Από τον Ματθαίο Ι.Τσιριμονάκη
Μια φορά ο μπάρμπα Νικολής, στην γιορτή των Αγίων Πάντων έσκαφτε τ’ αμπέλι του.
Εκειά απού ’σκυφτε κι έσκαφτε, αναντρανίζει[1] και θωρεί σαράντα παλληκάρια και στέκανε.
«Ώρα καλή μπάρμπα!»
«Καλώς τα παλληκάρια!»
«Μ’ ετσέ σκόλη σκάφτεις τ’ αμπέλι σου;»
«Ο Θεός να μου συγχωρέσει, μοναχός είμαι , δεν μ’ ακούει [2]και σιγά σιγά είπα να ’ρθω , να μην απομείνει άσκαφτο!»
«Ν’ σ’ αειδάρουμε[3] μπάρμπα;»
«Σα θέλετε και μπορείτε!»
Κι αρχινούνε και το σκάφτουνε, ώστε να ξεσείρει ο γέρος. Σηκώνουνται, γκάνε[4] και των έπαιξε ένα γομάρι συγχωρεμούς ο αναστεναμένος[5] ο γέρος. Εκείνηνα τη χρόνια πρέπει πως δεν εγινήκε κάτω απού τον Ουρανό καλύτερο αμπέλι. Γέμισε σταφύλια και έκαμε ένα κρασί σα νάμα.
Τ’ άρεσε του γέρου και τ’ αντίχρονου, την ίδια μέρα, πάει να σκάψει τ’ αμπέλι του. Στο κολατσιδάκι ποθές, έρχουνται πάλι τα σαράντα παλληκάρια.
«Ώρα καλή μπάρμπα!»
«Καλώς τα παλληκάρια!»
«Σήμερα των Αγίω Σαράντα και σκάφτεις;»
«Ο θεός να με συγχωρέσει γιατί ’μαι γέρος, ο αναστεναμένος και μοναχός!»
«Να σ’ αειδάρωμε λιγάκι;»
«Αν έχετε την ευχαρίστηση!»
Πιάνουνε πάλι τη σκαλίδα κι ώστε να το καταλάβει ο γέρος τού ’χανε ξεριζωμένο τ’ αμπέλι.
[1] Ανασηκώνεται.
[2] Είμαι άρρωστος.
[3] Βοηθήσουμε.
[4] Έφυγαν.
[5] Ταλαίπωρος