ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (21)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (21ο)

αθάλι,το: αφράτο, «μαλακό, φρ. να φάω πολλά αμύγδαλα και να ‘ναι και αθάλι».

αλικοντίζω: εμποδίζω, φρ. «λιγάκι το ταξίδι μου μόνο τ’ αλικοντίζει».

απαλαγό,το: γόνιμο αιγοπρόβατο, φρ. “ξάνοιξε να σου δώσουμε κάμποσα απαλαγά ωζά για να αναπιάσουμε ένα κουράδι».

αποκωλώνω : χάνομαι πίσω από τη γωνιά την κορυφή ή κάποιο σταθερό σημείο, φρ. «να τονε συνοδεύσουνε, μέχρι να ‘ποκωλώσουν».

αχιμάδα, η: θυμάρι, φρ. «ένας σταχτόγκριζος λαγός από την αχιμάδα τινάζεται».

βακούφι κάνω: αφιερώνω-κληροδοτώ σε εκκλησιαστικό ίδρυμα(τουρκ.), φρ. «κάνει βακούφι στο μοναστήρι του αγίου Ηλία στο αυτό χωριό το μισόν τζι πράμα (περιουσία) σερνάμενο και στεκάμενο (ακίνητο και κινητό)».

βιτσίλα,η: είδος σταυραετού, φρ. «βιτσίλες είδος σταυραετού και χιλιάδεφοι (τσιχλογέρακας), γεράκια τριγυρίζουν».

γιούπης,ο: γύπας, αρπαχτικό πουλί, φρ. «θωρεί στο θόλο τ’ ουρανού γιούπηδες και γεράκια».

δεφτερδάρης,ο: εισπράκτορας φόρων(τουρκ.), φρ. «έπεψε πάλι ο συφοριασμένος ο Πασσάς το δεφτερδάρη μα αναμαζώξει ότι μας απομείνε  από το λάδι μας».

διάγουμα-διάγμα-διάγουμο-διαγούμισμα,το: 1.λεηλασία(τουρκ.), φρ. «μπήκανε οι τούρκοι το χωριό μας και δεν αφήκανε πράμα από το διάγουμε απού κάμανε».  2.ξεπούλημα, φρ. « με το διάγουμα απού κάμες στο έχη σου κοπέλι θα απομείνης στη ψάθα».

διασαξής-διασαχτσής-γιασαξής,ο: 1.ακόλουθος, φρουρός, σωματοφύλακας, φρ. «ήρθε ο Πασσάς στο χωριό με ούλους του τσοι διασαξήδες». 2.ελεχκτής, φρ. «άκουσε με ξάδερφε καλά και δε σ’ έβαλα διασαξή στο σπίτι μου». 3.μεσολαβητής για τακτοποίηση υποθέσεων, φρ. «άμε να πης του κουμπάρου μας να μπη διασαξής στη δουλεία απού χουμε με το γείτονά μας».

διασίζω: απαγορεύω, φρ. «Ο νωματάρχης διασίζει να μη παίζουνε κουμάρι σ τσοι καφενέδες».

δίκρι κάνω: μνημονεύω, αναφέρω(τουρκ.), φρ. «να θυμηθείς πως θα κάνεις δίκρι τσι κουβέντες απού σου λέω όντε μεγαλώσεις».

δραμόρακη,η: δυνατή ρακή, φρ. «τούτηνε τη δραμόρακη ίντα μα τηνε φερες να μασε κάμεις τη κεφαλή καζάνι». 

εδά στε: τώρα δα, μόλις, φρ. «εδά στε ήρθενε ο σύντεκνός σου απού τονε κάλεσες να πιούμε μια ρακί»

εζπέρι: απέξω και ανακατωτά(τουρκ.), φρ. «εξπέρι μούπε το κοπέλι το μάθημα ντου».

ελέ: ποπο!(τουρκ.), φρ. «ελέ μωρή γυναίκα και εξέχασες το τσικάλι στη παρασιά και θα καή το φαητό».

ελέ μου: προ πάντων(τουρκ.), φρ. «ελέ μου να κάμης κείνονα απού μου πες».

ελεμές.ο: 1.εξαίρετος-διαλεχτός άνθρωπος(τουρκ.), φρ. «ο αδερφός μου είναι ο ελεμές του τόπου ντου και τονε σέβουνται ούλοι». 2.πρώτης ποιότητας προϊόν, φρ. «του αμπελιού σου ο ελεμές είναι γλυκός σα μέλι».  3.παλιάνθρωπος-τιποτένιος, φρ. «είναι ο κύρης σου ελεμές κι άθρωπος δεν τονε θέλει».