Οι αγροτικές δουλειές παλαιότερα, ήταν περισσότερο κουραστικές, εχρειάζοντο δύναμη, υπομονή και επιμονή, μεράκι θα έλεγα εγώ και για να καλύψουν τις επιτακτικές ανάγκες τους οι άνθρωποι, αλλά και για να εκπληρώσουν την ικανοποίησή τους. Γι’ αυτό υπήρχε και συναγωνισμός για το καλύτερο και το περισσότερο.
Οι άνθρωποι εστερούντο τα σημερινά μηχανικά βοηθήματα, ούτε είχαν μέσα ψυχαγωγίας και ξεκούρασης. Έτσι τις αγροτικές δουλειές και άλλες, τις έκαναν πανηγύρια, τις εκτελούσαν ομαδικά, συντροφιαστά. Τρυγοπατήματα, ρακοκάζανα, λιοτρίβια, πέτρινες κατασκευές, ταράτσες σπιτιών και κτενιάσματα υφαντών, ξεροτήγανα κλπ.
Προσκαλούσαν φίλους, κουμπάρους, γνωστούς και συγγενείς και δεν έλειπαν, και οι ειδικευμένοι για καλύτερες γνώσεις. Έτσι έφθασε και σε μας η πρόσκληση για το ρακοκάζανο από τον κ. Μανώλη. Hταν μια ωραία εμπειρία, γιατί εβίωσα με λεπτομέρεια την όλη διαδικασία της απόσταξης.
Η διακριτική μυρωδιά από τα στράφυλα και την τσικουδιά, μας υποδέχτηκε από μακριά. H αυλή του κ. Μανώλη ήταν γεμάτη από χωριανούς μικρούς και μεγάλους. Στο ανοιχτό υπόστεγο ήταν στημένη μια μεγάλη παρασιά που σιγόκαιγε και πάνω από αυτήν ένα μεγάλο καζάνι με τα στράφυλα και νερό, από χοντρό μέταλλο, σκεπασμένο αεροστεγώς με ένα θολωτό καπάκι μ’ ένα σωλήνα που περνούσε από μια μικρή δεξαμενή με κρύο νερό και έτσι ο ατμός έφερνε την τσικουδιά στο δοχείο. Ενα τραπέζι δίπλα γεμάτο ξηρούς καρπούς καρύδια, κάστανα, κυδώνια, σταφίδες κ.ά. συνόδευαν τη ρακή με ευχές και καλωσορίσματα. Σε κάποια απόσταση οι γυναίκες έψηναν τα χοιρινά μεζεκλίκια για το τραπέζι αργότερα. Η πρώτη τσικουδιά, το πρωτοράκι, δεν το προτιμούσε κανείς, γιατί έχει πολλούς βαθμούς οινόπνευμα και παλιά θυμάμαι, το χρησιμοποιούσαν για εντριβές στα κρυολογήματα και σαν κατάπλασμα με άπλυτο πρόβειο μαλλί στον πονόλαιμο.
Αφού η τσικουδιά με τη ρέγουλα και τα μεζεδάκια έκαναν τη δουλειά τους, βγήκαν όλοι στο κέφι και άρχισαν τραγούδια, αστεία, γέλια και ωραίες ιστορίες. Εγώ από κει αρπάχτηκα και σταμάτησε ο νους μου στην ιστορία του Κρασοβασίλη. Έτσι τον αποκαλούσαν γιατί ήταν πάντα μεθυσμένος.
«Τούτη την ώρα σαν να τονε θωρώ ομπρός μου», έλεγε ο Μανουσιός. «Ντρέτος ήρχουντανε σαν το κυπαρίσσι μα όντεν έφευγε εμέτρα το δρόμο απούλες τσι πλευρές, γιατί έχανε την ισορροπία του. Μύρια όσα αξίωνε τση κακομοίρας τση γυναίκας του και έχασε την υπομονή της και πήγε μια μέρα στον αδερφό της και του πε:
– Στελή, εγώ θα τονε παρατήσω τον Βασίλη, δεν αντέχω μπλιο να τονε θωρώ κάθε μέρα μεθυσμένο και να μας σε τραβαγιάρει. Τα κοπέλια μου ντρέπουνται να πούνε ποιός είναι ο πατέρας τονε. Την Παρασκή, ήρθε το Λενιώ από το Γυμνάσιο, επέταξε τα βιβλία τση στο καναπέ, έπεσε μπρούμυτα και έκλαιγε των αμαθιώ τση. Λενιώ, ήντα ‘χεις; Δεν μου μίλησε. Από τσι πολλές φορές που τη ρώτηξα μου λέει: “Επειδή η καθηγήτρια με παίνεσαι σήμερα γιατί είχα γράψει την καλύτερη έκθεση, μια συμμαθήτριά μου, όταν περνούσε από κοντά μου άκουσα να λέει στη μάνα τση: “Να, αυτό το όμορφο κορίτσι είναι η κόρη του μεθύστακα που σου είπα και είναι η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη”. Καταλαβαίνεις πόσο άσχημα ένιωσα;” και συνέχισε να κλαίει. “Εγώ μάνα, ίδια αύριο, θα φύγω από αυτό το σχολείο, δεν ξαναπάω”.
Η μάνα της που ήταν έξυπνη και λογικιά, εκάλεσε αμέσως τη συντέκνισσά της από τη Χώρα, εκουβεδιάσανε για το Λενιώ και αμέσως συνέχισε τσι σπουδές τση σ’ άλλο σχολείο κι έγινε μια διαλεχτή δασκάλα. Μα και όντε ήτανε στο χωριό έλεγε “Θεέ μου, δώσμου τέσσερα μάθια να τη βλέπω, τέθια προκοπή πούχε σ’ ούλες τσι δουλειές». «Ετσά ο τροζός και μεθύστακας», συνέχισε το Μανουσιό, «έβγαλε τρεις επιστήμονες. Ενα αξιωματικό, ένα γιατρό και μια δασκάλα. Από αγκάθι βγαίνει ρόδο, που λένε. Η μάνα ντωνε περήφανη επαίνευε τα παιδιά τση όπου έστεκε και όπου κάθουντανε, μα του Βασίλη εσαπιθήκανε τα σκώθια ντου από το πιοτό και έφαε νωρίς η μούρη ντου χώμα».
Συνέχεια τσουγκρίζανε τα ποτήρια τους, κάνανε ευχές, τρώγανε τα μεζεδάκια τους (λουκάνικα καπνιστά, σουβλάκια, ομαθιές κ.λπ.) και συνεχίζανε τις ιστορίες, γιατί θα περνούσαν οι ώρες και οι μέρες, οι οποίες ήταν καθορισμένες με την άδεια του καζανιού, και έπρεπε όλοι να βγάλουνε τη τσικουδιά τους.
«Εγώ εθυμήθηκα», λέει ο Παυλής, «το Μάρκο που δεν θα τονε ξεχάσατε ποτέ σας και θα γελάτε όποτε θα τονε θυμάστε. Μια φορά, ο Μάρκος που δεν ήξερε την ουσία του νερού γιατί ήτανε πάντα μεθυσμένος, επήγε στην Αθήνα να δει την αδελφή του που ήτανε άρρωστη και όσα λεφτά εβάστα τα ξόδεψε μονομιάς και δεν του ’μεινε φράγκο. Μα ο κουζουλός και ανήμπορος τέχνες κατεργάζεται. Εσκέφτηκε το λοιπός να πάει στο ΙΚΑ να ζητήσει τα λεφτά τση… κηδείας του.
Μπαίνει σ’ ένα ταξί και λέει στον οδηγό: “Στο κεντρικό ΙΚΑ θα με κατεβάσεις. Εφθασε στο ΙΚΑ, μπαίνει μέσα, θωρεί το γραφείο που έγραφε “Γραμματεία” και καλημερίζει τον υπάλληλο: “Τι θέλεις κύριε;” του λέει ο γραμματέας; “Μάρκο με λένε, είμαι από την Κρήτη, ήρθα στην Αθήνα για μια δουλειά και ξώμεινα από λεφτά και σκέφτηκα πως δικαιούμαι τα έξοδα τση κηδείας μου και ήρθα να μου τα δώσετε”.
“Μα τι λέτε κύριε;”, άρχισε να κρυφογελά ο γραμματέας, “αυτά τα λεφτά δεν τα παίρνουνε οι ζωντανοί, μη κακομελετάτε”.
“Εμένα δεν ανήκουνε; Αλλοι θα τα πάρουνε; Εγώ δεν το κάνω αυτό ποτέ, αν δεν μου τα δώσετε, κλέφτης θα γενώ να βρω τα εισιτήριά μου; Πάμε στο διευθυντή”.
Αρχισε ο Μάρκος την ίδια ιστορία, εγελούσανε όλοι και αφού δεν μπορούσανε να τον ξεφορτωθούνε εκάνανε έρανο και του μαζέψανε μερικά λεφτά. Και έλεγε και ξανάλεγε ο Μάρκος: “Επήρα τα λεφτά και κατέβηκα στον Πειραιά κι έκαμα μια μεθιά που… δεν τη ξανάκαμα”.
Η ιστορία του Μάρκου και του Βασίλη είναι αληθινές! Έτσι στραταρίζει η παράδοση από στόμα σε στόμα και μας αφήνει χρήσιμα διδάγματα, πολύτιμες γνώσεις, από κόπους, πείρα και σοφία. Γι’ αυτό πρέπει όχι μόνο να την προσέχουμε, αλλά και να την σεβόμαστε γιατί της άσπρισε τα μαλλιά ο χρόνος.
κείμενο: Μαρία Κοντογιάννη
Πηγή: haniotika-nea.gr
Φωτογραφία: Ανδρέας Σμαραγδής