ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: Ό,τι πει η μάνα (31η)

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Μια βολά ένας έκανε τον αγιουλίτη[1].Κάθε ταϋτέρου[2] και κάθ’ αργά, επέρνα απού το μοναστήρι,έκανε μια κουταλιά[3] σταυρό,επροσκύνα κι έγκαβγε[4].

Ομπρός απού το εικόνισμα τση παναγίας ήτονε ο δίσκος, απού όποιος ήθελε έριχνε το δεκάριν του κι άφτε ένα κερί.

Κάθ’ αργά που επέρνα, εθώριε το δίσκο κι είχε κάμποσα παραδάκια.

Ντουσουντίζεται[5] κι ευτός:

« Αθρώπου να λαγονέψεις[6] δανεικά κι αγάερτα θα σου δώσει.Η Παναγία δε μπορεί να μου πεί πως δε μου δούδει ανεν τση τα ζητήξω!»

Κάνει λοιπόν το σταυρό του,στένεται στο εικόνισμα και λέει:

« Παναγία μου να πάρω, ο φτωχός. τούτανε τα ριάλια;»

Ο ίδιος στο αντιβούισμα[7] τσ’εκκλησίας ήλεγε:

« Πάρε τα!»

Τάπερνε κι έφευγε μ’ ούλην του την αδιαφορία,σα να του τάδουδε στ’ αλήθεια,η ίδια η Παναγία.

Αναζητουν οι –γι- επιτρόποι τα ριάλια.

Μια και δυό αποφασίζει ένας να πάει να χωστεί μέσα να δεί ίντα γίνεται.

Χώνεται, το λοιπός, οπίσω απού την είκόνα του Χριστού, απού ήτονε μεγάλη, θωρεί με το μούντισμα[8] το φίλο μας να μπαίνει, να κάνει το σταυρό του και να λέει:

« Να πάρω Παναγία μου τα λεφτά;»

« Πάρε τα!»

Να λέει πάλι ο ίδιος.

Σαν τόπε φωνιάζει ο χωσμένος:

« Όι μην τα πάρεις!»

Αντιστένεται[9] ο αγιουλίτης μια τζιμπέ[10],στρέφεται στην είκόνα του Χριστού και λέει:

« Ίντα ανακατώνεσαι εσύ; Η μάνα σου, μου λέει να τα πάρω!»


[1] Θεοσεβούμενος.

[2] ΠρωΊ.

[3] Λίγο το σταυρό του.

[4] Έφευγε.

[5] Σκεφτεται.

[6] Ζητήσεις.

[7] Αντίλαλος.

[8] Σκοτείνιασμα.

[9] Κοντοστένεται.

[10] Στιγμή.