Από τον Ματθαίο Ιωάν. Τσιριμονάκη
(Συλλογή από μαντινάδες που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της Κρήτης πριν το 1940.
Τις υπογράφουν με ονοματεπώνυμο, όνομα, επώνυμο ή και ψευδώνυμο διάφοροι μαντιναδολόγοι.
Δεν γνωρίζω αν είναι δικές τους δημιουργίες ή είναι μεταφορείς ποίησης παλαιότερων δημιουργών.
Με την Συλλογή αυτή παίρνουμε μια γεύση από την ποίηση ανωνύμων ποιητών, από τους οποίους πήραν τις βάσεις για τις δημιουργίες τους σημερινοί συνεχιστές.
Παρατηρούμε πως υπάρχει αυθορμητισμός στην έκφραση αλλά και στη γλώσσα χωρίς κάποια επιτηδευμένη τεχνική. Αυτή που δυστυχώς χρησιμοποιούν ορισμένοι μαντιναδολόγοι, νέοι και παλαιοί, μπουκώνοντας τις μαντινάδες με λέξεις του ιδιώματος.)
ΚΑΝΔΑΡΤΖΗΣ ΣΤΥΛ. ΠΛΑΤΑΝΕ ΡΕΘΥΜΝΗΣ 1940
Δυό μάτια αγάπησα χωρίς, να τα καλογνωρίζω
κι επήρανε μου την καρδιά και πλειό δεν την ορίζω.
Δυό μάτια αγάπησα τρελά, καθώς τα πρωτοείδα,
μα κείνα δεν μου δώσανε, ποτέ καμμιά ελπίδα.
Δυό μάτια που μου έριξαν, μια ματιά τους μόνο,
με την καρδιά ως που να ζω, μ’ αφήκανε τον πόνο.
Κ.Σ. ΝΕΡΙΑΝΑ 1930
Αν δε τσι δώσει ο αφέντης σου, τσι παράδες εις το δίσκο
θα σ έχει είς την πλάτη του, σα να βαστά ένα τοίχο.
Δεν είναι πράγμα δύσκολο 100 χιλ. να μετρήσει,
γιατί θα σ έχει φόρτωμα είς ούλη ντου τη ζήση.
Αν περιμένει τον καιρόν, που δεν θα θεν παράδες,
έως τότε μάτια μου θα βγάλεις τσι ψαράδες.
ΛΑΪΝΑΚΗΣ ΣΤΕΛ. 1930
Με την καρδιά (μου) σ’ αγαπούσα κι έμνωγα[1] στ’ όνομα σου,
δεν ήμουν όμως και θεός, να ξεύρω τη καρδιά σου.
Που νε οι σταυροί που μου κανες κι οι όρκοι σου οι τόσοι
και πίστευα τους και εγώ, σαν να μην είχα γνώση.
Όποιος πιστεύει γυναικός, πίστη δέν απομένει,
γιατί ‘χουνε στο πρόσωπο τη διμουργιά[2] γραμμένη.
[1] Ορκιζόμουν.
[2] Διπροσωπία.