Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια βολά σ’ενα χωριό ήτονε ένα αντρόυνο. Η γυναίκα δεν ήθελε να τση σιμώσει ο άντρας τση. Μια μέρα, κι οντέμης ευτός δεν ησύχασε, να κάτσει στ’ αυγά ντου, η γυναίκα του, μπεγεστιμένη[1] τούπε:
«Να δώσει ο Θεός αν σταυρωθεί[2] απόψε παιδί απάνω μου να το πάρουν οι διαόλοι!»
Σταυρώθηκε κοπέλι κείνεινα τη βραδιά, γεννάται και το βαφτίζουνε. Σαν έγινε αντράκι το ξεμοναχιάζει ο δαίμονας και το βάνει σ’ ένα γρεμνό μέσα, απού μόνο κοράκοι εβγαίνανε.
Περνά μια μέρα, περνά η δεύτερη, περνά η τρίτη, γυρεύουνε το κοπέλι μ’ αφτό εχάθηκε. Άθρωπος δεν εκάτεχε την εντούραν του[3].
Κλαίει η μάνα του…
Την τέταρτη μέρα, ο ντάντος[4] του, που έτυχε κι επέρνα απού την πέραν πάντα του γρεμνού, γροικά φωνές:
«Ντάαααντο! Ντάαααντο!»
Στένετ’ ο άθρωπος ,ντηρά,γύρου-γύρου και θωρεί το φιλιότσον [5]του, καταμεσής του γρεμνού, απού δεν επάτησ’ άθρωπος γεννούμενος ποτέ του.
«Εσύ ’σαι φιλιότσο; Πώς εβρέθηκες ετουδά;»
«Έπαε ντάντο, μ’ έφερε ένας άθρωπος, μα δεν τόνε γνωρίζω, μόνο πάρε με να με πάεις στο σπίτι μας!»
Εβάστα μια σκαλίδα κι έσιαξε σαν το στρατάκι, βγήκε λιγάκι στο γκρεμνό κι επήρε το κοπέλι. Ο Διάολος φοβάται τον ντάντο και δεν σιμώνει να πειράξει. Πάει το σ’ τση μάνας του.
Μη λογαριάσεις τσι χαρές και τα πράματα που εγινήκανε.
Το κοπέλι δεν εκάτεχε πράμα, ούτε τούπε ο πειρασμός, μόνο η μάνα ντου εθυμήθηκε το βαρύ λόγο.
Σε κάμποσον καιρό βρίστει ο Σεϊτάνης, το κοπέλι και λέει του: «Πε τση μάνας σου πως θέλω το τάξιμο τζη!»
«Ποιός είσαι του λόγου σου;»
«Εγω ’μαι που σ’ έβαλα στο γρεμνό, δε με θυμάσαι;»
«Καλά μπαρμπαδάκι!»
Πάει το κοπέλι το λέει τση μάνας του. Αφτή ψυλαυχιάζεται[6], κάνει μετάνοιες, σταυρούς και χαϊμαλιά του κοπελιού. Διατάσσει το να μην πηγαίνει αλάργο μοναχό και παραγγένει του:
«Ανεν σ’ απαντήξει πάλι ο μπάρμπας, απού ζητά το τάξιμο, να του πεις πως εξέχασες να μου το πεις!»
Με τον καιρό βρίστει, πάλι, ο κατσουνοράδης[7], το κοπέλι.
«Είπες το τση μάνας σου;»
«Εξέχασα το μπαρμπαδάκι!»
«Εγώ θα σου δώσω ένα χαρτάκι, να μην το ξεχάσεις!»
«Καλά!»
Γκάβει[8] πάλι ο τρισκατάρατος χωρίς να πειράξει το κοπέλι. Γαέρνει αφτό στο σπίτι δάρμενο κλαιγάμενο.
«Ιντα έεις παιδί μου;»
«Απάντηξε μου πάλι ο γέρος, απού ζητά το τάξιμο, κι έδωκε μου τούτονα το χαρτάκι!»
«Πε του πως εξέχασες να μου δώσεις το χαρτάκι, πως τόχασες στη στράτα!»
Κάνει πάλι ευτή λουτρουγιές, τάσσει το, διαβάζει το, μα με τον καιρό πάλι τ’ απαντά ο ξορκισμένος και ρωτά το.
«Έχασα το χαρτάκι στη στράτα και δεν τόδωκα τση μάνας μου!»
«Εγω θα σου δώσω ένα ’ν’ άλλο χαρτάκι. Πε τση πως άδε μου δώσει το τάξιμο θα το πάρω μοναχός μου την άλλη φορά.»
Γαέρνει το κοπέλι λέει τα καθέκαστα στο σπίτι, χτυπάται η κακομοίρα, φέρνει παπάδες, κάνει αγιασμούς…
Την υστεριά [9]το κοπέλι έσκασε απ’ το φόβο του.
Η γυναίκα πάλεβγε με το διάολο μα ίντα να κάνει πλιά!
[1] Αγανακτισμένη.
[2] Πιάσω.
[3] Εξαφανίστηκε (Άθρωπός δεν εκάτεχε την εντούραν του).
[4] Νονός.
[5] Βαπτιστήρι.
[6] Μπαίνουν ψύλοι στ’ αυτιά της.
[7] Διάολος.
[8] Φέυγει.
[9] Στο τέλος.