Καθηλωτικός ήταν για ακόμη μία φορά ο μεγάλος Ψαραντώνης με τη δύναμη της προσωπικής του έκφρασης αλλά και της κρητικής παράδοσης να σε βρίσκει κατευθείαν στα μύχια της ψυχής. Αυτή τη φορά η ακατέργαστη και βαθιά φωνή του γέμισε το Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου για μία συναυλία – γιορτή, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Μανώλης Λιδάκης και ο Vinicio Kapossela.
Μεγαλοπρεπής και οικείος, περήφανος και ταπεινός, δωρικός και άμεσος. Με τα μάτια κλειστά για πολλή ώρα, αλλά σε ουσιαστική επικοινωνία με το κοινό, μας έφερε σε επαφή με τη μουσική της πατρίδας του, τη μυθολογία που φέρει ο τόπος, μέχρι και τη φύση.
Η λύρα πάντα φαντάζει σαν να είναι όλος ο κόσμος για εκείνον. Έπαιζε δυνατά, χτυπώντας το πόδι στο έδαφος, χωρίς να υπολογίζει αν θα σπάσουν οι χορδές. Ο αμίμητος τρόπος και οι αυτοσχεδιασμοί του έκαναν τη μουσική του «ανεξέλεγκτου» και γενναιόδωρου Κρητικού να σε διαπερνάει.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι θεατές σηκώθηκαν να χορέψουν μπροστά ή μακριά από τη σκηνή, παρά το γεγονός ότι ο χώρος δεν ευνοούσε ένα γνήσιο κρητικό γλέντι. Όμως, ο Ψαραντώνης έπαιζε για όλες αυτές τις χιλιάδες κόσμου, που συγκεντρώθηκαν, όπως θα έπαιζε στην παρέα του.
Οι δικοί του, Γιώργης Ξυλούρης, Λάμπης Ξυλούρης και Νίκη Ξυλούρη, άνοιξαν τη βραδιά με τρία τραγούδια. Εκείνος ανέβηκε στη σκηνή καταχειροκροτούμενος και πρώτα είπε τον παραδοσιακό «Αμάραντο» με τη συνοδεία του Μάνου Αχαλινωτόπουλου στο κλαρίνο.
Στα χείλη ανθρώπων όλων των ηλικιών μπήκαν τα «Ήταν μια φορά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου» και φυσικά το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Επίσης συγκινητικές στιγμές, όταν ο Ψαραντώνης εκστασιασμένος αποθεώθηκε στον «Τίγρη», και όταν πράος στο «Θ’ ανεβώ στον ουρανό» έκανε νόημα στους μουσικούς να σταματήσουν για να ακουστούμε όλοι μαζί να λέμε:
Κι είπεν ο Θεός στ’ αυτί μου, κι εκαψέν την ψυχή μου / πως στο θρόνο του σε θέλει να σε προσκυνούν οι αγγέλοι / να σε προσκυνούν οι αγγέλοι, πως στο θρόνο του σε θέλει / πού ‘σαι πετροπέρδικά μου, που πετάς στα όνειρά μου /που πετάς στα όνειρά μου, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.
Ο κόσμος ξεσηκώθηκε και όταν ο Κρητικός τραγούδαγε «η μια μεριά του φαραγγιού δε σμίγει με την άλλη και λαχταρούνε το σεισμό ν’ αγκαλιαστούνε πάλι / Στο πέταμα του γερακιού τ’ άλλα πουλιά ζηλένε γιατί πετούνε χαμηλά αν θένε κι αν δε θένε, «Σε κάθε δύσκολη στιγμή απού θα συναντήσω βάνω το μπέτη μου μπροστά και δε γυρίζω πίσω» και «δεν κλαιν οι δυνατές καρδιές η μοίρα όταν τις δέρνει».
Ξεχωρίσαμε επίσης τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο «Πως να σωπάσω», ένα τραγούδι που στο άκουσμά του αντηχεί μέσα στα αυτιά μας η φωνή του Νίκου Ξυλούρη, αλλά το είπε με τον δικό του τρόπο, τον Μανώλη Λιδάκη στο «όσο βαρούν τα σίδερα» και «τα βάσανά μου χαίρομαι», και τη Νίκη Ξυλούρη στην «Πέτρα βουβή».
Μοναδικά και τα ντουέτα του Ψαραντώνη με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο «Πάντα θλιμμένη χαραυγή» και μαζί με την κόρη του Νίκη στο «δάκρυ του Ψηλορείτη». Ταίριαξε πολύ και με τον Vinicio Kapossela, ο οποίος ήταν ο πρώτος καλεσμένος, ο οποίος εμφανίστηκα και συμμετείχε και στο τέλος στο encore. Ο Ιταλός καλλιτέχνης τραγούδησε στη γλώσσα του μεταξύ άλλων για το πάθος και την γνώση και τον αοιδό, που «ερχόταν για όποιον ήταν παρών, για όποιον είχε τα πάντα, αλλά δεν είχε τίποτα».
Όλοι προσφώνησαν δάσκαλο τον σπουδαίο λυράρη. Ο Βασίλης του ευχήθηκε: «Να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά μοναδικέ ελεύθερε άνθρωπε». Ο Μανώλης Κονταρός, όταν τραγούδησε ένα ριζίτικο, που ο πατέρας του έμαθε στον Ψαραντώνη», ήταν σαν να μας αφιέρωσε το στίχο «για την παρέα την καλή που η μυρωδιά της μένει».
της Λένας Κυριακίδη
efsyn.gr