ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: Ρεβυθούληδες

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Τα πολύ παλιά χρόνια ζουν, στη γη, άνθρωποι τόσο μικροσκοπικοί που τους έλεγαν Ρεβυθούληδες.

Στο χωριό έχουν χαλάσει οι σκεπές των σπιτιών. Πλησιάζει χειμώνας και οι σαράντα άνδρες αποφασίζουν να πάνε να κόψουν δέντρα στο δάσος να τις φτιάξουν.

Το δάσος είναι λίγο μακριά και αναρωτιούνται πως θα κουβαλήσουν τα τσεκούρια τους.

«Δεν μας χρειάζονται τα τσεκούρια, λέει ένας τους, σαράντα είμαστε και αν φυσήξουμε όλοι μαζί θα ρίξουμε το δέντρο που θέλουμε!»

«Σωστά το λες!», συμφωνούν οι υπόλοιποι.

Ξεκινούν λοιπόν, μα με τα τόσο μικροσκοπικά ποδαράκια τους πηγαίνουν πολύ αργά. Μετά από ώρες, να μην πω μέρες, φτάνουν σε μια γέφυρα. Μεγάλη ήταν και αποφασίζουν να την περάσουν όλοι μαζί, χωρούσαν άλλωστε.

Όμως καθώς ήταν σάπια, γκρεμίζεται στη μέση της διαδρομής και μαζί της γκρεμίζονται και όσοι από τους Ρεβυθούληδες δεν πρόλαβαν να περάσουν. Πέφτουν στο ποτάμι και μιας και δεν γνωρίζουν κολύμπι πνίγονται. Αυτοί που πέρασαν μετρούν τους πνιγμένους, που επιπλέουν και τους βρίσκουν είκοσι.

Φυσικά δεν καταλαβαίνουν πως έχουν πεθάνει και τους φώναζαν να βγουν από το ποτάμι και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Που να ακούσουν αυτοί. Είδαν κι αποείδαν οι είκοσι που απόμειναν και συνεχίζουν για το δάσος.

Καθώς προχωρούν σκέφτονται πως να περάσουν τις τάβλες από τα δέντρα που θα κόψουν μιας και το γεφύρι είναι πεσμένο. Αποφασίζουν να φτιάξουν μια μικρή γέφυρα με τις τάβλες που θα έχουν.

Βλέπουν ένα κυπαρίσσι και ενθουσιάζονται γιατί με αυτό και τάβλες θα φτιάξουν αλλά και στειλιάρια για τα εργαλεία τους.

«Πως θα το κόψουμε; Ρωτάει ο ένας.»

«Με το φύσημα δεν είπαμε;»

Φυσούν, ξαναφυσούν μα ούτε ένα φυλλαράκι δεν κουνιέται. Ακούν να φυσά αέρας στο δάσος, νομίζουν πως με το φύσημα τους κατάστρεψαν το δάσος και αποφασίζουν να σταματήσουν το φύσημα.

«Πώς θα ρίξουμε το δέντρο, τελικά;»

«Έχω μια ιδέα, λέει ένας. Θα κρεμαστούμε στην κορυφή του και θα το ξεριζώσουμε!»

«Μα θα ακουμπάμε κάτω, αισιοδοξεί ένας άλλος.»

Με τα πολλά συμφωνούν και ανεβαίνουν. Κρεμάται ο ένας από την κορυφή και οι άλλοι από τα πόδια ο ένας του άλλου σαν αλυσίδα. Συνολικά κρεμιούνται οι δέκα οκτώ. Δύο μένουν στο έδαφος.

«Τραβάτε, φώναζαν, βάλτε τα δυνατά σας να το ρίξουμε!»

«Άντε και κουνάει!»

«Πόνεσαν τα χέρια μου, λέει ο πρώτος!»

«Άλλαξε χέρι, του λένε, κι εμείς κρατάμε γερά!»

Αλλάζει χέρι και πέφτουν όλοι κάτω. Ευτυχώς που πέφτουν σε ένα βάτο και δεν σκοτώθηκαν, μόνο λίγο γρατζουνιούνται. Το θέμα ήταν πως δε μπορούν να βγουν.

Οι δύο, που έχουν μείνει στο έδαφος, γελούν με το πάθημα τους.

«Ελάτε να μας βγάλετε και πάψτε να γελάτε!»

Πλησιάζουν στο βάτο, μα πως να τους βγάλουν; Κρατάει ο ένας σπίρτα και σκέφτονται να βάλουν φωτιά στο βάτο,, να καεί και να βγουν. Βάζουν φωτιά, πάνε στην άκρη να μην καούν, παρατηρούν την καιόμενη βάτο μα που να βγουν οι δεκαοκτώ. Γούρλωναν τα μάτια τους, τρίζουν τα δόντια τους και ζαρώνουν τα μούτρα τους.

«Βγείτε έξω, τους φωνάζουν!»

Καμία απάντηση.

«Αυτοί μας κοροϊδεύουν γι’ αυτό πάμε να φύγουμε και ό,τι θέλουν ας κάνουν!»

Φεύγουν και τους αφήνουν καμένους. Όπως βάδιζαν πείνασαν, ψάχνουν να βρουν φαγητό και βλέπουν ένα κόρακα.

«Πάω να πιάσω τον κόρακα, λέει ο ένας. Εσύ πήγαινε να φέρεις ένα δαυλό, αναμμένο, από το βάτο, να τον ψήσουμε.»

Πάει να τον πιάσει αλλά αυτός πετά πάνω από ένα γκρεμό.

«Τι νομίζεις πως δεν μπορώ και εγώ να πετάξω;»

Παίρνει φόρα να πετάξει αλλά πέφτει στο γκρεμό και σκοτώνεται. Εκεί που πέφτει τυχαίνει να πέσει ένα φτερό του κόρακα και να μπει το μισό στο στόμα του.

Γυρίζει ο τελευταίος Ρεβυθούλης με τον αναμμένο δαυλό στο χέρι και βλέπει τον άλλο ξαπλωμένο στον πάτο του γκρεμού.

«Πως κατέβηκες εκεί κάτω;» Τον ρωτά.

Φυσικά δεν του απαντά, βρίσκει ένα δρομάκι και κατεβαίνει. Βλέπει το φτερό στο στόμα του συντρόφου του και νομίζει πως έφαγε τον κόρακα μόνος του.

«Έφαγες τον κόρακα; Φάε τώρα και το δαυλό!»

Του τον ρίχνει στη μούρη και φεύγει. Βαδίζει μοναχός πια και κάπου στη μέση της διαδρομής του έρχεται να πάει στην τουαλέτα. Που να βρεθεί όμως χώρος; Έπρεπε να καθίσει στη μέση του δρόμου, στην άκρη ή στην άκρη ενός γκρεμού που από κάτω ήταν θάλασσα.

«Καλύτερα εκεί που είναι η θάλασσα για να μην φαίνονται αυτά που θα κάνω», λέει και πάει και κατεβάζει το παντελόνι του. Πήγε όμως πολύ άκρη. Χάνει την ισορροπία του, πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται.

Αλήθεια ή ψέματα, δεν ξέρω. Φυσικά αν υπήρχαν Ρεβυθούληδες δεν πιστεύω πως ήταν τόσο χαζούληδες όσο ο παραμυθάς θέλει να μας τους παρουσιάσει!

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το παραμύθι αυτό είναι διασκευή από τη διήγηση ΡΟΒΥΘΕΝΙΟΙ που συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο μου ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΚΡΗΣΣΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ.