Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Ήτονε ένας καλόγερος που μια αργαδυνή [1]βρέθηκε σ’ ένα μιτάτο και ξώμεινε[2]. Οι βοσκοί βλαστημούσανε. Ο καλόγερος τσοι πατάγευε[3] νάρθουν σε θεογνωσία και να μη βλαστημούνε. Το λέει μια, το λέει δυό , τονε βαρεθήκανε οι βοσκοι και του λένε:
«Να δεις πως δεν θα γκάψεις απο δω αδε βλαστημήξεις!»
Του στρώνουνε να κοιμηθεί χάμαι στις αστιβίδες[4]. Εκείνοι κοιμηθήκανε πέρα πόδε [5]κι αφήνουνε τα αρνόριφα εκειά και τσι μανάδες σ’άλλη κούρτα[6].
Βρακούνται[7] τ’ αρνόριφα κι αναβρακούνται οι μανάδες τωνε ούλην την ώρα, μα πλειά την ώρα που θα θέτανε. Δεν αφήνανε τον καλόγερο να κοιμηθεί. Σαν να μην έφταναν τ’ αβρακισιό ανεβοκατεβαίνανε, ούλη την ώρα πάνω στο σκέπασμα του, που ήτονε άσπρο και εδιανέριζε[8]στο σκοτίδι.
Ο καλόγερος έλεγε συχνέ-συχνέ:
«Κάτω ευλοημένα, κάτω ευλοημένα!»
Στην υστεριά δεν εβάστα μπλειό και φωνιάζει:
«Πηγαίνετε στο διάολο, τρισκατάρατη γενιά, διάλε τσ’ αποθαμένους σας!»
«Καλόγερε ίντα σού ’λεγα;»
Του κάνει ο βοσκός.
Ίντα να πει ο καλόγερος; Σε μια τζιμπέ[9] κάνει[10]:
«Ο πειρασμός μετεμορφώθει είς ερίφιον και ήλθεν να με κολάσει. Ύπαγε οπίσω μου σατανά!»
Σηκώνεται ο βοσκός και βάνει αλλού τ’ αναθροφάρια, ησυχάζουνε και πήγε οπίσω του ο Σατανάς.
[1] Βραδιά.
[2] Διανυκτέρευσε.
[3] Πιέζε,συμβούλευε.
[4] Πυκνοί αγκαθωτοι δάμνοι.
[5] Εδώ και εκεί (πέρα πόδε).
[6] Μάντρα.
[7] Βελάζουν.
[8] Ξεχώριζε.
[9] Στιγμή.
[10] Λέει.