O Νίκος Ψιλάκης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει τιμηθεί με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το έργο του «Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης» και με το βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» για την προσφορά του στα γράμματα. Έχει επιμεληθεί το σενάριο και την έρευνα για περισσότερα από ογδόντα ντοκιμαντέρ στην κρατική τηλεόραση (1986-1993) με λαογραφικό ή γενικότερα πολιτιστικό περιεχόμενο. Έχει επιπροσθέτως διατελέσει συντάκτης και συνεργάτης εφημερίδων, εκδότης περιοδικού, διευθυντής σύνταξης καθημερινής εφημερίδας, σύμβουλος έκδοσης περιοδικών, επιμελητής επιστημονικών εκδόσεων και τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια επιμελείται και παρουσιάζει τρίωρη καθημερινή ραδιοφωνική εκπομπή. Έχει επίσης πραγματοποιήσει δώδεκα εκθέσεις φωτογραφίας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.
Στα ιστορικά του μυθιστορήματα, ο συγγραφέας έχει μιλήσει για τη ναζιστική κατοχή της Ελλάδας και για τους εβραίους της Κρήτης, για την πολιορκία του Χάνδακα από τα οθωμανικά στρατεύματα κατά τον 17ον αιώνα, όπως και για την κρητική κοινωνία της δεκαετίας του 1950. Στην πρόσφατη μυθοπλασία του, που κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Η κραυγή των απόντων», από τις εκδόσεις Καρμάνωρ, το θέμα του είναι ένας Έλληνας φαντάρος που εγκλωβίζεται κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Γκαίρλιτς της γερμανικής Σιλεσίας. Το στρατόπεδο του Γκαίρλιτς έχει απασχολήσει και τον Θανάση Πέτρου στο εικονογραφημένο του μυθιστόρημα «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» (Ίκαρος, 2020), ένα βιβλίο με ώριμο και καλλιτεχνικά προωθημένο σχέδιο, διεξοδική ιστορική έρευνα και ιδεολογική μετριοπάθεια, μακριά από την οποιαδήποτε πολιτική ή εθνική ρητορεία. Το ίδιο μετριοπαθής, απροκατάληπτος (και με εδραία ιστορική συνείδηση) αποδεικνύεται ο Ψιλάκης στο δικό του βιβλίο, το οποίο εστιάζει την προσοχή του στον Εθνικό Διχασμό, αλλά επεκτείνεται, χρησιμοποιώντας πολλαπλούς αφηγητές, μέχρι και το 1973. Πολλές δεκαετίες νωρίτερα, το 1916, κατά τον τρίτο χρόνο του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, η Ελλάδα προσπαθεί να διατηρήσει στάση ουδετερότητας κι όταν η Βουλγαρία εισβάλλει στην Ανατολική Μακεδονία, το Δ΄ Σώμα Στρατού, που εδρεύει εκεί, βρίσκεται στα στενά. Οι Έλληνες στρατιώτες είναι αποκλεισμένοι, αλλά δεν έχουν δικαίωμα να αντισταθούν στους Βουλγάρους και υποχρεώνονται να μεταφερθούν σε στρατόπεδο στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας, στη Γερμανία. Εκεί αναζωπυρώνεται, σε όλη την έντασή της, η σύγκρουση μεταξύ βασιλικών, που υπερασπίζονται την ουδετερότητα, και βενιζελικών, που ζητούν να μπουν στον πόλεμο υπέρ των Αγγλογάλλων και των Ρώσων. Η ίδια αντίθεση διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον την πυκνή και γλωσσικά στιβαρή αφήγηση του Ψιλάκη, με πρωταγωνιστές τον Φίλιππο Δαμιλά, τον στρατιώτη από την Κρήτη, που έχει επιστρέψει στα πατρώα εδάφη για να λάβει μέρος στον πόλεμο, και τον Γκύντερ Ζόμμερ, φωτογράφο του Γκαίρλτις, που μυεί τον άπειρο φαντάρο στα μυστικά της φωτογραφικής τέχνης.
Ο Φίλιππος μαθαίνει στην όμορφη πόλη της Σιλεσίας πολλά: όχι το πώς να πολεμά, μια και ο ελληνικός στρατός βυθίζεται κατά την παραμονή του στο Γκαίρλιτς στις εσωτερικές του διαμάχες (πολιτικές και προσωπικές), αλλά σίγουρα το πώς να φωτογραφίζει, το πώς να αποτυπώνει με τον φακό του τις εκφράσεις των ανθρώπων στις πιο κρίσιμες στιγμές τους, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με τις πολεμικές συρράξεις και με την αγωνία της επιβίωσης. Και με την πολεμική ατμόσφαιρα έρχονται αίφνης να συμβαδίσουν και να συλλειτουργήσουν όλα τα ανθρώπινα: οι ατομικές συμπάθειες και αντιπάθειες, ο έρωτας (ο Φίλιππος ζει έναν μεγάλο έρωτα χωρίς ευτυχή κατάληξη), το άγχος για την τύχη και την κατάληξη της μοίρας σε μιαν εξαιρετικά αβέβαιη και επικίνδυνη εποχή. Πέρα, όμως, από τα ατομικά πάθη, ο Ψιλάκης ξέρει πώς να χρωματίσει τις πικρές αντιθέσεις του Εθνικού Διχασμού και πώς να τους δώσει σάρκα και οστά στο άξενο έδαφος μιας γερμανικής επαρχίας, όπου τα μεγαλύτερα προβλήματα για τους αθέλητα εξόριστους είναι η ξένη νοοτροπία και η ξένη γλώσσα.
Ο Φίλιππος και ο Γκύντερ αποτελούν οπωσδήποτε τους σημαντικότερους χαρακτήρες του συγγραφέα. Φοβισμένοι, με όλες τις καλές προθέσεις φωλιασμένες στην καρδιά τους, δημιουργικοί και παραγωγικοί, με ισχυρά ενδιαφέροντα τόσο για τις τέχνες όσο και για τις ιδέες τις οποίες εκφράζουν, ο Φίλιππος κι ο Γκύντερ (και μαζί τους η αιθέρια και άκρως γοητευτική Μάρλις (ένα κράμα βαθιάς πίστης και απαρασάλευτης αφοσίωσης) αποτελούν τα εγκυρότερα χαρτιά (τις σπουδαιότερες εγγυήσεις) για το ιστορικό μυθιστόρημα του Ψιλάκη. Μυθιστόρημα που ξεκινάει από τις ΗΠΑ, διασχίζει τα Βαλκάνια, περνάει από την Κρήτη, συναντιέται με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και ανατέμνει ολόκληρο τον 20ο αιώνα χωρίς να υποπέσει ποτέ στην οποιαδήποτε παρασπονδία.
Ο Ψιλάκης ισορροπεί με λεπτότητα και ευαισθησία ανάμεσα στις ατομικές ιδιαιτερότητες και στα βαριά ιστορικά μεγέθη, δείχνει με ποιον τρόπο η Ιστορία μπορεί να υπερβεί τον πεπερασμένο μικρόκοσμο των ατόμων και των εθνών για να επιβάλει στους πάντες τη σιδερένια της βούληση και καταφέρνει να συζητήσει για ορισμένες από τις σημαντικότερες ιστορικές ελληνικές περιόδους χωρίς να εξοκείλει ούτε κατ’ ελάχιστον στον πολιτικό φανατισμό ή στην ιδεολογική υπερθέρμανση. Και το βιβλίο του δεν είναι μόνο γλωσσικά στιβαρό, αλλά και τεχνικά άψογο, θέτοντας τα ενδεδειγμένα όρια ως προς την κατανομή των ξεχωριστών βαρών του και αποσπώντας ακόμα και από τις πλέον φορτισμένες ιστορικές ώρες και ημέρες ένα απαραγνώριστα προσωπικό και υποκειμενικό στοιχείο.
Β. Χατζηβασιλείου