ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: «ΣΑΡΑΝΤΑ ΨΩΜΑΤΟΥΚΛΕΣ»

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Ένα κοπέλι, μια βολά, επήγε σ’ ένα μύλο και εβάστα λιγάκι άλεσμα. Ο μυλωνάς ,απού δεν είχενε και πολύ δουλειά, ως το ΄δε του ‘πε να κάμουνε μια πίτα να τηνε φάνε.

Έβανε ο μυλωνάς το νερό κι ΄λεγε του κοπελιού να βάνει τ’ αλεύρι, στην υστεριά[1] το βάνει ούλο.

«Εδά απού θα γαείρω στο σπίτι θα μ’ αλατσίσει[2] ο αφέντης μου!»

«Άντε και απού πει το μεγαλύτερο ψώμα θα κερδίσει τ’ αλεύρι. Πες εσύ!»

«Όϊ, πε εσύ!».

Λέει το λοιπώς ο μυλωνάς:

«Απ’ όξω απού το μύλο ‘χα ‘να περβολάκι με κολοκύθες, απού ‘τανε ούλες τωνε καλές μα μια ήτονε πλιά καλή. Ηρχούτανε να πάρουνε τα κολοκύθια τζη και αποτομώσανε[3] ούλα τα χωριά του τόπου. Σα αποκάμανε[4] ,μπλιό, άφηκα ένα κολοκύθι, εγίνηκε μεγάλο, το ξεκούφωσα[5] και έκαμα ‘να καράβι. Γέμισα το απού τα κολοκύθια τση κολοκυθιάς κι αποτόμωσα το Ρέθεμνος και το Κάστρο .Είπα δα τηνε δική μου, πε και συ εδά».

«Όντε εκοιλιοπόνα, η μάνα μου, να κάμει τον αφέντη μου, ήμουνε δώδεκα χρονώ. Μ’ έπεψε, ο αφέντης μου, να φωνιάξω τη μαμή να τονε πιάσει. Πάω και τηνε γυρεύω στο σπίτι τζη και δε τηνε θωρώ. Ρωτώ και μου λένε πως επήγε στο Κάστρο να πιάσει[6] ένα κοπέλι.

Πάω στο Κάστρο δεν τηνε θωρώ, ούτε εκειά, ρωτώ και μου κάνουν πως επήγε στον ουρανό να πιάση ένα κοπέλι. Επείνουνα και γύρεψα ‘να κομμάτι ψωμί. Δεν είχαν και μου δώκανε μια φουχτέ[7] κουκιά. Τα πήρα και τα κοκκάλιζα[8] και πηαίνα.

Στο δόμο μου μ’ απαντήχνει[9] μια αελέ[10], την εκαβαλλίκεψα και πήαινε να βρώ τη μαμή να που; Δε σάλευγε η αελέ και τση παίζω[11] ένα κουκί στη κεφαλή, ψοφά ντελόγο[12],φυτρώνει μια κουκιά απού φτάνει μέχρι τον ουρανό. Ξεπεζιέφνω [13], πιάνω τα φύλλα τση κουκιάς και βγαίνω σ’ τους ουρανούς και ρωτώ: “Επαδά ‘ναι η θειά μου η μαμή;” και μου κάνουνε: “Επά ‘τονε, μα ‘φυγε!”.

Έπιασα, πάλι, τα φύλα τση κουκιάς και κατέβαινα οθέ τη γη. Στο μπάτο[14] ήτονε σηκωμένη η αελέ κι είχε φαωμένα ούλα τα κουκιά. Είντα να γενώ και είντα να μη γενώ; Πιάνω και κουρεύγω την απαλάμη μου και τη γλώσσα μου και κάνω ‘να σκοινί. Βάνω το μονό και δε φτάνει, βάνω το διπλό και περισεύγει. Στην υστεριά κατεβαίνω δράμω κι όντε επέρνουνα από ‘να χωριό πετούνται από τους φούρνους οι σκύλοι. Οι σκύλοι με καπνίζανε κι οι φούρνοι με γαυγίζανε. Απου το φόβο μου ανεβαίνω σ’ ένα δρυγιά[15]και τρώω βερίκοκά. Έρχεται ο αμπελουργός απού ‘χενε τα κρομμύδια, αρπά ένα κρομμύδι, στρογγυλό σα ραπάνι, μακρουλό σα το κρομμύδι, μου παίζει μια στη κεφαλή και σκά η φτέρνα μου.

Σάλευγα και μ’ απαντήχνουνε τρείς ελές. Τσι πάτησα και εγέμησε ο κάμπος λάδι. Πώς να περάσω εδά[16]. Ξανοίγω[17] απάνω μου και θωρώ τρείς ψείρες, τσι ξεκουφώνω, κάνω τρία ασκιά και βάνω ούλο το λάδι μέσα «Γροικάς το, θεία μαμή, μα ογλήγορα να πηαίνουμε!». «Να με σηκώσεις, εγέρασα και δε μ’ ακούει[18]!». «Μα κι εγώ κοπέλι ‘μια και δε μ’ ακούει!». «Ε! μα δε μπορώ κι εγώ να περπατώ!».

Σηκώνω τηνε και σαλεύγαμε. Στο δρόμο την έθεκα[19] κοντά σ’ ενα τοίχο να ξεκουραστώ, γλιστρά και πέφτει ε’ εάν πηγάδι. Είντα να γενώ; Στρίψε- στρίψε το μαλί μου κάνει μια κακή πληγή στη κεφαλή μου, ξάνοιξε να τηνε δεις».

Επήρε το κοπέλι τ’ αλεύρι!


[1] Τέλος.

[2] Δείρει.

[3] Γεμίσανε.

[4] Τελειώσανε.

[5] Έσκαψα.

[6] Ξεγεννήσει.

[7] Χούφτα.

[8]Τραγάνιζα..

[9] Συναντώ.

[10] Αγελάδα.

[11] Ρίχνω

[12] Αμέσως,

[13] Κατεβαίνω από το ζώο.

[14] Στην κάτω άκρη.

[15] Βελανιδιά.

[16] Τώρα.

[17] Ψάχνω.

[18] Μπορώ.

[19] Ξάπλωσα.