ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: Τρεις κατεργάρηδες

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Μιά φορά ήτονε τρείς κατεργάρηδες[1], άδουλοι[2] απού δεν είχανε πώς να ζήσουνε. Συνεννοηθήκανε να πάει ο γείς σ’ τα Χανιά, ο άλλος στο Ρέθεμνος κι ο τρίτος στο Κάστρο.

Όντε θα πέρνα ο Χανιώτης απού τσι β(B)ρύσες καi τονε ρωτούσανε:

«Ίντα νέα;»

Να πεί:

«Ο θεός έβρεχε γαϊδάρους!»

Ο Ρεθεμνώτης να πεί:

«Ήμουνε στα Χανιά κι έβρεχε γαϊδάρους, με τα σομάρια μαζί!»

Ο Καστρινός:

«Ετσά ‘ναι όπως το λένε!»

Καταλάβανε πως λέγανε ψώματα και τσοί βάνουνε στο χάψι[3]. Δεν τωνε δίνουνε να φάνε πράμα για μια -ν- ημέρα.

Τη δεύτερη τωνε κάνουνε:

«Είστε κατεργάρηδες κι οι τρείς σας. Θα δώσομε μια πίττα να τηνε φάει απού πει τη μεγαλύτερη κατεργαριά!»

Τη νύχτα ντουσουντίζονται[4] κι οι τρείς ίντα θα πεί ο καθένας τους, για να φάει τη πίττα.

Τη ταχυνή[5] σηκώνεται ο πλιά κατεργάρης και ρωτά τσ’ άλλους:

«Ίντα όνειρο, μωρέ ‘σεις, είδετε απόψε;»

«Είδα μια σκάλα απού ‘φτανε ίσαμε τον ουρανό κι έβγαινα απάνω!»

«Εσύ ίντα δες;»

Κάνει τ’ άλλου.

«Μια σκάλα απού ‘φτανε μέχρι τα καταχθόνια[6]τ’ Άδη και κατέβαινα κάτω!»

«Εγώ, το λοιπός, είδα πως ο γείς σας ανέβαινε στον ουρανό, ο άλλος κατέβαινε στον Άδη. Τότεσας είπα πως δε θα ξαναγαείρετε κα σηκώθηκα κ’ έφαγα τη πίττα!».


[1] Απατεώνες.

[2] Άνεργοι.

[3] Φυλακή.

[4] Σκέφτονται.

[5] Πρωϊ.

[6] Βάθη.