ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (19)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (19ο)

τόψιος-α-ο: υβριστική-μειωτική αναφορά σε πρόσωπο χωρίς αναφορά ονόματος, φρ. «ίντα έμπλεξες με τούτονε τον τόψιο παιδί μου;».

τραφοκοπημένος-η-ο: χωρισμένο-τριγυρισμένο με χαντάκι, φρ. «το χωράφι απού ‘ναι τραφοκοπημένο είναι εδικό μου και θέλω να το ξεφορτωθώ».

τράφος,ο: 1.χαντάκι, φρ. «γεμάτη νερά βρόχινα είναι η τράφος απου ‘ναι ομπρός από το σώχωρο μας». 2. φράχτης από πέτρες γύρω από ένα χωράφι χωρίς λάσπη, φρ. «εκειά στην άκρη τ’ αμπελιού στον τράφο θα τα σπάσω-τα αμύγδαλα».

τριγουνίζω: βασανίζω, απασχολώ, φρ «μια νοσταλγία ανίκητη το νου μου τριγουνίζει».

τρίετσος-η-ο: αποτελούμενος από  τρία κομμάτια, φρ. «ξάνοιξε τούτονε το τρίετσο χωράφι θαρρώ πω κιανείς δε θα θέλη να το πάρη».

τρόχαλος,ο: σωρός από πέτρες, φρ. «αναμαζώξετε τσι πέτρες από το λιόφυτο και κάνετε ένα τρόχαλο στη μια άκρα».

τσικαλάρικος-η-ο: σαν τσουκάλι, φρ. «ξάνοιξε μια τσικαλάρικη κεφαλή απού έχει τούτοσες ο άθρωπος».

υπέρπυρο,το: παλαιό βυζαντινό νόμισμα, φρ. «και δια πληρωμή μου εσάστημεν (μου συμφωνήθηκαν) υπέρπυρα δέκαεπτά».

φαδιάζω: υφαίνω, φρ. «έκατσα στο τελάρο (αργαλειό) να φαδιάσω μια πατανία τση θυγατέρας μου

φερμός,ο: 1.βέβαιος(ιταλ.), φρ. «είσαι φερμός πως τούτονε το σπίτι είναι του συντέκνου σου, να μη μπούμε σε κιανενούς άλλου». 2.αμετάβλητος, φρ. «από μικιός είναι φερμός στα μυαλά ντου».

φ(β)ετσάρα,η: άγρια κατσίκα γκρεμνών, φρ. «που πάνω- στα γκρεμνά-σκαρφαλώνουνε μόνο φετσάρες αίγες».

φημέριος,ο: επόπτης, φρ. « ο κουμπάρος μου με ‘βαλε φημέριο σ τσι δουλείες που κάνουνε οι εργάτες στα λιόφυτα ντου».

φιορετέινος-η-ο: από λεπτό μετάξι, φρ. « γιάε ένα φιορετέινο ποκάμισο ίντα όμορφο απου ναι».

φ(χ)ιού σου: δηλώνει αηδία αναφερόμενο σε κατάπτυστο, φρ. «ίντα ναι τούτανε τα γίβεντα απού κάνεις φιού σου μωρέ παράουρε».

φλασόπουλο,το: μικρό φλασκί, φρ. «γέμισε το φλασόπουλο να πάρη το κοπέλι νερό στο σκολιό».

φρούδι,το: κορυφή γκρεμνού, φρ. «και το φαράγγι θα το ιδώ, γκρεμνούς και άγρια φρούδια».

φτενούρι,το: φτωχό σε χώμα χωράφι, φρ. «τούτονε τα ο φτενούρι ξανοίγεις να μοι πουλήσεις ξάδερφε, για παράουρο με περνάς;»

φύτι,το: νεόφυτο αμπέλι, φρ. «άμε στο φύτι μας να σκάψης μια ουλιά τσι κουρμούλες».

φυτίδι,το: μικρό νεόφυτο αμπέλι, φρ. «ίντα όμορφο απού ‘ναι το φυτίδι σου συμπέθερε κι είναι μέσα στο χωριό».