Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια φορά ήτονε ένας παπάς πούχε μια μεθύστρα παπαδιά. Γράφει του Δεσπότη, πως δεν μπιτίζει [1]παρά να ξεχωρίσει. Αυτός δεν εκουλαντριζότανε[2] να δώσει διαζύγιο και για να συγκατανέψει τόνε καλεί στο σπίτιν του να δει με τα μάθιαν του.
Λέει το λοιπός της κεράς παπαδιάς:
«Παπαδιά μου, ο Δεσπότης θα ν’ έρθει,μόνο συγύρισε,ζύμωσε, νάεις ζεστό ψωμί και μαγέρεψε πέντ’ έξε λογιώ [3]φαητά.Εγώ πάω να τονε συνεπάρω[4].»
Αρχινά το ζυμωτό μα δεν εξέχνα την κανάτα. Κάθε δυο λεφτά τση ’θετε [5]κι απού μια κούμουλη[6] κανατέ κι έγινε φέσι. Δεν είχε νου για ζυμωτό, παραιτά το, μπαίν’ η γουρούνα κι εζύμωνε το με την μύτη τζη. Εγροίκα το πλαφ-πλουφ στη γουρούνας μα εθάριε πως ήτον’ η γειτόνισσα.
« Καλά ζύμωσε μου το γειτόνισσα! Έχω μουσαφίρη το Δεσπότη!»
Πάει πλάθει όση ζύμη είχε αφητή η γουρούνα και την επέτα όξω απ’ το παραθύρι, παρ’ επέρασε το παραθύρι για ποροφούρνι[7].
Μετά το φουρνιστό έκανε μπρόβες στον καρφίχτη, πως θα υποδεχθεί το Δεσπότη.
Όντεν εμπήκανε στο χωριό ο παπάς κι ο Δεσπότης τσοι προϋπαντήσανε οι χωριανοί. Εκειά απού χαιρετούσανε,το Δεσπότη, ο παπάς εμπροσπέρασε,μπαίνει στο σπίτι και θωρεί την παπαδιά μεθυσμένη. Σέρνει τα μαλλιάν του ο κακαποδεμένος[8], την πιάνει και τηνε βάνει στο μαγατζέ[9]. Απόεις γαέρνει[10] να υποδεχτεί το Δεσπότη.
« Πού ’ναι η γερόντισσα, γέροντα;»
« Τι να σου πω θεοφιλέστατε…το και το!»
« Άνοιξε να τση διαβάσω μιαν ευκή να μη μεθεί!»
Να μην πολυλογούμε τα ΄σιαξε ο Δεσπότης με την παπαδιά. Συμφωνούνε με τον παπά να τηνε στείλει στο δεσποτικό, να τση διαβάζει ευχές κι ίσως γενεί καλά.
Πάει η παπαδιά στου Δεσπότη, εδιάβαζε τζη καθημερινά κι ώστε να μάθει ο παπάς τα γινούμενα ήτονε έτοιμο το διαζύγιο…
[1] Δεν αντέχει, δεν υποφέρει.
[2] Πείθονταν.
[3] Ειδών.
[4] Προϋπαντήσω.
[5] Έπινε (τσ’ θέτε)
[6] Γεμάτη.
[7] Πόρτα του φούρνου.
[8] Δύστυχος.
[9] Αποθήκη.
[10] Γυρίζει.