Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (7ο)
κρασολαήνα,η: λαΐνι για κρασί, φρ. «άμε μπρε γυναίκα να φέρης τη κρασολαήνα και τσι κούπες να πιούμε μια με το σύντεκνο».
κρασομούζουρο,το: δοχείο που χωρά ένα μουζούρι κρασί, φρ. «αμέτε να φκαιρέσετε το κρασί στο κρασομούζουρο».
κρασοσκούτελο,το: μικρή γαβάθα για κρασί, φρ. «ίντα φερες το κρασοσκούτελο δε θα μας σε φτάξη να πιούμε και οι δυό μας».
κρατημένος-η-ο: υποχρεωμένος, φρ. «κρατημένος είμαι ξάδερφε με τη δουλειά απού μου κάμες».
κρατημένος (είμαι): αναλαμβάνω υποχρέωση, φρ. «να σε κρατημένος να μάθης την ψαλτική».
κτενιάς,ο: εργαλείο για το ξάσιμο του λιναριού, φρ. «εδά απού θα πας στη χώρα πάρε μου ένα κτενιά και μ ου χάλασες εκεινοσές απού ‘χα».
λαβοράδος-α-ο: κεντημένος(ιταλ.), φρ. «ξάνοιξε όμορφα απού ‘ναι λαβοράδο το τραπεζομάντιλο».
λαβοριά,η: κέντημα(ιταλ.), φρ. «ξάνοιξε τη λαβοριά στο μαξελάρι ίντα όμορφη είναι».
λαζιώτης,ο: χορός προερχόμενος απού τους Λαζούς του Πόντου, φρ. «κατέτε μπρε στο τόπο σας να χορεύγετε λαζιώτη;».
λαμπασμένος-η-ο: αυτός που περιέχει, φρ. « τούτονε το πιθάρι είναι λαμπασμένο λάδι».
λαουντάρω: εγκρίνω(ιταλ.), φρ. «να πας στο κατή να σου λαουντάρη τη πούληση απού καμες».
λάσο-λεγάτο,το: κληροδότημα(ιταλ.), φρ. «από το λάσο μου θα παίρνει λεφτά το χωριό να σπουδάζουμε δασκάλοι τα κοπέλια απού είναι καλοί μαθητές».
λεμεντάρομαι: παραπονιέμαι(ιταλ.), φρ. « ετσά απού λάλιες έχεις ούλα τούτανα παθομένα ίντα λεμεντάρεσαι εδά».
λέτζε,η: νόμος(ιταλ.), φρ. «δε σασε αρέσει τουτηνε η λέτζε απού φέρανε εκείνηνα απού ψηφίσατε ίντα φωνιάζετε εδά».
λιανοκοπιά,η: μικρό πράγμα, φρ. «ίντα λιανοκοπιά είναι τούτονε το ψωμί πού μού δωκες ξάδερφε;».
λίδι,το: μικρό ελαιόδενδρο, φρ. «λίδια μωρέ έχει το χωράφι απού μου πουλείς τοσανά λεφτά».
μαγγανοσανίδα,η: σανίδα σύνθλιψης σταφυλιών, φρ. «φέρε μωρέ τη μαγγανοσανίδα να πατήσωμε τα σταφύλια».
μαγινάτομαι: φαντάζομαι(ιταλ.), φρ. «μαγιτάνομαι ξάδερφε πως ο γιός σου θα γενεί τρανός όντε μεγαλώσει».
μαθητεύω: διδάσκω, φρ. «σε ποιο τόπο μαθητεύει ο γυιός σου ο δάσκαλος;».
μακρυσκάμνι,το: μακρύ σκαμνί που χρησιμοποιούν οι μυλωνάδες, φρ. «βάλε μωρέ παιδί μου τα ψωμιά απού βγαλα απού το φούρνο στο μακρυσκάμνι να κρυώσουνε μια ουλιά».
μαναρόλα,η: εργαλείο σκαψίματος, φρ. «φέρε μου τη μαναρόλα να πάω στο σώχωρο να ανοίξω κάμποσα αυλάκια».