Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Η επιθυμία του ανθρώπου για υπέρβαση των φυσικών δυνατοτήτων του αποτελεί στοιχείο του ανθρώπινου ψυχισμού, καθώς και του πολιτισμού όλων των λαών, από τα πανάρχαια χρόνια. Αυτή ώθησε τους ανθρώπους στα σημαντικότερα επιτεύγματα, που βοήθησαν πρόσωπα, οικογένειες, κοινότητες, λαούς ολόκληρους, μέχρι και το σύνολο της ανθρωπότητας, να επιβιώσουν υπό αντίξοες συνθήκες, να νικήσουν σε φαινομενικά ανίκητες μάχες, να θυσιαστούν ο ένας για τον άλλο, να ταξιδέψουν, να εξερευνήσουν, να προβούν σε πρωτοποριακές ανακαλύψεις και εφευρέσεις που βελτίωσαν τη ζωή τους.
Η επιθυμία αυτή τροφοδότησε τους μύθους για υπεράνθρωπους ήρωες, αλλά διαμόρφωσε και τους πραγματικούς, ιστορικούς ήρωες όλων των εποχών, από τους γενναίους πολεμιστές ή τους μάρτυρες, που έγιναν σύμβολα του αδούλωτου πνεύματος θυσιάζοντας τη ζωή τους, μέχρι τους απλούς ανθρώπους, που κράτησαν τα ιδανικά τους και στήριξαν την οικογένειά τους υπό συνθήκες απερίγραπτης φτώχειας, κινδύνων, ξεριζωμού ή καταπίεσης. Αυτούς δεν τους κατέγραψε ονομαστικά η Ιστορία, αλλά οι ίδιοι αποτελούν την Ιστορία.
Βλέπουμε όμως και την αντίθετη όψη: την αλαζονεία, την ακόρεστη επιθυμία για πλούτο ή εξουσία, που οδηγεί στην τυφλή βία και το αιματοκύλισμα, τη νιτσεϊκή «δίψα για δύναμη», τη φροϋδική «ορμή προς θάνατον» – οι σοφοί διδάσκαλοι όλων των λαών αυτή την πλευρά της υπέρβασης των ανθρώπινων δυνατοτήτων την απορρίπτουν. Στη δική μας πνευματική παράδοση γίνεται λόγος για «ύβριν» και για «αμαρτία». Όπως κι αν το ονομάσουμε, η τάση αυτή οδηγεί στην καταστροφή και την αυτοκαταστροφή.
Στις αρχαιοελληνικές παραδόσεις συναντούμε διηγήσεις για «υβριστές», που διέπρατταν ειδεχθή εγκλήματα διασαλεύοντας τη φυσική τάξη (όπως ο φόνος των γονέων ή των παιδιών τους, η αιμομιξία, η δολοφονία φιλοξενουμένων ή η προσπάθεια εξαπάτησης των θεών), όπως ο Τάνταλος, ο Σίσυφος, ακόμη και ο Οιδίποδας ή ο Ορέστης (παρότι οι πράξεις του ενός συνέβησαν εν αγνοία του, ενώ του άλλου με κίνητρο την εκδίκηση για άλλο έγκλημα), ενώ στη χριστιανική μας παράδοση διαβάζουμε για τους πρωτοπλάστους, που προσπάθησαν «να γίνουν σαν θεοί» τρώγοντας τον «καρπό της γνώσεως του καλού και του κακού» (Γένεσις 3, 5), για τους ανθρώπους αμέσως προ του κατακλυσμού, των οποίων «ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι» και «πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας» (Γέν. 6, 5), τους ανθρώπους της Βαβέλ, που αποφάσισαν να οικοδομήσουν πύργο μέχρι τον ουρανό με σκοπό την αιώνια υστεροφημία τους (Γέν. 11, 4), τους Σοδομίτες, που όχι μόνον ασελγούσαν ασύστολα μεταξύ τους, αλλά και επιτέθηκαν ομαδικά στους επισκέπτες της πόλης τους για να τους βιάσουν (Γέν. 19, 3-5)· βλέπουμε επίσης την πτώση του βασιλιά Δαβίδ, που πρόδωσε την εμπιστοσύνη του Ουρία του Χετταίου και μεθόδευσε τον θάνατό του στη μάχη με σκοπό ν’ αρπάξει τη σύζυγό του (Β΄ Βασιλειών κεφ. 11 και 12) κ.ά.
Οι άνθρωποι στα νεώτερα χρόνια και σήμερα, στη λεγόμενη «μετανεωτερική εποχή», συχνά δεν αναγνωρίζουμε πλέον τις έννοιες της ύβρεως και της αμαρτίας, δεν παραδεχόμαστε τις ολέθριες συνέπειές τους, αλλά θεωρούμε δικαίωμά μας να πράξουμε «ό,τι και αν θέλουμε». Δεν αναγνωρίζουμε εξάλλου πως οι ιδιαίτερες ικανότητες του καθενός μας (διανοητικές ή πρακτικές) είναι παραχωρημένες απ’ τον Θεό, αλλά θεωρούμε πως αποτελούν αποκλειστικό κτήμα μας – έχουμε ξεχάσει πως οι όροι «τάλαντα» και «χαρίσματα», προερχόμενοι από την Καινή Διαθήκη (κατά Ματθαίον 25, 14-30, επιστολή προς Ρωμαίους, κεφ. 12, Α΄ προς Κορινθίους, επίσης κεφ. 12), φανερώνουν κι οι δυο πως αυτά που έχουμε αποτελούν δώρα. Κι όταν το θυμόμαστε, τα αποδίδουμε αόριστα σε κάποιο προσωποποιημένο και θεοποιημένο «σύμπαν», γιατί αποστρεφόμαστε την ιδέα να αναφερθούμε στον Θεό των πατέρων μας.
Αυτό, επειδή βουλιάζουμε έως τέλους στα πάθη μας, δηλαδή στις πνευματικές και σωματικές εξαρτήσεις, χωρίς να σκεφτόμαστε ν’ αντισταθούμε στην ηδονή που μας προκαλούν (είτε πρόκειται για σαρκική ηδονή, είτε για την ηδονή της απόκτησης δύναμης, εξουσίας, πλούτου ή γνώσεων – όχι όμως σοφίας), οδηγεί τελικά στην απελπισία, τη βία και τον αφανισμό. Έτσι, οι εφιάλτες του νεώτερου ανθρώπου (επιθέσεις εξωγήινων φυλών, αυτονόμηση και κυριαρχία των μηχανών, τερατογενέσεις, ιοί που μετατρέπουν το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού σε ζόμπι) έχουν εκφραστεί με συγκλονιστικό τρόπο μέσω της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, ήδη από τον 19ο αιώνα, με έργα όπως ο Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλεϋ, το Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον ή τα μυθιστορήματα του Χέρμπερτ Ουέλς, μέχρι τους σύγχρονους μύθους που αποτυπώνονται σε δυστοπικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, διαμορφώνοντας ολόκληρες κουλτούρες και υποκουλτούρες.
Παρόλα αυτά, δεν υπαναχωρούμε. Συζητούμε πλέον για «μετανθρώπους» και «μετανθρωπισμό». Ο σύγχρονος άνθρωπος φαντασιώνεται τον εαυτό του γενετικά τροποποιημένο ή ενισχυμένο με τεχνολογικά εμφυτεύματα και υποθέτει ότι με αυτό τον τρόπο θα υπερβεί τις φυσικές δυνατότητές του και θα εξελιχθεί σε κάτι ανώτερο. Δεν θα είναι πλέον άνθρωπος, αλλά υπεράνθρωπος και, για να συμβεί αυτό, οφείλει να γίνει «μετάνθρωπος».
***
Εδώ, σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου που λέγεται Ελλάδα, μα και σε άλλους τόπους και λαούς που εγκολπώθηκαν στο διάβα της Ιστορίας το απελευθερωτικό μήνυμα του χριστιανισμού (χωρίς να το μετατρέψουν σε παρανοϊκή δίψα για εξουσία, όπως δυστυχώς συνέβη στον δυτικοευρωπαϊκό Μεσαίωνα), οι σοφοί και άγιοι διδάσκαλοί μας, μα και οι απλοί άνθρωποι – σοφοί επίσης – που μας μεγάλωσαν, γνωρίζουν καλά την ακόρεστη δίψα των ανθρώπων κάθε εποχής για υπέρβαση των ορίων και των δυνατοτήτων τους. Ναι, το γνωρίζουν καλά, γιατί ακριβώς αυτό έκαναν οι ίδιοι όλες τις εποχές. Το έκαναν χωρίς να μετατραπούν σε κάτι άλλο, διαφορετικό από ανθρώπους. Γι’ αυτό και στην καθημερινή τους επικοινωνία εξύψωσαν τη λέξη «άνθρωπος» σε κορυφαία αξία – και είπαν: «να είσαι άνθρωπος», «να έχεις ανθρωπιά», αλλιώς είσαι απάνθρωπος, «αποκτηνώνεσαι», γίνεσαι δηλαδή «κτήνος», ζώο, κάτι μη ανθρώπινο, και οι πράξεις σου αποτελούν «κτηνωδίες», ζωώδεις βαρβαρότητες.
Δε χρειάζεται λοιπόν, αδελφέ μου, αδελφή μου, παιδί μου, να εξελιχθείς σε κάτι «μετά από τον άνθρωπο» για να υπερβείς αυτά που αισθάνεσαι να σε κρατούν πίσω· φρόντισε απλώς να είσαι άνθρωπος, και θα δεις ότι είναι υπεραρκετό.
Ίσως είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε πώς βλέπουν τον άνθρωπο εκείνοι οι άγιοι και σοφοί διδάσκαλοι του πολιτισμού μας, για να γίνει πληρέστερα κατανοητό αυτό που λέμε.
Γράφει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979): «Ο άνθρωπος!… Όλα τα κτίσματα σιγούν εμπρός εις αυτό το εξαιρετικώτερον θαύμα όλων των κόσμων. Ωσάν να έχη συγκεντρώσει ο Θεός όλα τα θαύματα από όλους τους κόσμους Του και να τα έχει συνοψίση εις έν, εις τον άνθρωπον». «Είναι ευαγγέλιο, παναληθινό ευαγγέλιο –όχι δικό μου, αλλά των αγίων του Θεού– ότι ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ιερό μυστήριο του Θεού. Τόσο μεγάλο και τόσο ιερό, ώστε ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας ερμηνεύσει όλο το βάθος του ανθρώπινου μυστηρίου. Η αλήθεια του ευαγγελίου, η παναλήθεια, είναι ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάμει τον άνθρωπο θεό κατά χάριν» (αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. Αστήρ, σελ. 37 και 95).
Ταξιδεύοντας στη χριστιανική αρχαιότητα αξίζει να σταθούμε σ’ ένα ανθρωπολογικό κρεσέντο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Τοῦτο δὴ βουληθεὶς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καὶ ζῶον ἓν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καὶ ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον· καὶ παρὰ μὲν τῆς ὕλης λαβὼν τὸ σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ’ ἑαυτοῦ δὲ πνοὴν ἐνθεὶς (ὃ δὴ νοερὰν ψυχὴν καὶ εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγος), οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπὶ τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητὴν μικτὸν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους καὶ ταπεινότητος· τὸν αὐτὸν πνεῦμα καὶ σάρκα· ζῷον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον τοὐτέστιν ἐν τῷ παρόντι βίῳ, καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον ἐν τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι, καὶ – πέρας τοῦ μυστηρίου – τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον» (Λόγος ΜΕ΄, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, 7, PG 36, 632).
Απόδοση στα νέα ελληνικά: [Ο Θεός] «δημιουργεί τον άνθρωπο ως πλάσμα από δύο στοιχεία, δηλαδή από ορατή φύση και αόρατη. Και, ενώ πήρε το σώμα του από την ύλη που υπήρχε ήδη, έβαλε μέσα πνοή από τον εαυτό του (που η Αγία Γραφή το ξέρει ως «νοερά ψυχή» και «εικόνα Θεού»). Έτσι τον τοποθέτησε στη γη ως άλλον κόσμο [= διαφορετικό από όλο το υπόλοιπο σύμπαν], μικρό και, μέσα στο μικρό, μεγάλο, άλλον άγγελο, προσκυνητή μικτό, επόπτη της ορατής κτίσης και μύστη της νοερής [=δηλ. γνώστη, μέτοχο της νοερής, της αγιότητας, των αγγέλων κ.τ.λ.], βασιλιά της γης, αλλά με βασιλιά δικό του από πάνω, επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και νοερό, ανάμεσα στο μεγαλείο και την ταπεινότητα, τον ίδιο πνεύμα και σάρκα… Πλάσμα που τελειοποιείται εδώ και μεταφέρεται αλλού και – άκρο του μυστηρίου – θεοποιούμενο με το να στρέφεται προς τον Θεό».
***
Θέλεις να μάθεις πώς είναι αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίο τόσους ύμνους πλέκουν οι άγιοι της παράδοσής μας; Ερεύνησε και θα διαπιστώσεις πως, εκτός από την κακία, τη βία, την απελπισία ή την αναξιοπρέπεια που πιθανώς βλέπεις γύρω σου, υπάρχει και μεγαλείο, ομορφιά, αγάπη, ηρωισμός, αγιότητα. Η τάση υπέρβασης των δυνατοτήτων που συνήθως νομίζουμε ότι διαθέτουμε είναι χαρακτηριστικό του γένους μας, του ανθρώπινου γένους.
Για να φτάσεις να υπερβείς τις δυνατότητές σου, δε χρειάζεται να γίνεις Superman ή Black Widow, Thor ή Captain America. Αρκεί να γίνεις Μέγας Βασίλειος, Φιλοθέη η Αθηναία, Κοσμάς ο Αιτωλός, Μαντώ Μαυρογένους, Μακρυγιάννης, Γαλάτεια Σουρέλη, Καλλιρρόη Παρρέν, Καραθεοδωρή ή Παπανικολάου… Όλοι αυτοί άλλαξαν τον κόσμο στην εποχή και την κοινωνία όπου έζησαν και έδρασαν, αξιοποιώντας ακριβώς το προτέρημα να είναι άνθρωποι.
Θέλεις να δεις κάποιους σύγχρονους «υπερανθρώπους»; Αναζήτησε στο διαδίκτυο τον όρο «Ορθόδοξη Ιεραποστολή στον Τρίτο Κόσμο». Όμως δε χρειάζεται να πάμε ούτε τόσο μακριά. Αρκεί να δεις τους γονείς σου και τους γονείς των γονιών σου και τα λοιπά πρόσωπα της οικογένειάς σου· τότε είμαι βέβαιος ότι θ’ αντικρίσεις ανθρώπους που έδωσαν ή δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ενδεχομένως υπό τρομερά αντίξοες συνθήκες, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για την οικογένειά τους και πιθανόν και για έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων ή για την πόλη ή την κοινωνία ολόκληρη.
Αν παρόλα αυτά αναζητάς το τέλειο, έχω να σου προτείνω να μελετήσεις τη ζωή των αγίων, παλαιών και σύγχρονων. Εκεί θα δεις πώς ο άνθρωπος γίνεται, όχι «μετάνθρωπος», αλλά θεάνθρωπος, καθώς συνδέεται – με αγώνα και θυσίες όμως – με τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Μελέτησε την αγάπη, την αυταπάρνηση, την ταπεινότητα, την αφοσίωση, αλλά και την ασκητική ζωή και την προσευχή και τον αυτοέλεγχο των αγίων, όχι μόνο τα θαύματα. Και τότε νομίζω πως θα διαπιστώσεις ότι η όλη συζήτηση για «μετανθρώπους» και «μετανθρωπισμό» προέρχεται από έναν κόσμο διψασμένο ακριβώς γι’ αυτό το υπέρτατο αγαθό, τον Χριστό και την αγιότητα. Έναν κόσμο που διψά, αλλά δε γνωρίζει πού ν’ αναζητήσει το «ζωντανό νερό» για να ξεδιψάσει. Κόσμο που φοβάται να δοθεί στον συκοφαντημένο Χριστό και στη συκοφαντημένη Εκκλησία – φοβάται ν’ αναζητήσει το διαμάντι μέσα στις πέτρες. Γι’ αυτό, συλλέγει και αποθηκεύει τις πέτρες νομίζοντάς τις για διαμάντια. Όμως όσες κι αν αποθηκεύσει, δεν αποκτά τον θησαυρό που πραγματικά ποθεί η καρδιά του. Ενώ ένας ταπεινός και φτωχός ασκητής – ή ένας άστεγος – που ζει προσευχόμενος με το όνομα του Κυρίου Ιησού, πιθανόν να είναι ο αληθινά πλούσιος, και εδώ και στην αιωνιότητα.