Την εποχή που γεννήθηκε ο Χριστός οι Ρωμαίοι ήσαν κοσμοκράτορες. Κατείχαν όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο. Η κυριαρχία του εκτεινόταν σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, σε μέρος της Ασίας και στη βόρια Αφρική.Αυτό το κρατικό μόρφωμα επέτρεπε την άνετη μεταφορά ιδεών, απόψεων και πεποιθήσεων σε πολλούς και διαφορετικούς λαούς.
Κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στο τέλος Δεκεμβρίου πραγματοποιούσαν εορταστικές εκδηλώσεις αφιερωμένες στον Δία τον οποίο ονόμαζαν Σατούρνο. Οι γιορτές αυτές περιελάμβαναν και οργιαστικές τελετές επίκλησης της γονιμότητας στους ανθρώπους και τα κοπάδια,μια και οι περισσότεροι άνθρωποι ήσαν γεωργοκτηνοτρόφοι.
Όταν επεκράτησε ο Χριστιανισμός, έγινε προσπάθεια οι εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν των αρχαίων Θεών να αντικατασταθούν με παρόμοιες προς τιμήν του θείου Βρέφους. Έτσι τον τέταρτον μ.Χ. αιώνα ο πάπας Ιουλιανός ο Α’, έπειτα από σοβαρές έρευνες καθιέρωσε την εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου, ως ημέρα γεννήσεως του Χριστού.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Η ημέρα αυτή στολίστηκε με πολλές σκέψεις και φορτώθηκε με πλήθος εθίμων. Οι Αζτέκοι μας χάρισαν την γαλοπούλα. Οι Ιταλοί με τον Φραγκίσκο της Ασίζης στόλισαν για πρώτη φορά φάτνη. Οι Κέλτες έστειλαν στους γείτονες τους την πουτίγκα. Οι Βοημοί τις γυάλινες μπάλες.
Στην Αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Δία περιέφεραν κλαδί δρυός ή πεύκου στολισμένο με καρπούς και μεταλλικές μπάλες. Στη γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα και των Ωρών περιέφεραν κλάδους δάφνης. Στις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν τις Αθηνάς τα Πυανέψια, στην Αθήνα, τα αγόρια της πόλης γύριζαν στα σπίτια κρατώντας κλάδους ελαίας από τις ιερές ελιές της Ακαδημίας που τα είχαν στολίσει με λευκό η κόκκινο μαλλί ερίου και το ονόμαζαν Ειρεσιώνη (είρος=έριον) και έψαλλαν τραγούδια ευγενικά και τιμητικά για τους ενοίκους τους σπιτιού ζητώντας την σχετική αμοιβή ακριβώς όπως και σήμερα, τα παιδιά γυρνούν τα σπίτια και ψάλλουν τα κάλαντα.
Αυτό το στολισμένο κλαδί κατά την Βυζαντινή περίοδο έγινε δέντρο, συνήθως πεύκο, μια και αυτό ευδοκιμεί στην περιοχή και αφιερώθηκε στο Χριστό. Στην βόρεια Ευρώπη που μεταφέρθηκε το έθιμο από τους εμπόρους και τους περιηγητές επειδή το έλατο ήταν άφθονο στόλιζαν έλατο. Οι Γερμανοί λένε ότι μια γυναίκα ξυλοκόπου έβαλε πάνω σε ένα έλατο στην μέση ενός ξέφωτου κοντά στο σπίτι της κεράκια για να τα δει ο άνδρας της που είχε χαθεί στο δάσος. Έτσι δημιουργήθηκε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πάνω σε αυτό με τα χρόνια κρεμάστηκαν οι ελπίδες, τα όνειρα και η ανάγκη για τρυφερότητα και επικοινωνία, που αυτές τις μέρες θέλουν να είναι μαζί αγαπημένοι, να είναι καλλίτεροι,να προσφέρουν στους γύρω τους.
Έτσι φτάσαμε στον Ντίκενς, που με τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία του (στην πραγματικότητα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα) συνόψισε το συναισθηματικό νόημα των Χριστουγέννων, παραβλέποντας λίγο την πνευματική και ηθική ουσία της γιορτής, όπου η καλοσύνη δεν επικρατεί από τον φόβο του θανάτου, αλλά την βίωση του δόγματος του Χριστού και την ανάγκη προς τον συνάνθρωπο.
Τέλος στις γιορτές της γέννησης του Χριστού και της έλευσης του νέου χρόνου που όλοι επιθυμούν να είναι παραγωγικός ειρηνικός και γόνιμος, προστέθηκε η μορφή ενός αγίου που προσφέρει δώρα. Σε άλλα κράτη αυτός είναι ο άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων, ο οποίος πολλές φορές τα βράδια έβγαινε μεταμφιεσμένος και πρόσφερε βοήθεια σε όσους είχαν ανάγκη. Σε άλλα κράτη όπως και στο δικό μας, ο φορέας των δώρων είναι ο άγιος Βασίλειος Επίσκοπος Καισαρείας, ο οποίος είχε ανεγείρει στην περιοχή της επισκοπής του, ολόκληρη πολιτεία την Βασιλιάδα για την βοήθεια και περίθαλψη των πασχόντων,των απροστάτευτων, των ασθενών, των γερόντων. Στην Βασιλιάδα υπήρχαν γηροκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία ξενώνες, νοσοκομεία στα οποία υπηρετούσε και ο ίδιος ο Άγιος περιθάλπτοντας τους βαρύτατα ασθενείς και όσους έπασχαν από μολυσματικές ασθένειες.
Ο άγιος Βασίλειος ήταν λεπτός μελαχρινός είχε σπουδάσει την αρχαία ελληνική γραμματεία και φιλοσοφία στις μεγάλες σχολές της Αθήνας και στο πλήθος των συγγραμμάτων, που συνέγραψε προσπάθησε να συγκεράσει την αρχαία σοφία με την χριστιανική πραότητα, ήρεμα και ειρηνικά, δίχως ακρότητες υπερβολές και αντεκδικήσεις. Ονομάστηκε ο Πλάτων του Χριστιανισμού!
Ο άγιος Βασίλειος πέθανε σε ηλικία πενήντα δύο ετών. Η σύνδεση του με τα δώρα την πίτα, που κόβουμε την πρωτοχρονιά και το φλουρί, που βάζουμε σ’αυτήν, έγινε εξ’ αιτίας ενός θρύλου που λέει, ότι κατά την εποχή της Επισκοπίας του την Καισάρεια πολιόρκησε ένας Πέρσης, κατά πολλούς ηγεμόνας. Επειδή η πόλις ήταν απροστάτευτη και ο Άγιος φοβήθηκε τα χειρότερα, ζήτησε από τους πιστούς, μετά το πέρας της λειτουργίας, να προσφέρουν ένα κόσμημα.
Είχε σκοπό να τα δώσει στους πολιορκητές και να του παρακαλέσει να μη καταστρέψουν την πόλη και εξαδραποδίσουν τους κατοίκους. Προσευχήθηκε όλη τη νύχτα στον Θεό και ζήτησε την βοήθεια του. Όταν το πρωί ετοιμάστηκε να συναντήσει τον Πέρση, διεπίστωσε, ότι τα εχθρικά στρατεύματα είχαν αποχωρήσει την νύχτα δίχως να πειράξουν κανένα Κάλεσε το ποίμνιο του, ευχαρίστησαν τον Μεγαλοδύναμο και τους επέστρεψε τα κοσμήματα, που είχαν προσφέρει μέσα σε μικρές πιτούλες, εν είδη αντίδωρου, για να μην δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Σε ανάμνηση αυτής πίτας , φτιάχνουμε εμείς σήμερα τη Βασιλόπιτα.
Δυστυχώς στην Αμερική αρχικά το 1860 ο Τόμας Ναστ και αργότερα ο Χάλτον Σάμπολ το 1931 για λογαριασμό της κόκα κόλα, παριστάνοντας τον Άγιο Βασίλειο δημιούργησαν έναν χοντρό καλοκάγαθο γέρο με γούνες που καμιά σχέση δεν έχει με τον Άγιο και αυτή η εικόνα με την κατάλληλη διαφήμιση, πέρασε στους ανθρώπους. Σήμερα έχει επιζήσει το φολκλορικό μέρος της ιστορίας και έτσι στα περισσότερα μέρη της γης, ασχέτως θρησκεύματος, τα παιδιά στολίζουν δέντρα και περιμένουν τον άγιο να τους φέρει τα δώρα.
Στην Ελλάδα οι διάφοροι τοπικοί σύλλογοι αναβιώνουν έθιμα που έχουν τις ρίζες στη απώτατη αρχαιότητα και περιμένουν ζωντανά μέχρι τον τελευταίο πόλεμο και την εσωτερική μετανάστευση, προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Τότε οι άνθρωποι προσπαθώντας να αποβάλλουν το προσωνύμιο του χωριάτη και θαυμάζοντας τα ευεργετήματα του πολιτισμού, ωραία και μαλακά ρούχα με φωτεινά χρώματα εντυπωσιακά φαγητά με σάλτσες, ένα ηχόχρωμα μελωδικό διαφορετικό, ήχους και μελωδίες απο την εσπερία, ξέχασαν ή αποποιήθηκαν, μετά βδελυγμίας, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου τους. Έτσι σήμερα που ανακαλύπτουν την αξία και την ποιότητα τους προσπαθούν να τα ζωντανέψουν. Δεν είναι όμως το ίδιο. Δεν υπάρχει η λαϊκή ολόψυχη συμμετοχή και η βιωματική γνώση των παλαιοτέρων. Παρόλα αυτά είναι χρήσιμη και ενδιαφέρουσα.
Ας ελπίζουμε ότι θα εξελιχθεί στο μέλλον και θα ανακαλύψει τις βαθιές ρίζες που διαθέτει.
ΤΣΑΓΡΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
ΤΑΜΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ
ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΜΑΡΙΟΥ