Από τον Ματθαίο Ιωάν. Τσιριμονάκη
(Συλλογή από μαντινάδες που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της Κρήτης πριν το 1940.
Τις υπογράφουν με ονοματεπώνυμο, όνομα, επώνυμο ή και ψευδώνυμο διάφοροι μαντιναδολόγοι.
Δεν γνωρίζω αν είναι δικές τους δημιουργίες ή είναι μεταφορείς ποίησης παλαιότερων δημιουργών.
Με την Συλλογή αυτή παίρνουμε μια γεύση από την ποίηση ανωνύμων ποιητών, από τους οποίους πήραν τις βάσεις για τις δημιουργίες τους σημερινοί συνεχιστές.
Παρατηρούμε πως υπάρχει αυθορμητισμός στην έκφραση αλλά και στη γλώσσα χωρίς κάποια επιτηδευμένη τεχνική. Αυτή που δυστυχώς χρησιμοποιούν ορισμένοι μαντιναδολόγοι, νέοι και παλαιοί, μπουκώνοντας τις μαντινάδες με λέξεις του ιδιώματος.)
Σ.Ι. ΑΓ.ΕΙΡΗΝΗ 1939
Πες μου σε τι σου έπταιξα και κρύωσε η καρδιά σου
και δεν μου ρίχνεις άσπλαχνη, σα πρώτα τη ματιά σου.
Ρίξε μου μια γλυκιά ματιά κι ας είναι και με πάθος,
άνθρωπος ήμουνα κι εγώ κι έκαμμα ένα λάθος.
Ψυχομαχώ και μου περνά, να ζήσω ακόμη χρόνους,
αφού εσύ δε μου μιλάς, γιατί να ζω με πόνους.
ΣΤΕΛΙΟΣ 1930
Ρόδα και τριαντάφυλλα, ραίνω στην εορτή σου
και σ’ εύχομαι χρόνια πολλά κι ότι ποθεί η ψυχή σου.
Στην εορτή σου εύχομαι, λουλούδια να ανθίζουν
και ρόδα μες στο δρόμο σου, παντοτινά να σκορπίζουν.
Τα μάθια μου δεν ημπορούν, να ρθουνε να σε δούνε,
τα γράμματα μου στο χαρτί, όμως θα σ’ ευχηθούνε.
ΣΤΥ-ΚΗΣ 1930
Μάνα μου όντε με γέννησες, σκληρή ήταν η καρδιά σου
και με κάνες πιο δυστυχή, απ όλα τα παιδιά σου.
Mάνα μου όντε με γέννησες, γιατί δε μου το είπες,
πως έχει ο κόσμος βάσανα, πως έχει ο κόσμος πίκρες.
Τύχη σκληρή τύχη κακιά, τύχη θανατηφόρα,
πολλές φορές μ’ αδίκησες, μα όχι όπως τώρα.
ΤΕΜΕΝΙΑΝΟΣ 1930
Τεμένια λένε το χωριό κι απού του βρει ψεγάδι,
άταφος κι αλειτούργητος, να πάει μέσ’ τον άδη.
Τεμενιανό μου πέρασμα και πως θα σε περάσω,
τεμενιανή μου κοπελιά, πότε θα σ’ αγκαλιάσω.
Στα Τεμένια είν’ η βιόλα μου, στη γλάστρα φυτεμένη,
απ’ όλες τις τεμενιανές είναι ξεδιαλεμένη.