ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑ

Ένας χρόνος Τέμπη: Τρεις συγκλονιστικές μαρτυρίες συγγενών

Γράφει ο Πασχάλης Κορωναίος

Ένα χρόνο μετά την τραγωδία των Τεμπών, οι συγγενείς των 57 θυμάτων ξεχειλίζουν από οργή. Είναι πεπεισμένοι ότι από την πρώτη στιγμή, Δικαιοσύνη και Κυβέρνηση κινούνται σε ρότα για συγκάλυψη του εγκλήματος. Αλλά δεν το βάζουν κάτω, δηλώνουν με κάθε τρόπο ότι δεν πρόκειται να κάνουν πίσω μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη.

«Η δικαίωση θα έρθει για όλους μας» λέει η Μαρία Καρυστιανού. «Η Δικαιοσύνη είναι καθοδηγούμενη», διαπιστώνει ο Παύλος Ασλανίδης. «Δεν μπορεί να μην καταλήξουμε σ’ ένα αποτέλεσμα δικαίωσης», ελπίζει η Σμαρώ Οικού. Οι μαρτυρίες τους συγκλονίζουν. Μιλούν στο iEidiseis για αυτούς που έχασαν, για όσα έζησαν όλους αυτούς τους 12 μήνες χωρίς τους δικούς τους ανθρώπους, για τις ευθύνες της κυβέρνησης, για την κωλυσιεργεία από τη Δικαιοσύνη, για τη συγκάληψη του εγκλήματος, αλλά και για τη δικαίωση που μάχονται για να έρθει. Σε αυτή ελπίζουν.

«Η δικαίωση θα έρθει για όλους μας. Όλοι θα μπορούσε να ‘μαστε σε αυτό το τρένο», λένε.

Τέμπη – 28 Φεβρουαρίου 2023: Η μέρα που σταμάτησε ο χρόνος

Η Μαρία Καρυστιανού θυμάται εκείνη την ημέρα που γράφτηκε η τραγωδία και αναζητούσε την κόρη της. «Λειτουργούσα χωρίς να σκέφτομαι. Σταμάτησε ο χρόνος στον κυριολεξία. Θυμάμαι ότι όλες μου οι κινήσεις και οι σκέψεις ήταν μηχανικές. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι έχει συμβεί. Ελπίζαμε ότι θα υπάρχουν μόνο τραυματίες. Ελπίζαμε να είμαστε στη λίστα των τραυματιών…».

«Εκεί είναι μόνο ο ανθρώπινος ο πόνος, είναι η απόγνωση, η απελπισία της συμφοράς. «Τι μου συνέβη», το παιδί μου… Δεν θα τη δω, δεν θα την ξαναδώ, δεν θα ακούσω τη φωνή της, τα πάντα…», λέει και δυσκολεύεται να συγκρατήσει τους λυγμούς.

«Δεν είδαμε τον Δημήτρη ξανά», λέει και ξαναλέει ο Παύλος Ασλανίδης για τον 27χρονο γιο του. «Πήγαμε στο νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη – δεν ήταν στη λίστες… Πήγαμε ξημερώματα στη Λάρισα, ούτε εκεί ήταν στις λίστες. Αργά το μεσημέρι ήρθε το επιτελείο της κυβέρνησης και μας είπαν ότι θα γίνει με dna η ταυτοποίηση. Κι έγινε η ταυτοποίηση τρεις μέρες μετά. Κι όταν ζήτησα επίσημα χαρτιά, μου είπανε όχι ακόμα – θα τα πάρετε από τα γραφεία τελετών που συνεργαζόμαστε». Και συνεχίζει:

«Δεν ξαναείδαμε τον Δημήτρη. Έφυγε ένα παλικάρι από σπίτι και γύρισε – μετά από μία βδομάδα – ένα χαρτί που έγραφε «θάνατος – πλήρης απανθράκωση». Δεν το πίστεψα ποτέ! Εξαφάνισαν τον Δημήτρη κι άλλα 28 παιδιά που ήταν στο κυλικείο του τρένου».

Η Σμαρώ Οικού έχασε τον 28χρονο αδελφό της. Μηχανοδηγός στα τρένα ήταν. Από μια σειρά συμπτώσεων που στάθηκαν μοιραίες βρέθηκε στο τρένο ως επιβάτης. «Εκείνο το βράδυ, ο αδελφός μου ήταν να ακολουθήσει ένα εντελώς διαφορετικό δρομολόγιο. Ήταν να βρίσκεται στη Φλώρινα και, τελευταία στιγμή, του άλλαξαν δρομολόγιο, να δοκιμάσει ένα καινούργιο τρένο, ένα ”Ασημένιο Βέλος”. Και με διάφορες καθυστερήσεις που είχε στα δρομολόγια εκείνη την ημέρα, βρέθηκε να γυρνάει επιβάτης σε αυτό το τρένο. Έχασε για 7-8 λεπτά τον Προαστιακό».

A.P. Photo/Giannis Papanikos

Τα πρώτα σημάδια συγκάλυψης του εγκλήματος

«Πήγα στον χώρο για να αφήσω κάποια λουλούδια, την πέμπτη ημέρα (σ.σ. μετά τη σύγκρουση των τρένων). Ήταν Κυριακή. Και είδα τον χώρο αλλοιωμένο – άρχιζα να φωνάζω. Άρχισα να καταλαβαίνω τι πάει να γίνει. Άρχισα να βλέπω ότι πάνε να συγκαλύψουν», περιγράφει η Μαρία Καρυστιανού.

«Ούτως ή άλλως ήταν κάτι που φοβόμασταν και υποψιαζόμαστε να απ’ την αρχή γιατί έτσι έχουμε συνηθίσει να γίνεται: Ότι οι πολιτικοί έχουν και το ακαταδίωκτο και το ατιμώρητο μαζί. Ότι δεν πρόκειται κανένας να τους ζητήσει καν το λόγο», τονίζει με έντονη αγανάκτηση. Τι είχε συμβεί, λοιπόν, από την πέμπτη κιόλας ημέρα μετά το δυστύχημα στα Τέμπη;

«Την πέμπτη ημέρα είδα έναν χώρο εντελώς αλλοιωμένο, χωρίς καν εμείς να έχουμε βάλει τους δικούς μας πραγματογνώμονες, χωρίς να γνωρίζουμε αν έχουν πάει οι πραγματογνώμονες, όλες οι ειδικότητες προκειμένου να γίνει η έρευνα όπως θα έπρεπε να γίνει», εξηγεί. Και τότε, μαζί με το πένθος «ξεκίνησε για μας μια απίστευτη αγωνία και μια αίσθηση ότι το θέμα θα κουκουλωθεί. Δυστυχώς δεν πέσαμε έξω – έτσι έγιναν τα πράγματα. Και οι μετέπειτα ενέργειες από την πλευρά του ανακριτή και των εισαγγελέων, και η στάση του Αρείου Πάγου, δείχνουν μόνο αυτό».

Η Σμαρώ Οικού μιλά για «ένα κυκεώνα εδώ και 12 μήνες για όλους τους συγγενείς. Εμείς δεν είχαμε ποτέ χρόνο για να πενθήσουμε. Παρά πρέπει να τρέχουμε συνεχώς στον Ανακριτή, να μαζεύουμε στοιχεία, να προσπαθούμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι της συγκάλυψης που έχει τυλιχθεί γερά γύρω από την υπόθεσή μας».

«Η συγκάλυψη ξεκίνησε από την πρώτη μέρα», διαπιστώνει και ο Παύλος Ασλανίδης. «Για να μην μάθουμε ποτέ τι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία. Με την έκρηξη δεν ασχολήθηκε κανένας. Τις πρώτες 15 μέρες δεν πήγαν οι εισαγγελείς στη Λάρισα για να ζητήσουν τις κασέτες (σ.σ. συνομιλίες) από τη Θεσσαλονίκη στην εμπορική αμαξοστοιχία, τι φορτώθηκε… Μετά το διαγράψανε… Εμείς κάναμε αίτημα για το αρχείο να βρεθεί… Πέρασαν 8 μήνες τώρα ακόμα δεν μας έχουν απαντήσει».

«Έχουμε μπροστά μας μία συγκάλυψη την οποία έχουμε αποφασίσει να την κυνηγήσουμε με κάθε μέσο και τρόπο. Θα μας βρουν μπροστά τους», δηλώνει και η Σμαρώ Οικού.

Το μπάζωμα από τον Περιφερειάρχη Αγοραστό

Η ελληνική πραγματικότητα θέλει το κράτος να κινείται γραφειοκρατικά και με αργούς ρυθμούς. Αλλά αμέσως μετά τη σύγκρουση των τρένων, ορισμένες διαδικασίες έτρεχαν γρήγορα. Ύποπτα γρήγορα, όπως διαπιστώνουν οι συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών. Σαν να ήθελαν να καλύψουν ίχνη.

«Έγιναν εγκληματικά λάθη», υπογραμμίζει η Σμαρώ Οικού. «Μπάζωμα του χώρου τις πρώτες επτά μέρες: Μετατράπηκε ένας χώρος – αγρός σε γήπεδο. Δεν είχε κανένα λόγο να παρέμβει η περιφέρεια σε αυτό. Εξ ου και εμείς από την πρώτη στιγμή κατηγορήσαμε τον Περιφερειάρχη Αγοραστό. Δεν μπορέσαμε να πάρουμε ποτέ τα δείγματα που πρέπει. Αφαιρέθηκε ένα μέτρο χώμα. Και μετά επιχωμάτωση. ασφαλτόστρωση, και το εκκλησάκι από πάνω. Χωρίς να έχουν πάει οι πραγματογνώμονες και οι δικοί μας οι χημικοί, ο χώρος είχε μπαζωθεί και είχε αλλοιωθεί τελείως», τονίζει και προσθέτει:

«Γίνανε όλα πάρα πολύ γρήγορα. Ύποπτα γρήγορα».

«Πήγε ο Τριαντόπουλος με τον Αγοραστό και σε μία νύχτα έδωσαν 700 χιλιάρικα για να πάνε τα μηχανήματα και να σηκώσουν – υποτίθεται – μόνο τα βαγόνια. Και αυτοί δεν σήκωσαν τα βαγόνια για να κάνουν – υποτίθεται – έρευνα. Πήγαν και τα πετάξανε χωρίς εισαγγελική άδεια. Αυτά δεν γίνονται ούτε στην Κολομβία. Πήγανε και τα πετάξανε σε ένα οικόπεδο ιδιοκτησίας του ΟΣΕ έξω από τη Λάρισα, σε μία περιοχή που λέγεται Κουλούρι», επισημαίνει ο Παύλος Ασλανίδης.

Για να μάθουν τελικά ποιος έδωσε την εντολή να μπαζωθεί ο χώρος του εγκλήματος, οι συγγενείς χρειάστηκε να κάνουν τη δική τους έρευνα. Επέμειναν παρότι βρίσκονταν μπροστά σε κλειστές πόρτες.

«Εμείς βρήκαμε ότι ο κύριος Αγοραστός ήταν αυτός ο οποίος έκανε την αλλοίωση του χώρου», δηλώνει οργισμένη η Μαρία Καρυστιανού. «Όταν ζητούσαμε από τον Ανακριτή να μας πει ποιος το έκανε, δεν ήξερε και ούτε ήθελε να μπει στη διαδικασία να το ψάξει. Εμείς μόνοι μας βρήκαμε το όνομα του κυρίου Αγοραστού. Και στη συνέχεια, πηγαίναμε και ζητούσαμε από τον Ανακριτή να τον καλέσει να δώσει εξηγήσεις.

Εμείς μόνοι μας βρήκαμε το χώρο στον οποίο μετέφεραν τα βαγόνια και τα χώματα με τα υπολείμματα των ανθρώπων μας. Δεν υπάρχει καν το χαρτί αυτό στη δικογραφία – εμείς το βρήκαμε. Εμείς, λοιπόν, κάναμε και τους ερευνητές. Και κάναμε μετά εξώδικα, μηνύσεις και αγωγές… Ο ανακριτής δεν ξέρω τι έκανε. Πώς να περιγράψω τη δική του την έρευνα; Νομίζω ότι έκανε το λιγότερο δυνατό που μπορούσε».

Το φιάσκο με την Εξεταστική Επιτροπή για τα Τέμπη

«Η Εξεταστική Επιτροπή ήταν μια επιβεβαίωση του τι εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Είναι απογοητευμένοι όλοι οι συγγενείς. Η Εξεταστική Επιτροπή ήταν, ας πούμε, κι ένα φιάσκο», όπως διαπιστώνει η Σμαρώ Οικού. «Πρακτικά, δεν κλήθηκαν να καταθέσουν μάρτυρες – ”κλειδιά” στην υπόθεση. Άνθρωποι που γνώριζαν πολύ καλά τον σιδηρόδρομο. Όπως ο κ. Γενηδούνιας, ο πρόεδρος των μηχανοδηγών. Είχαν κατατεθεί τόσα εξώδικα και δεν πήγε ο πρόεδρος των μηχανοδηγών να πει τα θέματα που υπήρχαν στον σιδηρόδρομο;». Και δεν ήταν ο μόνος που δεν κλήθηκε στην Εξεταστική για τα Τέμπη.

«Κόψανε πάρα πολλούς μάρτυρες, που είχαν προταθεί από την αντιπολίτευση. Εμείς οι συγγενείς, ζητήσαμε να αναβληθεί η Εξεταστική Επιτροπή, με απώτερο σκοπό να προλάβει ο ανακριτής να ολοκληρώσει όλη την ανακριτική διαδικασία ώστε να μπορέσει να διαβιβαστεί στη Βουλή η δικογραφία. Έτσι ώστε να έχουν όλα τα στοιχεία οι βουλευτές που θα έκριναν για να βγάλουν ένα πόρισμα. Αυτό, όμως, δεν έγινε δεκτό», εξηγεί και προσθέτει:

«Αποτέλεσμα αυτού ήταν να φτάσουμε στο τέλος μιας Εξεταστικής Επιτροπής με μισά στοιχεία, με μισές μαρτυρίες ή με μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν διατελέσει μια 20ετία πριν σε κάποια θέση, αλλά δεν μας βοηθάνε. Δηλαδή, οι πληροφορίες του σιδηροδρόμου του 2000 είναι παντελώς άχρηστες στην υπόθεσή μας. Γιατί ο σιδηρόδρομος του 2000 δεν έχει καμία σχέση με τον σιδηρόδρομο του 2023».

Ακόμη, επισημαίνει ότι αρνήθηκαν να γίνει προανακριτική επιτροπή. «Ο Καραμανλής δεν βρέθηκε ποτέ προ των ευθυνών του. Και φυσικά όλο αυτό, όλη αυτή η φαρσοκωμωδία, με έναν πρόεδρο εξεταστικής, τον Μαρκόπουλο να μας εμπαίζει μεσ’ τα μούτρα μας λέγοντάς ότι το διασκεδάζει η εξεταστική επιτροπή διότι είναι και γουρουλίδικη! Δεν είναι μια οποιοδήποτε εξεταστική επιτροπή: Εξετάζει τον θάνατο 57 αθώων ανθρώπων που πήραν ένα μέσο σταθερής τροχιάς. Οι 30 εξ αυτών άνθρωποι κάτω από 30 ετών. Ως οικογένειες νιώσαμε ότι μας προσβάλλει πάρα, πάρα, πάρα πολύ».

Και στέκεται ιδιαίτερα στην κατάθεση του πρώην υπουργού Μεταφορών Κ. Καραμανλή, επί των ημερών του οποίου συνέβη το έγκλημα στα Τέμπη:

«Κρεσέντο ήταν οι δηλώσεις του Κ. Καραμανλή – η κατάθεση ήταν τουλάχιστον εξοργιστική. Η όλη στάση του, προσωπικά, οικογενειακά, αν μπορώ να σας πω και στο σύνολο το συγγενών, μας εξόργισε. Ήταν υπεροπτικός, τελείως αλαζόνας – είχε βγει και στην αντεπίθεση. Δηλαδή, το όλο του ”φιζίκ” ήταν ενός ανθρώπου που μας κουνούσε και το δάχτυλο γιατί πήραμε αυτό το μέσο. Δεν αρμόζει σε έναν πρώην υπουργό τέτοια συμπεριφορά και έναν υπουργό που ένα χρόνο πριν έβγαινε με δάκρυα στα μάτια. Κροκοδείλια δάκρυα…».

«Δεν μπορεί να μπαίνουν στις Εξεταστικές και να μας πουλάνε το δάχτυλο, να μας ειρωνεύονται και να μας χλευάζουν άνθρωποι που δολοφόνησαν τα παιδιά μας», συμπληρώνει ο Παύλος Ασλανίδης.

«Δικαιοσύνη και κυβέρνηση αδιαφορούν»

«Η Δικαιοσύνη ήταν αδιάφορη στις δικές μας καταγγελίες», συνεχίζει η Μαρία Καρυστιανού. «Μας απαντούσε ότι δεν είναι έτσι όπως πιστεύουμε, ότι όλα είναι καλά. Δηλαδή, καθησυχαστικές κουβέντες χωρίς νόημα, χωρίς ουσία. Δεν ξέρω σε ποιους νόμισαν ότι απευθύνονται. Δεν ξέρουν ότι ο καθένας θα καταλάβαινε τα ατοπήματα και τις παρανομίες στις οποίες υπέπεσαν; Είναι δυνατόν να αλλοιώνεται ένας χώρος ο εγκλήματος και να ακούμε μετά: Μην ανησυχείτε όλα έχουν γίνει καλά και δείξτε εμπιστοσύνη! Αν είναι δυνατόν! Γιατί όταν εμείς ζητούσαμε αποδείξεις για αυτά που λέγανε, δεν είχανε τίποτα να μας να μας δώσουν – καμία απόδειξη».

Ένα χρόνο μετά την τραγωδία στα Τέμπη είναι πολλά όσα δεν έχουν γίνει. Η Μαρία Καρυστιανού απαριθμεί μερικά από αυτά:

«Δεν βρίσκονται προφυλακιστέοι οι άμεσα υπεύθυνοι. Δεν έχει γίνει αναβάθμιση του κατηγοριών σε κακουργήματα με ενδεχόμενο δόλο. Δεν έχει γίνει αυτό που έπρεπε να γίνει. Δεν έχει γίνει αυτό που θα γινότανε αν αυτό το έγκλημα αφορούσε απλούς πολίτες».

«Η κυβέρνηση παραμένει αδιάφορη», λέει, όπως «και ο Άρειος Πάγος παραμένει αδιάφορος. Δηλαδή, παραμένουν στην ίδια πορεία που είχε χαραχθεί από την αρχή: Ότι φταίει το ανθρώπινο λάθος, αυτός είναι ο κύριος παράγοντας – οι υπόλοιποι φταίνε ελάχιστα και παραμένουν σε αυτό», σημειώνει για να προσθέσει:

«Αισθάνθηκα ντροπή και πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ο Ανακριτής να έχει κατηγορήσει σε βαθμό πλημμελήματος τον κύριο Αγοραστό, ο οποίος αλλοίωσε το χώρο ενός εγκλήματος. Αυτό είναι κακούργημα, είναι κακουργηματική πράξη. Το ίδιο συνέβη και για τον εκπρόσωπο της Hellenic Train. Έπρεπε με τη διαδικασία του αυτοφώρου να είναι προφυλακισμένος από το πρώτο 24ωρο γιατί είναι η εταιρεία που έκοβε τα εισιτήρια και έβαζε μέσα στο τρένο τον κόσμο ενώ γνώριζε ότι μπορεί να συμβεί ατύχημα».

Δεν είναι δυνατόν μετά από ένα χρόνο να ασχολείσαι να τον εκπρόσωπο της Hellenic Train και να τον κατηγορείς για πλημμέλημα. Είναι ντροπή! Η εντύπωση είναι ότι αυτές οι κινήσεις γίνονται απλά και μόνο για να δείξουν ότι κάτι κάνουν, Κάνουν το λιγότερο απ’ ό,τι μπορούν. Νομίζουν ότι εμείς θα το δεχτούμε αυτό; Όχι δεν θα το δεχτούμε! Και το έχουμε πει απ’ την αρχή ότι αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αν δεν πάνε σωστά και έτσι όπως πρέπει στην Ελλάδα, θα ακολουθήσουν τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια. Στα οποία, βέβαια, οι κατηγορούμε θα είναι πολύ περισσότεροι από ό,τι τα στην αρχή. Και θα συμπεριλαμβάνονται όλοι όσοι έχουν προσπαθήσει να συγκαλύψουν το έγκλημα».

«Είναι κρίμα σε ένα υποτιθέμενο Κράτος Δικαίου οι άνθρωποι που βιώνουμε τέτοιες απώλειες – ένα έγκλημα, να βιώνουμε και ένα δεύτερο έγκλημα: Αυτό της συγκάλυψης», συμπληρώνει η Σμαρώ Οικού. «Τίποτα δεν θα φέρει τίποτα τους ανθρώπους μας πίσω. Τίποτα! Αυτό θα θέλαμε, αλλά δεν μπορούμε. Από κει και πέρα, δεν μπορεί να μην καταλήξουμε και σ’ ένα αποτέλεσμα δικαίωσης».

«Δεν θα αφήσουμε αυτό το έγκλημα χωρίς τιμωρία»

«Μας πληγώνει απίστευτα τρόπος που πραγματικά η Δικαιοσύνη μας αντιμετωπίζει. Μας πληγώνει πάρα πολύ και μας κρατάει μονίμως θυμωμένους», τονίζει η Μαρία Καρυστιανού. «Είναι πολύ άδικο να μην μπορούμε να πενθήσουμε τους ανθρώπους μας με την ηρεμία που θα έπρεπε να έχουμε. Κανείς δεν θα ήθελε να του έχει συμβεί. Να βιώνει και το πένθος, και ταυτόχρονα αυτή την αίσθηση της συγκάλυψης. Ότι θα μείνουν οι ένοχοι ατιμώρητοι», σημειώνει η Μαρία Καρυστιανού. Αλλά είναι και κάτι περισσότερο, που δεν αφορά μόνο τους συγγενείς:

«Αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι η ο ευτελισμός της αξίας ανθρώπινης ζωής. Όταν λέμε ότι η ζωή των παιδιών μας άξιζε όσο ένα εισιτήριο και δεν έχει καμία υπερβολή. Ειδικά αν αναλογιστούμε ότι και τώρα που μιλάμε ο σιδηρόδρομος λειτουργεί υπό τις ίδιες συνθήκες. Μπαίνουν άνθρωποι μέσα χωρίς να υπάρχουν συστήματα ασφαλείας σε λειτουργία. Άρα, ποια είναι η αξία του ανθρώπου για την κυβέρνηση σήμερα και για τους υπουργούς;»

«Δεν υπάρχει περίπτωση εμείς να αφήσουμε το συγκεκριμένο έγκλημα χωρίς τιμωρία», τονίζει και αυτό λένε με κάθε τρόπο οι συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών.

«Δεν μπορεί κάποιος να μην αναλάβει τις ευθύνες. Και όταν λέω κάποιος δεν εννοώ τον σταθμάρχη», τονίζει η Σμαρώ Οικού. «Αυτά είναι αστεία πράγματα. Δεν μπορούμε να ζητάμε ευθύνες απλά από έναν άνθρωπο. Και δεν μπορεί η ζωή των πολιτών να εξαρτάται από το αν ένας άνθρωπος θα κάνει καλά τη δουλειά του. Ο τρόπος είναι να έχουμε συστήματα ασφαλείαςμ γιατί ανθρώπινα λάθη σε όλα τα επαγγέλματα γίνονται, πόσο μάλλον όταν αφορά σε τα μέσα μεταφοράς».

«Είναι τόσο μεγάλος ο πόνος και γίνεται πολύ χειρότερος. Θα ήταν κάπως πιο εύκολα για μας, αν τα πράγματα κυλούσαν ομαλά», αναφέρει η Μαρία Καρυστιανού. «Αν είχαμε την αίσθηση ότι θα υπάρξει έστω Δικαιοσύνη – είναι το ελάχιστο. Και εμείς για αυτό το ελάχιστο πασχίζουμε, δίνουμε την ψυχή μας, ό,τι έχει απομείνει. Και ελπίζουμε ακριβώς επειδή έχουμε το δίκιο, επειδή το θέλουμε τόσο πολύ, θα το πετύχουμε. Και θα τους δικαιώσουμε. Όχι μόνο για μας, για όλους μας.

Γιατί βλέπετε πώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κοινωνία, πώς εκτιμά την ανθρώπινη ζωή, πώς εκτιμά τον κάθε πολίτη, την αξιοπρέπειά του, τη ζωή του την ίδια. Η δικαίωση θα έρθει για όλους μας. Όλοι θα μπορούσε να ‘μαστε σε αυτό το τρένο».