Του Μανώλη Γ. Ψαρουδάκη,
Αντιπροέδρου της ΕΣΕΕ – Επιμελητηρίου Ρεθύμνης
Η οικονομική κρίση, και η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που την ακολούθησε, άφησε έντονο το αποτύπωμα της στο λιανικό εμπόριο. Είναι χαρακτηριστικό πως, για την περίοδο 2009-2018 ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου μειώθηκε (σύμφωνα με τα στοιχεία της Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2019 του ΙΝ.ΕΜ.Υ.-ΕΣΕΕ), κατά -28,7%.
Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει τις αναρίθμητες μελέτες και έρευνες που προσπαθούν να συνοψίσουν τις (βαθιά) αρνητικές επιπτώσεις των προγραμμάτων προσαρμογής τόσο στην επιχειρηματικότητα όσο και στην αγορά προϊόντων. Παράλληλα όμως δείχνει και την αποτυχία των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων με παρεμβάσεις όπως αυτές των ενδιάμεσων εκπτώσεων (mid-sales). O θεσμός των ενδιάμεσων εκπτώσεων δεν έχει αποδώσει, ενώ έχει δημιουργήσει σημαντικές στρεβλώσεις που σε καμία περίπτωση δεν καταλήγουν να είναι ευνοϊκές τόσο για την επιχείρηση όσο και για τον καταναλωτή. Επιπρόσθετα, ο θεσμός των ενδιάμεσων εκπτώσεων, (αλλά και εκπτωτικές ημέρες όπως η ‘Black Friday’), φαίνεται να επιδρούν αρνητικά και στις παραδοσιακές εκπτωτικές περιόδους του χειμώνα (Φεβρουάριος) και του καλοκαιριού (Αύγουστος) επηρεάζοντας την ‘κανονικότητα’ της αγοράς.
Τα στοιχεία που μας προσφέρει το ΙΝ.ΕΜ.Υ.-ΕΣΕΕ είναι για μια ακόμα χρονιά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το επιστημονικό Ινστιτούτο της ΕΣΕΕ, οι περισσότερες από τις εμπορικές επιχειρήσεις αποτίμησαν αρνητικά την χειμερινή εκπτωτική περίοδο. Παρότι σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις διαμόρφωσαν το ποσοστό των εκπτώσεων τους μεταξύ 21% και 40%, η κίνηση των εμπορικών καταστημάτων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως θετική. Είναι δηλωτικό πως η πλειονότητα των επιχειρήσεων (περίπου 7 στις 10) κατέγραψε μείωση των πωλήσεων τους σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο με μονάχα το 7% να κινείται σε καλύτερα επίπεδα. Μάλιστα από τις επιχειρήσεις που εμφάνισαν μείωση των πωλήσεων τους σε συγκριτικά με το 2019, το 39% κατέγραψε μείωση των πωλήσεων τους έως και 20% ενώ το 40% παρουσίασε συρρίκνωση εργασιών από 21% έως 40%. Ενδεικτικό της προβληματικής εικόνας είναι ότι το 14% των εμπορικών επιχειρήσεων κατέγραψε μείωση του τζίρου του (σε σχέση πάντα με το 2019) πάνω από 41%. Τα στοιχεία αυτά τεκμηριώνουν την προβληματική εικόνα της σημαντικότερης εκπτωτικής περιόδου και αναδεικνύουν την σημασία των παρεμβάσεων στον θεσμό των εκπτώσεων. Είναι χαρακτηριστικό πως ο κλάδος της ένδυσης –υπόδησης, παραδοσιακός κλάδος της χειμερινής εκπτωτικής περιόδου, δέχθηκε ισχυρότατες πιέσεις παρότι συχνά προχώρησε σε εκπτώσεις μεγαλύτερες του 40%!
Αναμφίβολα, η χειμερινή εκπτωτική περίοδος επηρεάστηκε από σημαντικούς παράγοντες που σχετίζονται με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Για παράδειγμα η αρνητική επίδραση της μείωσης των ‘δώρων’ στο δημόσιο τομέα αλλά και η διανομή του κοινωνικού μερίσματος σε λιγότερα νοικοκυριά φαίνεται πως επηρέασε αρνητικά τόσο τις πωλήσεις της εορταστικής περιόδου όσο και εκείνες της περιόδου των χειμερινών εκπτώσεων. Παράλληλα, η υπερ-φόρτωση των φορολογικών υποχρεώσεων στο τέλος του έτους (τέλη κυκλοφορίας, τελευταίες δόσεις φόρου εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ κλπ.) συρρικνώνει το διαθέσιμο εισόδημα και επιδρά αρνητικά στην ενεργό ζήτηση.
Ειδικότερα στην Κρήτη, οι συνέπειες της καταστροφικής ελαιοκομικής περιόδου (μείωση της παραγωγής κατά 40% σύμφωνα με τα νέα στοιχεία) που μείωσαν το διαθέσιμο εισόδημα των παραγωγών φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά το οικονομικό οικοσύστημα του νησιού ασκώντας σημαντική επίδραση στον κύκλο εργασιών των εμπορικών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό οι αποζημιώσεις που διεκδικούνται από τους παραγωγούς ίσως να μετριάσουν τα αρνητικά αποτελέσματα στην αγορά.
Όμως πέρα από την όποια συζήτηση για την τόνωση των διαθέσιμων εισοδημάτων είναι πλέον ξεκάθαρο πως ο θεσμός των εκπτώσεων απαιτεί δομικές απλοποιήσεις. Όπως έχουμε κατ’ επανάληψη επισημάνει η κατάργηση των ενδιάμεσων εκπτώσεων και η καθιέρωση δυο εκπτωτικών περιόδων στο τέλος της χειμερινής και της θερινής περιόδου θα δώσει τη δυνατότητα γενναίων εκπτώσεων στις εμπορικές επιχειρήσεις ώστε να πωληθεί το stock λόγω τέλους εποχής λειτουργώντας προς όφελος των καταναλωτών. Ένα μέτρο που δεν έχει δημοσιονομικό κόστος για την κυβέρνηση και μπορεί να λειτουργήσει ως μέτρο καλής θέλησης στη δύσκολη περίοδο που διαφαίνεται ότι μας περιμένει (βλ. κορονοϊός).