ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (12)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (12ο)

βαλίδικο,το: γόνιμο-πεδινό έδαφος(τουρκ.), φρ. «το χωράφι απού σου δίνω κοπελιά μου είναι βαλίδικο».

βαρδάκι,το: αμύγδαλο ενδιάμεσης σκληρότητας(τουρκ.), φρ. «βάλε μου μισή οκά βαρδάκια».

βεντέμα,η: μεγάλη παραγωγή πιθαριών, φρ. «μεγάλη βεντέμα έχουμε οφέτος και δε κατέω που θα τηνε πουλήσωμε».

βίδελο,το: κατεργασμένο δέρμα βοδιού για υποδήματα, φρ. «άμε να μου πάρεις κάμποσο βιδέλο κι έχουμε πολλά στιβάνια να σάξωμε».

βεράνικος-η-ο: αφύλαχτος(τουρκ.), φρ. «βεράνικο έιναι τ’ αμπέλι και μπαίνουνε οι αίγες κι αλωνίζουνε».

βερσελάμ: αυτό είναι, τέλος(τουρκ.), φρ. «βερσελάμ! Εν μπορώ μπλιό τη φασαρία σας θα σασε βγάλω όξω απού το σπίτι».

βρασκολεκανίδα,η: μεγάλη πήλινη λεκάνη για πλύσιμο λαχανικών, φρ. «φέρε μπρε τη βρασκολεκανίδα να πλύνω τα χόρτα που μάζωξα απού το κάμπο».

βούρβουλο,το: λασπόνερο, τέλμα, φρ. «γεμίσανε οι δρόμοι βούρβουλα και δεν εόυμε που θα σαλέψωμε».

βουρί-βουρίδι: μούσκεμα, φρ. «δεν εφόριες μπρε πράμμα μουσαμά κι έγινες βουρί με τη βροχή απού πέσε;».

βουρλατζής-ινα: έχει λεπτές γάμπες, φρ. «δεν τηνε θέλω τη κοπελιά κι είναι βουρλατζίνα».

βούτσωμα,το: επάλειψη του αλωνιού με βουτσές (κόπρανα βοοειδών), φρ. «αμέτε να κάμετε βούτσωμα τ’ αλωνιού και τη ταχυνή θα βάλωμε ομπρός να αλωνέψωμε».

βρεχολιάζει-λιαζοβρέχει: ταυτοχρόνως βρέχει και λιάζει, φρ. «ξάνοιξε εδά που βρεχολιάζει μη πας και γυρέψης τη κοπελιά για θα αντιφεγγίζει η κασίδα σου».

βροντότριχα,η: λεπτό σκουλίκι-παράσιτο στα κόπρανα των προβάτων, φρ. «τα ωζά μου σύντεκνε έουνε βροντότριχα ίντα λες να τωνε κάμω».

βρώση,η: φαγητό, φρ. «να του δίδεις κάθε μέρα χρήματα για ψωμή και βρώση».

βύβος,ο: θόρυβος, βουητό, φρ. «πριχού το σεισμό ακούστηκε ένας γερός βύβος».

βυζέρνω: επιπλήττω, φρ. «σαφή βυζέρνεις το κοπέλι δείχνε από την αρχή ίντα θα κάνει».

γάζι-γκάζι,το: πετρέλαιο(τουρκ.), φρ. «άμε μπρε να πάρης μια ουλιά γάζι ν’ άψωμε τη λάμπα να φέγγωμε».

γαζόλυχνος,ο: 1.λύχνος πετρελαίου(τουρκ.), φρ. «κραθιε το γαζόλυχνο να πάμε απής σκοτεινιάσει να μαζώξομε καμπόσους χοχλιούς». 2.ολιγόμυαλος, νωθρός, φρ. «ίντα να το κάμω το κοπέλι μου απού γαζόλυχνος».

γαζοντενεκές,ο-γαζοντενέκα,η1.δοχείο μεταφοράς υγρών (17λιτ)(τουρκ.), φρ. «πάρε το γαζοντενεκέ να τονε γεμίσεις λάδι να το πας στη χώρα τση θυγατέρας μας και μου μήνυσε πως δεν έει». 2.αμόρφωτος, φρ. «ο γυιός του ξαδέρφου σου είναι γαζοντενεκές ξεγάνωτος».

γαϊλές-χαϊλές-καίλες,ο: έγνοια, καϋμός(τουρκ.), φρ. «άλλο γαϊλέ δεν έω παρά πως θα παντρέψει ο σύντεκνος σου τη θυγατέρα του!».