Από τον Ματθαίο Ιωάν. Τσιριμονάκη
(Συλλογή από μαντινάδες που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της Κρήτης πριν το 1940.
Τις υπογράφουν με ονοματεπώνυμο, όνομα, επώνυμο ή και ψευδώνυμο διάφοροι μαντιναδολόγοι.
Δεν γνωρίζω αν είναι δικές τους δημιουργίες ή είναι μεταφορείς ποίησης παλαιότερων δημιουργών.
Με την Συλλογή αυτή παίρνουμε μια γεύση από την ποίηση ανωνύμων ποιητών, από τους οποίους πήραν τις βάσεις για τις δημιουργίες τους σημερινοί συνεχιστές.
Παρατηρούμε πως υπάρχει αυθορμητισμός στην έκφραση αλλά και στη γλώσσα χωρίς κάποια επιτηδευμένη τεχνική. Αυτή που δυστυχώς χρησιμοποιούν ορισμένοι μαντιναδολόγοι, νέοι και παλαιοί, μπουκώνοντας τις μαντινάδες με λέξεις του ιδιώματος.)
ΑΓΓΕΛΙΔΑΚΗΣ ΕΜΜ.1929
Εσβύστηκε η αγάπη μου και χάθηκε το φως μου
κι ο ήλιος εσκοτείνιασε και μαύρισε εμπρός μου.
Ο θάνατος ο άγριος, που αίματα βυζαίνει,
εθέρισε τη νιότη μου, με το σκληρό δρεπάνι.
Ορφανεμένε μου έρωτα, που είχες το κοντάρι,
που είχες τη σαΐτα σου και τ’ άχαρο δοξάρι.
ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΣΗ 1936
Σα θες να πιείς κρύο νερό, νάβγεις στον Ψηλορείτη,
σα θες νακούσεις όργανο, να βρεις στον Καραβίτη.
Τέσσερες είν’ οι λεβεντιές, που έβγαλε η Κρήτη,
Ψύλλο, Λαγό και Ροδινό κι Αλέκο Καραβίτη.
Το πιο καλύτερο πιοτό, είναι του Φίξ η μπύρα
και το καλύτερο όργανο, του Καραβίτη η λύρα.
Αν.Μρ.1930
Ήμουνα κράχτης πετεινός και δα στα γερατιά μου,
να με τζιμπούν οι όρνιθες, δε το βαστά η καρδιά μου.
Ο πετεινός κι άνε γερνά, την όρεξη δε χάνει,
πάντα του τσ’ όρθες κυνηγά κι ότι μπορέσει κάνει.
Τον κυνηγάρη πετεινό, όσο κι άνε γεράσει,
δεν το τζιμπούν οι όρνιθες, αλλά μαζί του πάσι.