Τις επόμενες μέρες οι Σύλλογοι Διδασκόντων καλούνται να συμμετέχουν, για πρώτη φορά, σε μια διαδικασία για την επιλογή των Διευθυντών των σχολικών μονάδων.
Η ψήφος του Συλλόγου θα προσμετράται κατά 33% επί του συνόλου των μορίων που μπορούν να συγκεντρώσουν οι ενδιαφερόμενοι εκπαιδευτικοί για Διευθυντές. Σε επόμενη φάση οι νέοι Διευθυντές των σχολικών μονάδων και οι νέοι υποδιευθυντές που θα επιλεγούν, ως είθισται, εξ’ ολοκλήρου από τον Σύλλογο, θα συμμετέχουν σε αντίστοιχη ψηφοφορία για την επιλογή του νέου Διευθυντή Δευτεροβάθμιας.
Ως Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Ρεθύμνου από πολύ νωρίς και δημόσια είχαμε εκφράσει τους προβληματισμούς μας όσον αφορά τη νέα αυτή ρύθμιση. Το γεγονός πως για άλλη μια φορά τα τυπικά προσόντα είναι αυτά που κυριαρχούν στη μοριοδότηση, ακόμα και κόντρα στη βούληση του Συλλόγου, ότι το καθηκοντολόγιο και οι αρμοδιότητες του Διευθυντή δεν αλλάζουν, με αποτέλεσμα ο Σύλλογος να έχει λόγο στην επιλογή αλλά να μην ασκεί από κει και πέρα κανέναν έλεγχο στον Διευθυντή και τέλος ότι κανένας ουσιαστικός διάλογος δεν προηγήθηκε με την εκπαιδευτική κοινότητα, είναι κάποια από τα σημαντικά προβλήματα της όλης διαδικασίας. Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν αναιρούν το γεγονός ότι έχει γίνει ένα θετικό βήμα σε σχέση με το αποδεδειγμένα διαβλητό σύστημα επιλογής που ίσχυε όλα τα προηγούμενα χρόνια, το οποίο αναπαρήγαγε την ευνοιοκρατία, προωθούσε τις πελατειακές και τις κομματικές εξυπηρετήσεις. Καλούμε, λοιπόν, τους συναδέλφους να αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία.
Εδώ χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε πως ως Δ.Σ. της ΕΛΜΕΡ θεωρούμε πως οι συνάδελφοι δε χρειάζονται υποδείξεις όσον αφορά τις επιλογές τους. Γι’ αυτό τον λόγο, μένουμε μακριά από σενάρια ονοματολογίας και πριμοδότησης συγκεκριμένων υποψηφίων Διευθυντών Σχολείων ή/και Διευθυντών Δευτεροβάθμιας. Θεωρούμε πως οι συνάδελφοι και οι Σύλλογοι Διδασκόντων έχουν την ωριμότητα και την υπευθυνότητα να εκτιμήσουν το συνολικό πλαίσιο, όσο και τις ιδιαιτερότητες του σχολείου τους και να διαμορφώσουν την ατομική και συλλογική τους στάση. Άλλωστε οι δημοκρατικές διαδικασίες από μόνες τους πρέπει να είναι ευκαιρία χειραφέτησης και καλλιέργειας μιας καλύτερης συνείδησης.
Αυτό όμως που οφείλουμε από τη μεριά μας να κάνουμε είναι να θέσουμε κάποια κριτήρια με βάση τα οποία θεωρούμε πως οι συνάδελφοι πρέπει να κάνουν τις επιλογές τους. Βασικά κριτήρια επιλογής χρειάζεται να είναι:
Η δημοκρατική διοίκηση και η συναδελφικότητα: Χρειάζεται να υποστηριχθούν συνάδελφοι που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους σαν κομμάτι από το σώμα των εκπαιδευτικών και όχι σαν κάτι ξεχωριστό και αφ’ υψηλού. Που με τη δουλειά τους και το συλλογικό πνεύμα τους λειτουργούν σαν φυσική ηγεσία, σαν θετικά παραδείγματα για όλους μας και όχι σαν Διοικητές σε λόχο αγγαρείας. Που θα υποστηρίζουν τη δουλειά και τον ρόλο των συναδέλφων και θα λειτουργούν με δημοκρατικό και ενοποιητικό τρόπο στις όποιες αντιθέσεις προκύπτουν. Που θα σέβονται και θα προάγουν τις δημοκρατικές διαδικασίες σε επίπεδο καθηγητών αλλά και μαθητών.
Η αναγνώριση του αποφασιστικό ρόλου του Συλλόγου. Χρειάζεται να υποστηριχθούν συνάδελφοι που αναγνωρίζουν τον Σύλλογο Διδασκόντων ως κυρίαρχο όργανο του σχολείου σε όλα τα ζητήματα λειτουργίας της σχολικής μονάδας, σε διοικητικά, εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά ζητήματα. Που θέτουν την υλοποίηση των συλλογικών αποφάσεων σαν προτεραιότητα και πρωταρχικό μέλημά τους.
Η υπεράσπιση της Δημόσιας εκπαίδευσης. Χρειάζεται να υποστηριχθούν συνάδελφοι που επιδεικνύουν στάση διεκδίκησης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων των συναδέλφων και των μορφωτικών αναγκών των μαθητών. Που δε θα διστάσουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Διοίκηση, στην περίπτωση που τους ζητηθεί να υλοποιήσουν πολιτικές που καταστρατηγούν συλλογικές κατακτήσεις του κλάδου ή που απειλούν τον χαρακτήρα της Δημόσιας και Δωρεάν Εκπαίδευσης. Που θα αγωνίζονται μαζί με το σωματείο και τους συναδέλφους για την επίτευξη των στόχων του εκπαιδευτικού κινήματος.
Με την ίδια λογική χρειάζεται οι συνάδελφοι να μην νομιμοποιήσουν με την επιλογή τους υποψηφίους που έχουν δείξει αυταρχική, αντιδημοκρατική και αντισυναδελφική συμπεριφορά και με κάθε είδους εκβιασμούς επιχείρησαν να καταστρατηγήσουν τη θέληση των Συλλόγων Διδασκόντων, ειδικά στην περίοδο που ο κλάδος αντιστεκόταν στην αξιολόγηση. Υποψήφιοι που αποδεδειγμένα ακυρώνουν ή διαιρούν τους συναδέλφους, που εκδηλώνουν απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι σε εκπαιδευτικούς, μαθητές αλλά και αρνητική στάση απέναντι σε συλλογικές αποφάσεις, δεν χωρούν στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Εκπαίδευσης.
Η εκλογή των Διευθυντών των σχολικών μονάδων από τους Συλλόγους Διδασκόντων αναμφίβολα αποτελεί μια δημοκρατική τομή που μπορεί να αποτελέσει εργαλείο στα χέρια των εκπαιδευτικών για πιο ελεύθερα και δημοκρατικά σχολειά. Ακόμα όμως και ο πιο δημοκρατικός τρόπος επιλογής των Διευθυντών λίγα μπορεί να βελτιώσει όσο δεν αλλάζει το αυταρχικό θεσμικό πλαίσιο του καθηκοντολογίου αλλά και όσο δεν επιλύονται τα χρόνια ζητήματα της υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης της Δημόσιας εκπαίδευσης. Για τα τελευταία χρειάζεται ως εκπαιδευτικό κίνημα να παραμείνουμε στις επάλξεις.