκρατία, την Αξιοκρατία και το Κράτος Δικαίου;
Στις κάλπες της 17ης Ιουνίου, εν ολίγοις, θα κριθεί αν ως κοινωνία των πολιτών είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε ως κρίσιμο πρόβλημα εκείνες τις παθογενείς καταστάσεις, οι οποίες έχουν καταστήσει αναξιόπιστο το ευρύτερο πολιτικό σύστημα και έχουν συμβάλλει στη γενίκευση των ανομικών συμπεριφορών σε όλο σχεδόν το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων. Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο ότι τα κόμματα που κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή της μεταπολίτευσης από θέσεις εξουσίας έχουν τεράστια την ευθύνη για την καλλιέργεια των πελατειακών σχέσεων και τη συνακόλουθη κατάλυση κάθε έννοιας αξιοκρατίας και δικαιοσύνης στην κορυφή της Πολιτείας και αναπόδραστα σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου και της κρατικής λειτουργίας. Όπως υποχρεώνονται σήμερα να παραδεχθούν οι ίδιοι οι δράστες, οι εκπρόσωποι του δικομματισμού, οι πρακτικές αυτές διαχρονικά οδήγησαν στη φαυλότητα, στην εξαγορά συνειδήσεων και στην εμπέδωση ενός κλίματος συμβολικής βίας προς τους ανυπότακτους στα κελεύσματά τους.
Δυστυχώς για τον τόπο, οι εξ ιδίων ρητορικές καταδίκες των πεπραγμένων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ παραμένουν γράμμα κενό. Κανένα δείγμα γραφής δεν προκύπτει έστω την ύστατη προ της κάλπης στιγμή που να πείθει ότι είναι σε θέση να οδηγήσουν τη χώρα στην εξυγίανση του δημόσιου βίου. Αντίθετα αξιοποιούν τα αποτελέσματα των πολιτικών τους για να συκοφαντήσουν όσους επιμένουν να υπερασπίζονται τα δημόσια αγαθά, όσους οραματίζονται μια Πολιτεία που λειτουργεί με γνώμονα τις αξίες της ισονομίας, της διαφάνειας, της ουσιαστικής λογοδοσίας και της αξιοκρατίας.
Διακύβευμα δεύτερο: Θα επιβραβευθούν εκείνοι οι πολιτικοί φορείς που επί δεκαετίες στους χώρους των “ευαίσθητων” υπουργείων άφηναν δίχως δικλίδες ασφαλείας τη διαχείριση των δημόσιων πόρων για προμήθειες και αναθέσεις έργων σε γνωστούς μεσάζοντες ή θα ανοίξει πραγματικά ο δρόμος για την κάθαρση και την ορθολογική αξιοποίηση των δημόσιων δαπανών, δίχως μίζες και σκιές για τη διαπλοκή του πολιτικού προσωπικού της χώρας με τους γνωστούς “εθνικούς μας εργολάβους”; Οι υποθέσεις της Siemens, παλαιότερα της ΑΓΕΤ Ηρακλής, του ΟΤΕ, της Ιντρακόμ και πρόσφατα οι διώξεις σε βάρος του ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ Άκη Τσοχατζόπουλου (και άλλων σημαντικών στελεχών του ιδίου πολιτικού χώρου) για χρηματισμό στον εθνικά καίριο τομέα των εξοπλισμών δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για υπεκφυγές σε κανένα. Δυστυχώς η απουσία διαδικασιών αυτοκάθαρσης εντός της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν επιτρέπουν καμιά αισιοδοξία για την αποφασιστικότητά τους να πατάξουν αυτά τα φαινόμενα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν οδηγήσει πολλούς στην ανοικτή αμφισβήτηση του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Πέραν λοιπόν των θεμάτων της οικονομικής πολιτικής, στις εκλογές της 17ης Ιούνη η ελληνική κοινωνία οφείλει να αντιμετωπίσει θεμελιώδη ζητήματα που τελικά θα κρίνουν τόσο την ποιότητα του δημόσιου βίου όσο επίσης και τη θωράκιση της δημοκρατίας απέναντι στις δυνάμεις που με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους την συρρικνώνουν και την απονομιμοποιούν.
Η Ριζοσπαστική Αριστερά δίνει σήμερα μια μάχη που η έκβασή της θα επηρεάσει ολόκληρη την Ευρώπη και τις πολιτικές που θα αρθρωθούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια μάχη που στο εσωτερικό της χώρας είναι σε θέση να επηρεάσει τις συλλογικές πρακτικές και νοοτροπίες προς μια κατεύθυνση ανάκτησης της αξιοπρέπειας των ανθρώπων του μόχθου και της εργασίας. Μια μάχη που θα διευρύνει την πολιτική συμμετοχή από τα κάτω στα κέντρα λήψης των κρίσιμων αποφάσεων για την καθημερινότητά μας.
Με την ψήφο μας στις δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν αναθέτουμε σε κάποιους νέους σωτήρες την τύχη και το μέλλον της χώρας. Με ισχυρό σύμμαχο τη δημοκρατική Πολιτεία, διεκδικούμε να αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες: να προωθήσουμε τη διαφάνεια, την αξιοκρατία, την ορθολογική λειτουργία του δημόσιου τομέα, τη λαϊκή συμμετοχή στους χώρους εργασίας και τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Με τη μαζική συλλογική μας δράση καλούμαστε να δώσουμε εμείς τη μάχη για την ανατροπή των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης, για τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ανάπτυξης και της προόδου, θέτοντας τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη των απρόσωπων αγορών, των διεθνών κερδοσκόπων και των εγχώριων εντολοδόχων τους.
Νίκος Σερντεδάκις
Μέλος της Εκλογικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ Ρεθύμνου.