Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη.
Μια φορά κι ένα καιρό ήτονε ένα αντρόυνο,άτεκνοι. Εζιούσανε σαν το ψάρι στο γυαλό.
Μια βολά έτυχε να πάει ο γέρος στη χώρα. Όντεν έγκαβε[1], θυμήθηκε ένα τετάρτι [2]κρέας απού ’χε αγορασμένο κι εκρεμούντονε στο στύλο. Λέει το λοιπώς στη γυναίκα του:
«Φοβέρισε, μπρε, λιγάκι το κρέας να μη βρωμέσει ώστε να γαϊρω!»
«Καλά!»,λέει αυτή.
Πιάνει η καλή σου, σαν έγκαψε ο γεροντής, βάνει το καπότο του ξανάστροφα[3], πιάνει ένα παλιοστέλιαρο [4], σιμώνει στο στύλο απού εκρέμουντονε το κρέας και κάνει:
«Μπαμπούλας να σε φάει…να σε φάει ο μπαμπούλας…νάτονε που ’ρχεται!» .
Είπεν του δε ότι τση ’κοψε η κόκκαν [5]τση και γαέρνει ξέγνοιαστη πως έκαμε τη παραγγελιά τ’ αντρούς τση.
Ταχυάς γαέρνει κι ο γέρος απού τη χώρα κι ως έμπαινε, το κατώφιλιο του σπιθιού του, λέει στη γρα:
« Ίντα ΄καμες,μπρε, το κρέας;»
« Δεν το θωρείς απού κρέμεται; Διάλε τη μπουκιά την έφαγα!»
« Δε σου ΄πα να το φοβερίσεις λιγάκι να μη βρωμέσει;»
« Ως έγκαψες, έβαλα το καπότο σου ξανάστροφα κι εφοβέρισα το καλά-καλά!»
« Εγώ, μπρε μπουνταλού, σου πα να το ψήσεις λιγάκι να μην τ’ αφήσεις να κρέμεται εκειά γιατί θα βρωμέσει.Εσυ επήγες να το φοβερίσεις σα νάτανε κοπέλι!»
« Γιάντα δε μου τόπες ετσά; Εκάτεχα ’γω η κακορίμαλη [6]να ξεπαραλύσω[7] τα παραβολικά[8] σου;»
« Εδά φάτο εσύ…Πάρε το να το πετάξεις τω σκυλώ,να μη γροικώ τη βρώμα μπάρε[9] μου!»
[1] Έφευγε.
[2] Τέταρτο.
[3] Ανάποδα.
[4] Παλαιά λαβη τσεκουριού,τσαπας κλπ.
[5] Κεφαλή.
[6] Κακόμοιρη.
[7] Ερμηνεύσω.
[8] Παραβολές.
[9] Τουλάχιστον