ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι Ζαχαρωτές Μαντινάδες: Το πιο ερωτικό γλύκισμα των Κρητικών!

Ήταν το… πιο ερωτικό γλύκισμα των παλιών Κρητικών. Γι’ αυτό και σπάνια το έτρωγε κανείς μόνος του! Το γλύκισμα της συντροφιάς, της παρέας, των πανηγυριών, των μαντεμάτων και των αμφίσημων νοημάτων εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έχοντας διαγράψει μια λαμπρή πορεία πολλών δεκαετιών.

του Νίκου Ψιλάκη

Κανένα άλλο τοπικό γλυκό δεν γνώρισε τέτοιες δόξες, κανένα άλλο δεν παρασκευάστηκε σε τέτοιες ποσότητες, κανένα άλλο δεν πρόσφερε τόση χαρά, τόσα γέλια, τόσες εκπλήξεις.

Ο λόγος για την κρητική μαντινάδα. Κι όταν λέμε μαντινάδα δεν εννοούμε μόνο τα γνωστά δεκαπεντασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα (διατυπωμένα στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και με ήθος επίσης κρητικό), εννοούμε το εκπληκτικό εφεύρημα μιας άλλης εποχής, τον συνδυασμό του στίχου με το γλύκισμα. Κάποιος ζαχαροπλάστης ή κάποιος ευρηματικός Κρητικός σκέφτηκε κάποτε, μάλλον προς τα τέλη του 19ου αιώνα, να συνδυάσει την τεχνολογία με την παράδοση. Τύπωσε μαντινάδες σε μικρά και λεπτά χαρτάκια, τα τύλιξε σε σχήμα οδοντογλυφίδας και τα πέρασε σε ζαχαρένια δακτυλίδια. Αυτό ήταν! Η ιδέα διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλη την Κρήτη. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν καινούργια επαγγέλματα, άνοιξαν καινούργιες βιοτεχνίες και αναπτύχθηκαν οικοτεχνικές δραστηριότητες από τις οποίες έζησαν πολλές – πολλές οικογένειες στην Κρήτη.

Με τις γλυκές μαντινάδες της Κρήτης ασχοληθήκαμε και στο παρελθόν. Το 1995, όταν περιγράψαμε το γλύκισμα και παραθέσαμε τη συνταγή του στο βιβλίο μας για την Κρητική Διατροφή (Μ. και Ν. Ψιλάκης, “Κρητική Παραδοσιακή Κουζίνα”, εκδ. ΚΑΡΜΑΝΩΡ – σελ. 406-408) και το 2015, όταν συγκεντρώσαμε στοιχεία για την ιστορική εξέλιξη του στο περιοδικό ΥΠΕΡ Χ (τεύχος 74, σελ. 24-38, βλ και http://www.xalkiadakis.gr/el/yper-x-2015-74).

Επανερχόμαστε σήμερα επειδή η έρευνα δεν τελειώνει ποτέ και επειδή κάθε καινούργια πληροφορία αποτελεί και μια ψηφίδα που συμπληρώνει την ιστορία. Μετά την τελευταία δημοσίευση συγκεντρώσαμε κι άλλες μαρτυρίες τόσο για τον τρόπο παρασκευής όσο και για τον κοινωνικό ρόλο της μαντινάδας. Θα τις παραθέσομε στη συνέχεια μαζί με τις προηγούμενες ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα βρεθούν περισσότερες πληροφορίες για τις δυο πιο σημαντικές στιγμές της ιστορίας αυτού του τοπικού γλυκίσματος, την αρχή και το τέλος του. Δηλαδή, ποιος ήταν αυτός που το επινόησε πρώτος και ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην κατάργησή του.

“Ρώτησε τ’ άστρα τ’ ουρανού κι εκείνα θα σου πούνε…”

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΡΩΤΩΝ!

Αρχίζομε με μια μαρτυρία. Ο Γιώργος Π., που γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1947, χρωστά πολλά σ’ ένα παιδί που πουλούσε χωνάκια με μαντινάδες το 1966 στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα. Η αφήγησή του:

«Μια χρονιά μετά την αποφοίτησή μας από το Λύκειο σμίξαμε τέσσερις παλιοί συμμαθητές, 19 και 20 χρονών όλοι, και γυρίζαμε τα πανηγύρια και τα γλέντια. Ένας από μας είχε το αυτοκίνητο του πατέρα του, σπάνιο πράμα να είσαι 20 χρονών και να οδηγείς εκείνα τα χρόνια. Πήγαμε, λοιπόν, και στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα στους Κουνάβους. Εκεί συναντήσαμε τρεις κοπελιές, μαθήτριες ακόμη, ένα – δυο χρόνια πιο μικρές από μας. Τις γνωρίζαμε, έμεναν σε κοντινή γειτονιά, τις βλέπαμε μάλιστα συχνά και στην κυριακάτικη βόλτα. Αυτές είχαν πάει στο πανηγύρι με τις οικογένειές τους. Καθίσαμε μαζί τους παράμερα, κουβεντιάζαμε και γελούσαμε. Εγώ καθόμουν στην άκρη, ήμουν ο πιο ντροπαλός της παρέας. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα παιδί ίσαμε 10-12 χρονών μ’ ένα κασονάκι περασμένο στον λαιμό. Πουλούσε διάφορα μικροπράματα, καραμέλες, μαντινάδες, σφυρίχτρες, διάφορα τέτοια.

– Πάρε μαντινάδες, δέκα στο φράγκο, μου λέει και μου δείχνει δυο χωνάκια τυλιγμένα σε χαρτί εφημερίδας.

– Δεν θέλω, του λέω.

– Πάρε και θα δεις ότι θα σου βγει η μαντινάδα. Να τη δώσεις σε μια κοπελιά να μάθεις αν σε αγαπά.

Πετάχτηκε ο διπλανός μου, ο φίλος μου ο Νίκος, το πειραχτήρι της παρέας, και του λέει:

– Σε ποια κοπελιά να την αφιερώσει;

Ο μικρός κοίταξε τις τρεις συνοδούς μας κι έδειξε τη μεσαία.

– Σ’ αυτήν με τα μαύρα μάτια.

Χωρίς να περιμένει πλερωμή πήρε από το κασόνι μια μαντινάδα χύμα και της την έδωσε.

– Αν είναι καλή θα της αγοράσεις ένα χωνάκι, μου λέει. Θα αγοράσεις και για τις άλλες δυο κοπελιές.

Γύρω πανζουρλισμός, γελούσαν οι φίλοι μου, αλλά οι κοπελιές δεν μιλούσαν. Ανοίγει λοιπόν η κοπελιά το χαρτάκι, διαβάζει τη μαντινάδα από μέσα της και βλέπω το πρόσωπό της να κοκκινίζει. Στην αρχή δεν ήθελε να τη διαβάσει δυνατά, αλλά επιμέναμε όλοι. Εγώ καρδιοχτυπούσα. Κι όπως μου είπαν οι άλλοι είχα κοκκινίσει πιο πολύ από την κοπελιά.

Ακόμη θυμούμαι τη μαντινάδα:

Ρώτησε τ’ άστρα τ’ ουρανού κι εκείνα θα σου πούνε
πώς κάθε βράδυ ξενυχτώ κι εσένα συλλογούμαι.

Περιττό να πω ότι αγοράσαμε πολλά χωνάκια με μαντινάδες εκείνη τη μέρα. Την τελευταία μαντινάδα τη διάβασα εγώ, την είχαμε μελετήσει για μένα, αλλά δεν βρήκα το θάρρος να κοιτάξω την κοπελιά στα μάτια. Κοίταζα κάτω, πάνω, ούτε τους φίλους μου μπορούσα ν’ αντικρύσω, νόμιζα πως θα με καταλάβαιναν:

Ξανοίγεις με, ξανοίγω σε, πράμα ’χομε στο νου μας
έλα να το θαρέψομε μικρή μου ο (γ)εις τ’ αλλού μας.

Όταν ήταν να φύγομε βρήκα το θάρρος και την πλησίασα κρυφά από τους άλλους.

– Αυτό που γράφει η μαντινάδα είναι αλήθεια, της είπα.

Δεν ξέρω πού βρήκα το θάρρος να της πω ότι ξενυχτώ και τη σκέφτομαι. Την άλλη μέρα δώσαμε το πρώτο μας ραντεβού στο ζαχαροπλαστείο, οι φίλοι μου δεν έμαθαν τίποτα, ντρεπόμουν. Κι όταν παντρευτήκαμε πια δεν σταμάτησα να της αγοράζω μαντινάδες, άλλες βγαίνανε κι άλλες όχι…».

Η κ. Φραγκάκη τυλίγει μαντινάδες

Ιστορία χαμένη στα ζαχαροπλαστεία του 19ου αιώνα

Η ιστορία της ζαχαρωτής μαντινάδας φαίνεται να ξεκινά στα εργαστήρια των επαγγελματιών ζαχαροπλαστών της Κρήτης κάπου προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν η εποχή ωρίμανσης της επαγγελματικής ζαχαροπλαστικής, οι καταναλωτές των αστικών κέντρων αναζητούσαν προϊόντα που να ταιριάζουν με τις νέες ταυτότητες που δομούνταν εκείνη την εποχή στο νησί. Μια διαρκώς αναπτυσσόμενη αστική τάξη αποτελούμενη από μεγαλοκτηματίες και εμπόρους επέβαλε τα πρότυπά της, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στη Δύση. Τα νέα γαστριμαργικά πρότυπα ήταν κυρίως γαλλικά ή, γενικότερα, ευρωπαϊκά, γαλλικά γλυκίσματα και γερμανικές μπύρες διαφημίζονταν στα αστικά κέντρα του νησιού, τα πλοία που συνέδεαν τα μεγάλα λιμάνια με το Τριέστι και τη Σμύρνη δεν έφερναν μόνον επιβάτες, αλλά και εμπορεύματα. Και έπιπλα ευρωπαϊκά για τις μεγαλοαστικές οικογένειες. Και ιδέες! Η σχεδόν ακμαία τάξη των μεγαλοκτηματιών και εμπόρων επιχειρούσε την πολιτιστική αποστασιοποίηση από κάθε τι που της θύμιζε Ανατολή.

Οι νέες τεχνικές της ζαχαροπλαστικής έρχονταν κι αυτές από τη Δύση. Το πρώτο ζαχαροπλαστείο αυτού του τύπου άνοιξε στο Ηράκλειο, και άνοιξε πολύ νωρίς, στα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας, το 1832 ή το 1833· ανήκε στον Γεώργιο Μεταξά, που είχε έρθει από την ελεύθερη Ελλάδα, από τη Σύρο. Οι μυημένοι στη γαλλική και γενικότερα στην ευρωπαϊκή ζαχαροπλαστική τεχνίτες δημιουργούσαν γλυπτική με ζάχαρη, έφτιαχναν διάφορα σχήματα, παρουσίαζαν παρασκευάσματα και γεύσεις προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις της νέας εποχής.

Τα νέα προϊόντα έφεραν και τις νέες πρώτες ύλες της ζαχαροπλαστικής στο νησί.

Τίποτα το περίπλοκο δεν είχαν οι ταπεινές ζαχαρωτές μαντινάδες· ένα λεπτό φτηνό χαρτί κι ένα βωλαράκι ζάχαρη. Είχαν, όμως, κι αυτές το μυστικό τους. Κι αυτό το μυστικό λεγόταν δραγάντι! Χωρίς αυτήν την πρώτη ύλη της επαγγελματικής ζαχαροπλαστικής, αυτό το ευρύτατα διαδεδομένο κόμμι που μαλασσόταν με τη ζάχαρη και της προσέδιδε πλαστικότητα, δεν μπορούσε να παρασκευαστεί ζαχαρωτή μαντινάδα.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα του αρχικού εμπνευστή: συνδύασε με έναν πολύ ευρηματικό τρόπο την τεχνολογία με την παράδοση. Η μαντινάδα ήταν το πιο διαδεδομένο ποιητικό είδος της Κρήτης· όπου και να πήγαινε κανείς μαντινάδες θα άκουγε. Γνωμικές, ερωτικές, σκωπτικές… Υπήρχε, όμως, κι άλλο ένα σπουδαίο μυστικό, κι αυτό παρμένο από την τεχνολογία της εποχής: η τυπογραφία! Χωρίς τυπογραφικά πιεστήρια δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί η παράδοση της ζαχαρωτής μαντινάδας. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η τυπογραφία άργησε πολύ να διαδοθεί στην Κρήτη λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν στο νησί (Οθωμανοκρατία, διαρκείς επαναστάσεις). Σήμερα ξέρομε πως υπήρχε τυπογραφείο από τα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840), τότε που οι τοπικές αρχές τύπωναν τη δίγλωσση (επίσημη) εφημερίδα τους. Όμως, αυτό το τυπογραφείο εξαφανίστηκε κατά τρόπο που δεν καταγράφεται στις γνωστές ιστορικές πηγές. Στα επόμενα χρόνια εμφανίζονταν σποραδικά τυπογραφικές εγκαταστάσεις, όπως έγινε με το φορητό τυπογραφείο του Μεγάλου Σηκωμού του 1866. Ωστόσο, η μεγάλη τυπογραφική επανάσταση παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1880· τότε λειτούργησαν οργανωμένα εργαστήρια, όπως των αδελφών Αλεξίου στο Ηράκλειο, του Καλαϊτζάκη στο Ρέθυμνο κ.α. Δεν τύπωναν μόνο εφημερίδες και βιβλία, αλλά αναλάμβαναν πολλών ειδών εκτυπώσεις. Κάποιος, λοιπόν, άγνωστο πού και πότε, τύπωσε σε κάποιο φύλλο χαρτιού τις πρώτες μαντινάδες!

διαβάστε τη συνέχεια εδώ