Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Ο Άϊ Γεράσιμος ήτονε χανιτζής και έπαιζε τα χαρθιά απού δεν είχε άλλο η Κεφαλονιά. Δεν σέρνουντονε[1], πρέπει απ’ το ζάρι και δεν εσηκώνουντονε μέρα νύχτα απού το τραπεζάκι.
Τον καιρό απ’ επορπάθιεν ο Χριστός στον κόσμο, με τσοι δώδεκ’ Αποστόλους, επέρασε μιαν αργαδυνή[2] απού την Κεφαλονιά.
Ο Απόστολος Πέτρος λέει:
« Πού θα ξωμείνομε [3]και που δε θα ξωμείνομε…»
Πάει στου μπάρμπα Γεράσιμου.
« Μπάρμπα Γεράσιμε έεις τόπο να ξωμείνομε απόψε;»
« Μοναχός σου είσαι;»
« Είναι κι άλλοι δύο-τρείς!»
Δεν τούπε πως είναι πολλοί γιατί θα του ’λεγε πως δεν έει. Ετρικουνουνούντονε[4] ο Γεράσιμος μα εθελημάτεψε[5].
Πάει ο Πέτρος, το λέει του Χριστού και πάνε.
Όντεν τζ’ είδες ο Γεράσιμος, εξιπάστηκε[6]. Τόσηνα παρέα ίντα θα τηνε κάμει και λέει του Πέτρου:
« Μα εσυ μου ’πες τρείς κι ήρθετε δέκα τρείς! Ίντα θα σάσε κάμω ’γω;»
« Σώπα,μπάρμπα Γεράσιμε,ο Χριστός είναι!»
« Ο Χριστός; Πούντονε; Πού ’σαι,μπρε Χριστέ μου, εσένα περιμέναμε!»
Τονε προσκυνά. Εσιαχτήκανε[7] δε όπως μπορούσανε, στου μπάρμπα Γεράσιμου. Όντεν εξεκινούσανε, το δε πρωί, να γκάψουνε[8], λέει ο Πέτρος του Γεράσιμου:
« Δε ζητάς κιαμια χάρη του Χριστού;»
« Α! Ναι! Έχω μια τράπουλα χαρθιά κι όλο χάνω. Άσου να τηνε βλοήσει, να κερδίζω πάντα ότι να παίζω!»
Πιάνει τη τράπουλα, τήνε πάει του Χριστού και του λέει να την ευλοήσει, να μη χάνει. Εγέλασε ο Χριστός κι ευλόησε τηνε.
Ο Πέτρος του λέει:
« Δεν είχες καημένε μου άλλο μεγαλύτερο πράμα να του ζητήξεις;»
« Ναι! Έχω μια μηλιά απ’ όξω, μου κλέφτουνε τα μήλα, θα του πω να την ευλοήσει και όποιος πάει να κλεψει μήλα να κολλά. Να μην ξεκολλά όξω να θέλω εγώ.»
Πάει και το λέει του Χριστού κι εκέινος του ’καμε το χατίρι του. Σαν εγάϊρε εκειά που ’στεκε ο Πέτρος, άρχιξε να τονε μαλώνει πάλι.
« Δεν του ζήτηξες καημένε να πάεις στην παράδεισο, παρά του ζητάς τέτοια πράματα;»
« Α! Ναι! Και τούτονα!»
Πάει και λέει του Χριστού:
« Ότι ν’ αποθάνω θέλω να στείλεις έναν Άγγελο, να μου το πεις πλια ομπρός[9] και να με πάρεις στο παράδεισο!»
Ο Χριστός του ’κανε το θέλημα.
Εφύγανε ο Χριστός κι γι Απόστολοι. Ο Γεράσιμος απόμεινε, έπαιζε τα χαρθιά, κέρδιζε ταχτικά, απόχτησε πολλούς παράδες κι έκανε κι έδειχνε.
Μετά καιρό, πολύ ,θωρεί τον Άγγελο στην πόρτα του.
« Μπάρμπα Γεράσιμε,είμαι ο Άγγελος του Θεού κι ήρθα να σε πάρω. Ετοιμάσου!»
« Ακόμης δεν εχάρηκα τ’ αγάθα μου.Δε μ’αφήνεις κιανένα-δυό χρόνους ακόμης;»
« Δε μπορώ!»
« Δε μπορείς;»
« Όι!»
« Άντε το λοιπός ναμώς!»
Παίρνει τονε, πάει τονε στη μηλιά και του λέει :
« Κόψε μου δυο-τρια μήλα!»
Σιμώνει ο Άγγελος και κολλά.
« Δούδεις εδα, προθεσμία γη όι;»
Σαν είδε κι απόδε ο Άγγελος του Κυρίου, πως δεν ξεκολλά του δούδει ένα χρόνο προθεσμία. Τότες τον εξεκόλησε ο Γεράσιμος και τον άφηκε να γκάψει.
Σαν επέρασε ο χρόνος, νάσου τον Άγγελο στη πόρτα του Γεράσιμου.
« Έτοιμος είσαι μπάρμπα Γεράσιμε;»
« Έτοιμος παιδί μου!Στάσου να πάρω τα χαρθιά μου!»
« Ίντα θα τα κάμεις; Δε σου χρειγιάζουνται!»
« Τη δουλειά σου συ!»
Πάνε -πάνε και σαν περάσανε απού την πίσσα[10],ρωτά ο Γεράσιμος:
« Ίντα ’ναι επαδά;»
« Η πίσσα!»
« Πάμε να τη δούμε!»
« Όί δεν μπορώ να σ’ αφήσω, μου ’πε ο Χριστός να σε πάω στην παράδεισο!»
« Στάσου συ, εγώ πάω να τη δω και έρχομαι!»
Σιμώνει ο Γεράσιμος στην πόρτα τση πίσσας και θωρεί καζάνια απού εβράζανε αθρώπους, που εμουγκούντονε[11].
« Ποιοι ’ναι τούτοινε;»
« Το σόι σου!»
« Δε μου κάνεις τη χάρη, να μου τσ’ αφήσεις να τσοι πάρω;»
« Να πα να συχωράς απού γύτωσες εσυ!»
« Παίζομε μια παρτίδα χαρθιά και πού γεντίσει[12] τον άλλο να τσοι πάρει;»
« Παίζομε, λέει ο Τζερτζεβούλης!»
Το διάολο ποιος τονε γελά; Τα χαρθιά διαολικά δεν είναι;
Παίζουνε μια παρτίδα, μα τα χαρθιά ’ναι ευλοημένα απού τον Χριστό και γεντίζει ο Γεράσιμος το διάολο.
Δεν τηνε ξανάπαθε ο διάλος μα ίντα να πει, βγάνει μια δεκαρέ απού την πίσσα και του τσοι δούδει.
« Να ο λάλος σου, να ο πατέρας σου, να ο αδερφός σου…»
Πορπατούνε ακόμης, ντα λένε πως η ψυχή για να φτάξει στον ουρανό θέλει σαράντα μέρες, στο τέλος φτάνουνε στον παράδεισο. Χτυπούνε την πόρτα κι ανοίγει ο Άγιος Πέτρος.
« Επαέ μόνο ο Γεράσιμος θα μπει!»
« Ίντα λέεις, Άγιε Πέτρο; Ο πατέρας κι ο παππούς μου είναι και δε μπορώ να τσοι πάρω μέσα; Ντα του λόγου σου μου ’πες πως θα ξωμείνετε τρείς κι εξωμείνετε δεκατρείς!»
Καταφέρνει τον Άϊ Πέτρο και τσοι βάνει ούλους.
[1] Ξεκουνούσε.
[2] Βραδειά.
[3] Διανυκτερεύσουμε.
[4] Έφερνε αντίρρηση.
[5] Συμβιβάστηκε.
[6] Αιφνιδιάστηκε.τρόμαξε.
[7] Τακτοποιήθηκαν.
[8] Φύγουνε.
[9] Πιό μπροστά.
[10] Κόλαση.
[11] Μούγκριζαν.
[12] Κερδίσει.