Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια φορά μια παπαδιά είχε πολύ αλάτσι. Επήγαινε ο παπάς κι εμάζωνε κάθε μέρα και το κουβάλιε στο σπίτι. Η παπαδιά, απού την άλλη μπάντα, το μοίραζε με τα δυό τζη χέρια.
Λέει τση ο παπάς:
« Παπαδιά μου μην φκιαρίζεις[2] τ’ αλάτσι, γιατί ’χει κόπο να μαζωχτεί!»
Εκείνη το χαβά τζη. Μια και δυό κατεργάζετ’[3] ο παπάς και τση λέει:
« Παπαδιά μου, ετοιμάσου γιατ’ έχομε στραθιά[4]!»
« Για που με το καλό;»
« Ακλούθα μου και θα δεις!»
Πάει την παπαδιά στην αλυκιά κι έβαλεν τηνε να μαζώνει ούλη την ημέρα αλάτσι.
Έμου[5] η κάψα, έμου η δίψα, έμου τα δαχτύλιαν τσζη εματώσανε να μαζώνει αλάτσι.
Το θεό τζη ν’αρνηθεί η παπαδιά άνεν ξανάδωκε μούτε τση μάνας τση αλάτσι.
[1] Αλάτι.
[2] Σκορπάς.
[3] Σχεδιάζει κρυφα.
[4] Δρόμο.
[5] Από την μιά.