Από την Ανδρομάχη Ιωαν. Καραμπέτσου
(Μαθήτρια Δ’ Δημοτικού)
Επιμέλεια: Ματθαίος Ιωαν. Τσιριμονάκης
Ένα πρωί όπως όλα τα άλλα, ο Βασίλης ξυπνά και ετοιμάζεται για το σχολείο. Πηγαίνει στο μπάνιο, κοιτάζει στον καθρέπτη και τι βλέπει; Τα αυτιά του είναι μεγαλωμένα και μοιάζουν με του λαγού.
«Τι είναι αυτό που έπαθα; Πώς θα πάω στο σχολείο; Σίγουρα θα με κοροϊδεύουν όλοι. Κάτι πρέπει να κάνω!»
Σκέφτηκε να βάλει ένα μεγάλο σκούφο, ώστε να μη φαίνουνται τα αυτιά του. Μόλις έφτασε στην αυλή δυο παιδιά, που δεν ήταν και τα πιο φρόνιμα, είδαν τον σκούφο, τον πέταξαν κάτω και άρχισαν να τον κοροϊδεύουν για τα αυτιά του.
Στενοχωρημένος φεύγει και γυρίζει στο σπίτι. Κλείνεται στο δωμάτιο του και το μεσημέρι τηλεφωνεί στο φίλο του το Μάνο και του λέει τι έπαθε.
«Καλά ρε Βασίλη με κοροϊδεύεις; Είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Άκου αυτιά λαγού! Αν είναι δυνατόν;»
«Και όμως είναι! Σε έχω κοροϊδέψει πολλές φορές μέχρι τώρα; Άντε σήκω, ξεκούνα και έλα στο σπίτι να δούμε τι θα κάνουμε.»
Όταν ο Μάνος φτάνει στο σπίτι και βλέπει τα αυτιά του φίλου του, λέει:
«Ρε, αλήθεια λες!! Κοίτα να δεις!! Τα αυτιά σου είναι σαν του λαγού!! Με τι μούτρα θα παρουσιαστείς στο σχολείο;»
«Δε στο είπα, ρε βλάκα, άσε τα σχόλια και σκέψου τι θα κάνουμε.»
Σκέφτονται πως θα φέρουν τα αυτιά του Βασίλη στο φυσιολογικό τους, μα ιδέα καμιά. Ξαφνικά έρχεται μια φαεινή στο Μάνο.
«Φίλε μου βρήκα τον άνθρωπο μας!»
«Ποιος είναι; Δεν πιστεύω κανείς που θα μας δουλέψει!»
«Όχι! Ο θείος μου ο Στέφανος. Τον ξέρεις. Έρχεται στα πάρτι μου. Ξέρει πολλά μαγικά. Θα τον βρούμε και θα μας πει τι θα κάνουμε.»
«Άντε, τηλεφώνησε του. Νομίζω πως μένει εδώ κοντά, να πάμε να τον βρούμε!»
Τα παιδιά συναντούν τον θείο μετά από μισή ώρα αφού τους έχει δώσει ραντεβού στο σπίτι του.
«Ακούστε παιδιά μου, υπάρχει μια μάγισσα που σίγουρα μπορεί να σας λύσει το πρόβλημα. Μόνο που πρέπει να πάτε να τη βρείτε. Μένει κάπου πέρα από το δάσος του τόπου μας.»
«Να πάμε να τη βρούμε αμέσως!»
«Δεν είναι και τόσο εύκολο! Το δάσος είναι γεμάτο εμπόδια και παγίδες που πρέπει να ξεπεράσετε. Χρειάζεται να βάλετε όλη σας την εξυπνάδα ώστε να μπορέσετε να το διασχίσετε και να φθάσετε στη μάγισσα!»
«Τι να κάνουμε θείε; Θα το κάνουμε. Δε μπορεί ο Βασίλης να κυκλοφορεί με αυτιά λαγού!»
Γεμίζουν τα σακίδια τους με μερικά τρόφιμα, τα παγούρια τους με νερό και ξεκινούν για την αναζήτηση της μάγισσας.
Δεν προλαβαίνουν καλά-καλά να μπουν στο δάσος και εμφανίζεται μέσα από τους θάμνους ένας τεράστιος αρουραίος, τόσο απότομα, που τους τρόμαξε. Περισσότερο όμως παραξενεύτηκαν όταν άρχισε να μιλά.
«Καλά, μιλούν οι αρουραίοι;»
«Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ όμως , ο βασιλιάς τους όχι μόνο μιλάω αλλά φωνάζω. Αν φωνάξω θα μαζευτούν όλοι οι υπήκοοι μου και θα έχετε κακά ξεμπερδέματα!»
«Τι θέλεις από μας για να ησυχάσεις ;»
«Θα σας πω ένα αίνιγμα, αν το λύσετε περνάτε ελεύθερα ειδάλλως γυρνάτε πίσω με τα αυτιά του λαγού!»
«Ακούμε!»
«Έχουμε τρία αδέλφια. Το ένα τρώει-τρώει και δε χορταίνει. Το άλλο κοιμάται-κοιμάται και δε ξυπνά. Το τελευταίο φεύγει-φεύγει και δε γυρίζει. Τι είναι;»
«Πανεύκολο, λέει ο Μάνος, η φωτιά η στάχτη και ο καπνός!»
Αμέσως ο αρουραίος εξαφανίζεται και τα παιδιά προχωράνε στο δάσος, πού είναι γεμάτο δέντρα, μικρά και μεγάλα. Θάμνοι διάσπαρτοι από όπου πετιούνται μικρά ζωάκια, λαγοί, κουνέλια, σκιουράκια ενώ υπάρχουν και πολλά πουλιά που πετούν και σε διασκεδάζουν με τα τιτιβίσματα τους.
Προχωρούν αρκετά και να σου μπροστά τους ένας λύκος, να τους κλείνει το δρόμο.
«Που πάτε παιδάκια; Δεν ξέρετε πως εδώ είναι η περιοχή μου;»
«Πού να το ξέρουμε; Εμείς πάμε να βρούμε τη μάγισσα να βοηθήσει το φίλο μου να αποκτήσει ξανά τα αυτιά του!»
«Ναι! Καλά βλέπω αυτιά λαγού! Έτσι που τα είδα στην αρχή νόμισα πως θα φάω λαγό σήμερα, μεγάλο και τρυφερό!»
«Τέλος πάντως, φαίνεσαι καλός λύκος, θα μας αφήσεις να περάσουμε;»
«Έχω ένα αίνιγμα για σας. Λύστε το και στο καλό!»
«Άντε να δούμε και το δικό σου!»
«Έχω ένα σκυλάκι που με ακολουθά όπου και αν πάω! Τι είναι;»
«Καλά για χαζούς μας περνά; Το ξέρω! Ο θείος μου μας το είπε σε ένα πάρτι. Η σκιά είναι!»
Φεύγει, τρεχάτος, ο λύκος και τα παιδιά συνεχίζουν το δρόμο στους.
Μετά από κάμποση ώρα βρίσκονται μπροστά σε ένα μεγάλο ποτάμι.
«Τι θα κάνουμε τώρα, πως θα περάσουμε απέναντι, δεν έχουμε ούτε μια μικρή βαρκούλα και κάνει πολύ κρύο να κολυμπήσουμε!»
«Κοίτα, Μάνο, έρχεται ένας γέρος! Να τον ρωτήσουμε να μας πει!»
«Καλώς τον παππού!¨
«Για σας παιδιά μου. Τι δουλειά έχετε στο δάσος μόνα;»
Του εξηγούν το πρόβλημα τους και του ζητάνε να βοηθήσει να περάσουν το ποτάμι.
«Ένας τρόπος υπάρχει και θα το καταλάβετε αν λύσετε το αίνιγμα που θα σας πω!»
«Άντε πάλι! Για να δούμε αυτή τη φορά…»
«Από πάνω σαν τηγάνι, από κάτω σαν βαμβάκι και από πίσω σαν ψαλίδι. Τι είναι;»
«Αυτό μου φαίνεται δύσκολο Μάνο μου. Τι λες να κάνουμε;»
«Παππού, δεν μας βοηθάς λίγο; Τόσο άγχος που έχουμε το μυαλό μας δεν πάει καλά!»
«Άντε να σας βοηθήσω μιας και σας βλέπω καλά παιδιά. Είναι πουλί και έρχεται την άνοιξη!»
«Ευκολάκι τελικά, το χελιδόνι είναι!!!»
Μόλις λένε τη λύση εξαφανίζεται ο γέρος και στη θέση του εμφανίζεται ένα τεράστιο χελιδόνι.
«Ανεβείτε γρήγορα πάνω μου να περάσουμε τη λίμνη!»
Ανεβαίνουν και μέχρι να ανοιγοκλείσουν τα μάτια τους φτάνουν απέναντι.
«Πείτε τε μου τώρα τι ζητάτε!» τους λέει αφού τους αφήνει να κατέβουν από την πλάτη του.
Λένε στο χελιδόνι την ιστορία τους και του ζητάνε να τους βοηθήσει.
«Θα σας βοηθήσω παιδιά μου. Η μάγισσα για να σας βοηθήσει πρέπει να της πάτε το κόκκινο διαμάντι.»
«Πού θα το βρούμε;»
«Εκεί πέρα από το βουνό και το φυλάει ένας δράκος. Αν δεν τον σκοτώσετε διαμάντι δεν θα πάρετε!»
«Τι θα κάνουμε τώρα; Με βλέπω να κυκλοφορώ με αυτιά λαγού!»
«Αν και δεν το βλέπω και τόσο δραματικό, θα σας βοηθήσω. Έχει ένα βράχο παραπέρα και έχει καρφωμένο ένα σπαθί. Θα σας πω και εγώ ένα αίνιγμα. Το τελευταίο. Μην αγαναχτείτε. Αν το λύσετε θα πάρετε το σπαθί και μετά θα σας πω!»
«Έλα χελιδονάκι, ας πούμε χελιδονάρα είσαι, πες το!»
«Χίλιοι μπαίνουν, χίλιοι βγαίνουν, χίλιοι ανεβοκατεβαίνουν! Τι είναι;»
«Μερμήγκι!!!»
Τρέχουν τραβάνε το ξίφος από το βράχο. Ανεβαίνουν πάνω στο χελιδόνι, πετούν πάνω από τον δράκο, του κόβουν το κεφάλι, αρπάζουν το κόκκινο διαμάντι και πάνε στη μάγισσα.
«Αν και είσαι γλυκούλης με τα αυτιά του λαγού, σου επιστρέφω τα δικά σου!»
Έτσι με τα ανθρώπινα αυτιά του ο Βασίλης, μαζί με το Μάνο, ανεβαίνουν στο χελιδόνι και τους επιστρέφει στην είσοδο του δάσους.
Αλήθεια η ψέματα, δεν γνωρίζουμε γιατί δεν ήμασταν εκεί.
Γνωρίζουμε όμως πως τα αινίγματα πρέπει να τα μαθαίνουμε μιας και δεν γνωρίζουμε πότε τις λύσεις που θα μας ζητήσουν!