Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια βολά οι Τούρκοι του Βάμου, είχανε Ραμαζάνι. Ενηστεύγανε ούλη τη μέρα και όντεν βασίλευγε[1] ο ήλιος ετρώγανε.
Μια μέρα ήτονε συννεφιά, ο ήλιος πότες εχώνουντονε[2], πότες εξεχώνουντονε. Ρολόγια δεν είχανε και ο δάσκαλος τωνε γη ο χότζας, έπαιζε μια μπαλωτέ[3], όντεν εβασίλευγε ο ήλιος, για να φάνε οι χωριανοί Τούρκοι.
Σαν ήτονε συνεφιά, σοφίζεται ο Ειρηνοδίκης, να γεμίσει μια παλιολαζαρίνα, απού ‘χε στο σπίτι του. Εντήριε[4] κι ως εχώθηκε ο ήλιος καλά στα νέφια, αμολαίρνει[5] το μπουρμπαδίδι[6].
Ώστε να τ’ ακούσουν οι φτωχοί, εγλακούσανε[7] να φάνε, παρ’ εθαρρούσανε πως ο χότζας έπαιξε τη μπαλωτέ.
Την ώρα που τρώγανε παρουσιάζεται πάλι ο ήλιος.
«Αλλάχ ! Μπερμπάτη[8] τακίμι[9]!!!»
Σε κάμποση ώρα ξανασυνεφιάζει, χώνετ’ ο ήλιος, μπουμ πάλι η λαζαρίνα.
Ξαναπάνε και στρώνουνται στο τραπέζι, μα ο ήλιος σε λιγάκι ξαναβγήκε στον ουρανό.
Οι Τούρκοι το θεωρήσανε μεγάλη προσβολή, να τωνε ’γγίξουνε στο ίρτζι[10] τωνε και ξεπορίζουνε[11] να δούνε απο πού βγαίνουν οι μπαλωτές.
Θα διορθώνανε το κερατά, όποιος ήτονε. Μα σαν είδανε πως βγαίνανε απού το κονάκι του Ρηνοδίκη, εμαζωχτήκανε.
Εμπέψανε στον Πασά, στην χώρα, μαντατοφόρο , του κάμανε χαρτί και καλαμάρι όσα συβήκανε.
Ο Πασάς,εγνώριζε τον Ειρηνοδίκη,τούχανε κι άλλες φορές ’πωμένο πως πειράζει τσοι Τούρκους. Εμήνυσε πως θα πάει την άλλη μέρα στο Βάμο να δει ίντα γίνεται.
Το δε[12] πρωϊ ο Πασάς με το Μοιρολάη[13] εξεκίνησε να πορίξει στο Βάμο.
Ταϋτέρου[14] θωρεί ο Ειρηνοδίκης τ’ ασκέρι να ζώνει το Βάμο και το Πασά να ξεπεζέφνει με δυό τρείς άλλους στο Πλάτανο.
Γεμίζει τη λαζαρίνα του, τη στένει καλά κοντα στο παραθύρι, βρίστει ένα φτύλι μακρύ, το βάζει στο γαρέφαλο[15] τση, του δούδει φωθιά, απόεις κλειδώνει το κονάκι του και πάει στο καφενέ να χαιρετήξει τον Πασά.
Κάνει τεμενά,χαιρετά τον Πασά, που του φωνιάζει να κάτσει κοντά του και του παραγγένει ναργιλέ.
Εμπαινόβγαιν’ η Τουρκιά κι ο Πασάς δεν ηύρε αραλίκι[16] να μιλήσει του Ρηνοδίκη.
Θα -ν- είχανε μπλιό[17] αποπιωμένο τον ναργηλέ τωνε, όντε γροικούνε[18] ένα μπουρμπαδίδι απού σείστηκε ο ντουνιάς. Ξεπορτίζουν ούλοι. Μόνο ο Ρηνοδίκης απόμεινε κοντά στο Πασά. Σε λίγο ζητάει τη άδεια να πάει στο γραφείο του.
« Πήγαινε και σε λιγάκι έρχομαι κι εγώ!»
Δεν επεράσανε δέκα λεφτά και καταφτάνουν ούλοι ξεγλωσσισμένοι κι εφωνιάζανε:
« Θωρείς Πασά μου πως δεν εντράπηκε ο φιραούνης[19], ομπρός στην αφεδιά σου να μάσε κάμει το προθεσινό ρεζιλίκι!»
« Ασιχτίρ, από μπρός μου, άδε θέλετε να με στραβώνετε κι ομπρός στα μάθια μου. Ο άθρωπος εκάουντονε μαζί μου όντεν ακούστηκε η μπαλωτέ και μισή ώρα μπάρε[20] μου ομπρός.»
Σιχτιρίζει[21] τσοι και μουδέ λέξη δε τζ’ άφηνε να του πούνε!
[1] Έδυε.
[2] Κρυβόταν.
[3] Πυροβολισμό.
[4] Έβλεπε.
[5] Ρίχνει.
[6] Πυροβολισμό.
[7] Τρέχανε.
[8] Απατεώνα.
[9] Παρέα.
[10] Έθιμο.
[11] Ξεπορτίζουν.
[12] Επόμενο.
[13] Αστυνόμο.
[14] Πρωϊνιάτικα.
[15] Είσοδος φτυλιού.
[16] Ευκαιρία.
[17] Πλέον.
[18] Ακούνε.
[19] Υπερόπτης.
[20] Τουλάχιστον.
[21] Δίωχνει με βρισιές.