Από τον Ματθαίο Ι.Τσιριμονάκη
Μια βολά κι ένα καιρό, στη στράτα απού πορπάθιε ένας άθρωπος, θωρεί ένα κουκούτσι σταφυλιού. Ίντα να το κάμει, ίντα να μη το κάμει, βρίστει χάμαις έναν κοκαλάκι νιούς πουλιού και το βάνει μέσα. Πάει στη στράτα ντου και θωρεί, σε κάμποσο καιρό, κι εξεφύτρωσε έναν κλήμα.
« Πρέπει να βρω τίβοστι[1], μεγαλύτερο, να το βάλω!»
Θωρεί μια κοπανιάς[2] ένα κόκαλο λιονταριού, το παίρνει και βάνει μέσα το κοκαλάκι του πουλιού με το κλήμα. Παίρνει πάλι τη στράτα ντου κι επορπάθιε. Μετά κάμποσο καιρό θωρεί πάλι το κλήμα και ξεβατζαίρνει[3], απού το κόκαλο του λιονταριού.
Ίντα να βρει, ίντα να μη βρει για να αποσώσει[4] στο χωριό ντου γερό το κλήμα; Θωρεί παρέκει ένα κόκκαλο γαϊδάρου, πλιά μεγάλο απού του λιονταριού, ξεπεζέφνει και βάνει το κλήμα σ’ αυτό.
Ετσά έφταξε στο χωριό ντου, το φύτεψε, έκαμε αμπέλι, το αμπέλι έβγαλε κρασί και το κρασί το πίνουμε.
“Παραβολή είναι και να τη γροικάτε καλά όσοι αγαπάτε το κρασί. Ότι να το πίνεις λίγο-λίγο κάνεις κέφι και κελαϊδείς σαν το πουλί. Ότι να το πίνεις πολύ-πολύ γίνεσαι λιοντάρι και δε φοβάσαι κανένα, εσύ είσαι και άλλος δεν είναι. Ότι να [5]πίνεις ακόμης περισσότερο γίνεσαι γάϊδαρος…”
[1] Τίποτε.
[2] Στιγμή.
[3] Περισσεύει, ξεπροβάλλει.
[4] Φτάσει
[5] Όταν.