Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια βολά ήτανε ένα κοπέλι που ’θελε παντρειά, ήλεγε τ’ αφέντη του να τονε παντρέψει.
«Να σε παντρέψω παιδί μου, μόνο πε μου ποια θέλεις να σου πάρω;»
«Μα ’γω θέλω πολλές!»
«Πάρε εδά ομπρός [1]τη μια και σε κάμποσο καιρό σου παίρνω κι άλλη!»
Είδε κι έπαθε να το καταφέρει να πάρει μια. Σαν εστεφανώθηκε, πάει ο γέρος και λέει τση νύφης:
«Άκουσε παιδί μου να σου πω. Ο γιος μου θέλει να πάρει πολλές γυναίκες κι απού σένα ’ναι [2]ανέ θέλεις να τον έεις μοναχή σου!»
«Ίντα λογιώ πατέρα;»
«Ντα[3] δεν καταλαβαίνεις εδά; Να του πετάς όλο τον πόδα σου[4]!»
Η νύφη, καλή και φρόνιμη, του πετά όλο τον πόδα τζη, ώστε απού τον έκαμε και γυαλίσανε τ’ αφτιάν του.
Μια μέρα, ξελαρμισμένος[5] κι εφτός, εκάθουντονε στον ήλιο και τονε πειράζανε οι μύγες.
«Ξιού να μην πω του πατέρα μου να σας σε παντρέψει».
[1] Για αρχή.
[2] Εξαρτάται.
[3] Για
[4] Προκαλείς με το να δείχνεις το πόδι σου.
[5] Αποκαμωμένος.