Από τον Ματθαίο Ι.Τσιριμονάκη
Μια φορά ’τον’ ένα αντρόϋνο απού ζιούσανε καλά. Μιας κοπανιάς [1]μπαίν’ ο διάολος τ’ αντρούς κι εξάνοιγε τη γειτόνισσα.
Σιάζουντα, καλαφαντίζουντα, στην υστεριά[2] δεν τζ’ έφτανε μόνο τούτονα παρ’ αμάνι ζαμάνι [3]να βρουν αιτία να πνίξουνε την κακομοίρα τη γυναίκα του. Να τη ζυγώξουνε για να παντρευτούν.
Ίντα να τση βρει να τήνε δείρει, να βαγεστήσει[4], να σηκωθεί να γκάψει[5] μοναχή τζη.
« Κατέεις ίντα να κάμης για να τση βρεις αιτία να τη δείρεις;»
« Ίντα;»
« Εδά ’ναι καλοκαίρι, αί πούρι[6]; Να πάεις ν’ άψεις φωθιά στην καμινάδα, να σιμώσεις, να κάνεις πως θα πυρώνεσε, να τση φωνίαξεις να’ρθει κι αυτή να πυρωθεί. Δεν θα -ν-έρθει και θα βρεις αφορμή να τη δείρεις. Να τση παίξεις πολλές, ε!»
« Ομπανέ[7] θα κάμω κατά [8]που μούπες και να ’σαι ξέγνοια! «
Πάει στο σπίτιν του και το βράδυ πιάνει άφτει ντουμάνι φωθιά. Φωνιάζει τση γυναίκας του:
« Έλα να πυρωθείς!»
Έκείνης είχε πάει έναν πουλάκι και τση ‘πε το και το.Σαν τζη φώνιαξε,σιμώνει στη φωθιά ,απλώνει τα χέρια τζη, να πυρωθεί και λέει:
« Αχ! Ίντα καλή απού ’ναι η φωθιά, χειμώνα, καλοκαίρι,να βάνουνε τον άντρα μου, απάνω να με δέρνει.»
Πάει καλά, ο άντρας δεν ηύρε αφορμή να τη δείρει, ούτε είπε πραμμα.Ταχυάς πάει σ’ τη ξελογιάστρα και της λέει το και το.
« Ιδέ η πουτάνα το κατάλαβε! Ταχυά απού θα πάεις στα ξύλα, ότι θα γαέρνεις με το λιανό[9] φορτωμένο ξύλα, να το βάλεις κώλου-κώλου μέσα στην αυλή. Εφτό δε θα θέλει να μπει. Εσύ να φωνιάζεις και να βλαστημάς. Θα πεταχτεί τότες η κερά σου να σε μαλώσει . Δόσ’ τση μια με το στελιάρι[10],απού λαλείς [11]το γάϊδαρο,στη κεφαλή να τήνε μπαφιάσεις[12]!»
« Καλό!!!»
Ταϋτέρου ρωτά τηνε:
« Θέλεις μπρε ξύλα;»
« Νάχα σε φωτίσει ο θεός να κάμεις τούτηνα τη μπρόβα[13]!»
Πάει στα ξύλα και όντεν έφτανε στην οξώπορτα, γυρίζει το γάϊδαρο με τα πισινά.Η γυναίκα του τονε θωρεί.Σαν είδε πως ο γάϊδαρος ’βανε αντισκάρι[14],πάει και τον έσερν’ ίσια μέσα απού την ορά.Πήγε,πάλι, ένα πουλάκι κι είπε τζη ούλα τα καθέκαστα.
« Όλο απ’ ομπρός θα μπαίνει;Ας μπει και μια φορά με τον πισινό!..»
Βοηθά του και βάνουνε το γάιδαρο μέσα.Σαν εξεφόρτωσε πάει σ τση γειτόνισας και λέει:
« Πήγαινε στο διάολο κι εσύ και το καλό σου, μα πότε δε θα βρω αφορμή τση γυναίκας μου να τηνε χωρίσω!»
[1] Φορά
[2] Στο τέλος.
[3] Ντε και καλά.
[4] Αγανακτήσει
[5] Φύγει.
[6] Λοιπόν.
[7] Ακριβλως,βέβαια.
[8] Όπως.
[9] Γαϊδούρι.
[10] Κομμάτι ξύλο.
[11] Οδηγείς.
[12] Να την κάνεις να αγανακτήσει.
[13] Πράξη.
[14] Αντιστεκόταν.