Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια βολά ήτονε κιαείς [1]πατέρας κι είχε ένα γιο, που ήτανε αγιογδύτης και δεν του ’χε καθόλου σέβας[2].
Ήρθε ο καιρός να παντρευτεί και να καλιμεντευτεί[3].
Ο γέρος, σαν ούλους τσ’ άλλους, του ’δωκε την ευκήν του. Εχάντα[4] πως η γυναίκα του θα τόνε βάλει στου θεού τη στράτα.
Οντίμως[5] πρέπει πως η γυναίκα του ελάλιε [6]του διαόλου. Αντί να συβουλέψει τον άντρα τζη να σέβεται τον πατέρα του, του ’κοψε και το φαϊ.
Ο γέρος, ο κακοροίμαλος[7], εθώριε την αγνωμοσύνη του γυιού του μα δεν εμίλιε.
Παιδίωσανε [8]δε κι αυτοί και τα κοπέλια των εμεγαλώσανε.
Μιαν αργαδυνή[9],ένα χειμώνα, ο γέρος εψυχωμάχιε σ’ ένα καντούνι[10]. Εργούσαι[11], ψοφούσαι και φώνιαζε να του πάνε πράμα σκέπασμα. Ο γιος του λέει του γυιού του:
«Άμε, μωρέ, του Λάλο[12] σου το παλιοκάποτο απού ’ναι πεταμένο όξω!»
Σαν το ’φερε, ήτονε μεσοχωρισμένο σε δυο κομμάθια. Λέει το μιτσό [13]του πατέρα του:
«Πατέρα! Να δώσω του Λάλο το μισό και να φυλάξω τ’ άλλο μισό για σένα ότι να γεράσεις;»
«Ετσά ’ναι παιδί μου; Το ίδιο, τάξε, θα πάθω κι εγώ; Άσου να προστατέψω τον πατέρα μου εδά στα τελευταίαν του μπάρε [14]μου. «
Κι από τότε ό,τι ήθελε ο γεροντής μετά μεγάλη ευχαριστίας ο γιός του….
[1] Κάποιος.
[2] Σεβασμό.
[3] Προκόψει.
[4] Νόμιζε.
[5] Όμως.
[6] Βάδιζε.
[7] Κακόμοιρος.
[8] Κάνανε παιδιά.
[9] Βραδιά.
[10] Γωνιά
[11] Κρύωνε.
[12] Παππούς.
[13] Μικρό.
[14] Τουλάχιστον