ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: Σαράντα Ροβιθιανοί (παραμύθι)

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Το καιρό π’ εζιούσανε στο κόσμο οι Ροβιθιανοί[1],ξεκινήσανε μια μέρα σαράντα, να πάνε στη μαδάρα να κόψουνε κυπαρίσσια, να σκεπάσουνε τα σπίθια τωνε.

Ήτονε αλαργωπά[2] το χωριό τωνε απού τη μαδάρα. Σκέφτουνται ανε πάρουνε μανάρες και σκεπάρνια θα κουραστούνε.

Λέει ο ένας:

« Αντέστε, μωρέ, μα με τη φυσέ μας μόνο, σαράντα νομάτοι, θα ρίχνουμε το δεντρό που θέλομε να κόψομε!»

« Καλά λες!»

Λένε οι γι άλλοι και ξεκινούνε.

Πάνε,πάνε κι όλο στον ίδιο τόπο εβρίστουντονε. Όντεν επερνούσανε μια καμάρα[3], αγκαλιάζουνται μια εικοσαρέ, απού πηγαίναν’ οπίσω, να περάσουνε τη καμάρα ούλοι μαζί.

Έτυχ’ ο διάολος κι ήτονε σαπημένη η καμάρα, απού το βάρος το πολύ έπεσε. Πέφτουνε στον ποταμό ούλοι. Οι γι άλλοι, απού τωνε μπροσπερασμένοι, θωρούν τσ’ αποδέλοιπους[4] και πλέγανε στον ποταμό. Πηγαίνανε κάτω οθέν[5] τη θάλασσα. Μετριούνται και βρίστουντ’ είκοσι.

« Πόσοι ξεκινήσαμε;»

Λέει ο ένας δέκαπεντε, λέει ο άλλος είκοσι, λέει ο άλλος τριάντα, δεν εκατέχανε σκιάς[6] πόσοι ’τονε. Σκέφτουνται να πάρουνε τον ποταμό-ποταμό να πάνε να τσοι βγάλουνε.

« Άσε τσοι, μωρέ, τσοι κουζουλούς να γκάψουνε[7]. Φωνιάξετε τωνε κι όποιος θέλει ας έρθει, μα δεν είναι με το ζόρε!»

Αρχινούνε και φωνιάζουνε. Γιάννη! Μανώλη! Κωστή! Μανούσο! Με ουλωνώ τα ονόματα, μα διάλε το γεις τώνε εγάϊρε[8].

Παραιτούνε τζοι και γκάνε. Στη στράτα σκέφτονται, πως θα περάσουνε τσοι τράβες[9] απού θα κόψουνε. Μπορεί να γαϊρουνε ’φτοί να σιάξουνε την καμάρα και τα δε[10] θα θέσουνε[11] μια τράβα να περάσουνε από πάνω.

Πάνε ,πάνε, με τα πολλά, θωρούνε ένα κυπαρίσσι.

« Μωρέ, τούτονα κάνει πέντ’ έξε τράβες. Κάνουνε τα κλαδιά του στελιάρια για σκαλίδες και μανάρες, ούτε παραγγελίσιο να τόχαμε. Θα το κουβαλήσομε ως βρίστεται…»

« Πώς θα τα κόψουμε εδά;»

« Με τη φυσέ δεν είπαμε;»

Φυσούνε, φυσούνε, μα ούτε ένα φυλλαράκι δεν εσείστηκε. Γροικούνε παρέκει, στο δάσος να φυσά ο αέρας και λένε:

« Γιάε, μωρέ, που πήγ’ η φυσέ μας, ούλο το δάσος θα καταστρέψει, μον’ ας μη φυσούμε μπλείο[12].»

« Π’ως θα το ρίξομε;»

« Κατέτε; Να βγούμ’ απάνω να κρεμαστούμε στην κορφή του και θα το ξεριζώσουμε!»

« Μα θ’ αγγίζουμε χάμαις, μωρέ!»

Συφωνούνε και βγαίνουνε. Κρεμνάτ’ ο ένας απού τη κορφή, ο άλλος απού τα πόδια του, ο τρίτος από τα πόδια του δεύτερου. Εκάναμε μια κρομμυδοπλεξάνα[13] απού δεκαοχτώ Ροβιθιανούς. Οι δυό απομείνανε χάμαι. Σαν εκρεμαστήκανε ούλοι, κι οι δεκαοχτώ,είλεγε ο γείς τ’ άλλου:

« Σέρνετε μωρέ! Βάλετε τα δυνατά σας!»

« Α, μωρέ και κουνεί!»

Μα ο πρώτος τωνε λέει:

« Μωρέ κοπέλια επονέσανε τα χέρια μου!»

« Μετάπιασε[14] μα ’μεις κρατούμε γερά!»

Πάει να μεταπιάσει, νάσου το σταφύλι και πέφτει. Το καλό απ’ έτυχε ένας βάτος. Επέσανε μέσα και δεν εσκοτωθήκανε παρά μόνο τζαγκρουρνιστήκανε λιγάκι. Μα έλα σου απού δεν μπορούσανε να βγούνε.

Οι γι άλλοι δυό τσοι θωρούνε και γελούνε.

« Ελάστε,μωρέ,να μάσε βγάλετε!’

Σιμώνουν’[15] ευτοί μα πως να τσοι βγάλουνε. Εβάστ’ ο ένας ένα σπίρτο και συλλογιάζουνται να βάλουνε φωθιά του βάτου να καέι, απού θα βγούνε. Ώστε να το καλοσκεφτούνε την είχανε κιόλας καωμένη.

Δούδουνε φωθιά του βάτου κι απόεις ξεσέρνουνε να μην καούνε. Καίγετ’ο βάτος, ευτοί ακόμη δεν εβγάινανε. Σιμώνουνε και ντηρούνε[16] πως εγρυλώνανε[17] τα μάθια, εγρινίζανε[18] τ’ αντόδια και ζαρώνανε τα μούτρα τωνε.

« Εβγάστε μωρέ!»

Μιλιά ευτοί!

« Ας τσοι, μωρέ, ευτοί μάσε περιπαίζουνε. Άντες να γκάψομε κι εμείς να τσ’ αφήσομε!»

Γκάνε και τσ΄αφήνουνε.

Στη στράτα επεινάσανε.

« Εκέ πέρα θωρώ ένα φάσακα[19], πάω να τονε πιάσω. Εσύ άμε εκέ πέρα που άφτει η φωθιά να πάρεις ένα δαυλό[20] να τόνε ψήσωμε!»

Πάει ο ένας να πιάσει τον κόρακα, μα ως του σιμώνει,παίζ’ ένα φτερουγίδι και πετά. Ήτονε μπροστάς τωνε ένας μεγάλος γρεμνός.

« Ίντα,μωρέ, εσυ μόνο θαρρείς πως πετάς; Εδά θα δεις!»

Παίρνει φόρα ο Ροβιθιανός, κάνει να πετάξει, μα πέφτει στο γρεμνό και σκοτώνεται. Ο Σεϊτάνης το ’καμε κι εκειά απού ’τονε πεσμένος, έφτ’ ένα φτερό του κοράκου και μπαίνει στο στόμα του.

Γαέρν’ ο άλλος, μ’ένα αφτούμενο[21] δαυλό,σιμώνει στο γρεμνό και θωρεί τον άλλο στο πάτο.

« Πώς εκατέβηκες μωρέ ετουδά;»

Μα δεν τού ’δουδε απιλοή[22].Πάει απού παρέκει, βρίστει ένα παραστρατάκι, κάνει λιγάκι απογυρίδα[23] και κατεβαίνει. Θωρεί τονε κι ήτονε πεσμένος του μάκρους και του πλάτους. Το φτερό ήτονε στη μπούκα[24] του.

« Έφαες,μωρέ, το φάσακα; Σαν τον έφαες μοναχός σου, φάε και το δαύλακα!»

Του πετά στα μούτρα το δαυλό κι απόεις γκάει.

Πάει δα μοναχός του σαν τον κόρακα. Εκειά ’πού πήγαινε,του’ ρθε να κάμει νερό του. Πού να κάτσει; Στο γύρο, στη μέση γη στην παραβολή[25];

« Καλιά στην παραβολή, απού ’ναι θάλασσα απού κάτω και δε θα δείχνει η γι ατσαλιά[26] μου»

Πάει στην παραβολή, ξεζώνεται μα πήγε πολλά παραβολή,πέφτει το γυαλό και πνίγεται.


[1] Άνθρωποι μικροί σαν ρεβύθια.

[2] Μακρυά.

[3] Γέφυρα.

[4] Υπόλοιπους.

[5] Προς.

[6] Τουλάχιστον.

[7] Φύγουνε

[8] Γύρισε.

[9] Επεξεργασμένα κομμένα δέντρα.

[10] Μετά.

[11] Τοποθετήσουμε.

[12] Πλέον.

[13] Κρεμμυδοπλεξούδα.

[14] Άλλαξε θέση.

[15] Πλησιάζουν.

[16] Κοιτάζουν.

[17] Γούρλωναν.

[18] Έτριζαν.

[19] Κόρακας.

[20] Κομμάτι ξύλο.

[21] Αναμμένο.

[22] Απάντηση.

[23] Γύρο.

[24] Στόμα.

[25] Άκρη.

[26] Κόπρανα.