ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (8)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (8ο)

μαντάδο,το: εντολή(ιταλ.), φρ. «επαέ δε θέλομε μαντάδα από ξενομπάτες  μόνο ξάνοιγε…».

μαντζέτα,η: αγελαδίτσα(ιταλ.), φρ. «όμορφη απού είναι η μαντζέτα σου ξαδέρφη».

μαρτής-μαρτάρης-μαρτάρικος,ο-μαρτί,το-μαρταρόγα,η: οικόσιτο μικρό ζώο, φρ. «και το λιοντάρι κι ο μαρτής ίντα ‘χει μετά σένα».

μελισσοκαπαρός-η-ο: με τρίχωμα γκριζοξανθοκόκκινο, φρ. «απού πήρε το κοπέλι κι έγινε μελισσοκαπαρό;»

μελισσός-η-ο: μελίς, φρ. «τούτηνε τη μελισσή φοράδα θέλω να μου δώσεις σύντεκνε».

μεριά-μερέ-μερά-μερέα,η: μεριά, φρ. «κάτσετε μωρέ κοπέλια φρόνιμα σε τούτηνε τη μερέ».

μεσακός-η-ο: μεσιακός, φρ. «φέρε μου το μεσακό αρνί γιατί θαρρώ πως είναι πλιά μεγάλο».

μεσοκόπι,το: μέση του έργου, φρ. «τα μισά-να μου δώση- στο μεσοκόπι και τα άλλα μισά όταν απομάθω το ψαλτήριον».

μεταγνώθω: μετανιώνω, φρ. «δε μεταγνώθω για όσα κάμα στη ζήση μου γη καλά γη κακά».

μετακτίζω: επισκευάζω, φρ. «ξάνοιξε πως μετάκτισε ο γυιός μου το σπίτι, θωρείς ίντα πιτήδειος απού είναι;».

μιτσάκης,ο: μικρούλης, φρ. «τούτονε το μιτσάκι θαρρώ πως είναι διαολάκι».

μονέδα,η: νόμισμα(ιταλ.), φρ. «η δουλεία απού άνοιξες σύντεκνε έω ακουστά πως κόβει πολύ μονέδα».

μόντε,το: ποσό, σύνολο(ιταλ.), φρ. «πόσο είναι το μόντε των παράδων απού χρωστείς κουμπάρε;»

μουζουρέα,η: έκταση που παράγει ένα μουζούρι(19,5 κιλά), φρ. «τούτονε το χωράφι απού πουλώ είναι δυό μουζουρέες».

μουράρος,ο: κτίστης, φρ. «που τονε ηύρες το μούραρο απού σπου κτίζει το σπίτι, θαρρώ πως θα τονε πάρω κι εγώ».

μουρτάρι,το: γουδί(ιταλ.), φρ. «φέρε μου κοπελιά μου το μουρτάρι να σπάσω κάμποσα καρύδια».

μουσκλιά,η: είδος δαμασκηνιάς, φρ. « όμορφη είναι συντέκνισσα η μουσκλιά απού έχεις στο σώχωρο, να πάρω κάμποσα μάθια να κεντρίσω τη εδική μου».

μπαλοτάρω: κληρώνω(ιταλ.), φρ. «ίντα θα μπαλοτάρετε στο πανηγύρι του χωριού σας ξάδερφε αρνί γη ρίφι».

μπατσντές,ο: επαρκής(ιταλ.), φρ. «είναι μπατσντές ο εργάτης απού σου πέψα για τσ’ ελές ξάδερφε;».

μπίκος,ο: τσάπα, φρ. « πάρε το μπίκο να αρχινήξης να σκάφτης το αμπέλι».

μπόκος,ο: είδος πιθαριού(ιταλ.), φρ. « άμετε να αδειάσετε στο μπόκο το καρπό απού κουβαλήσετε απού τ’ αλώνι».

μπορεμένος-η-ο: δυνατός, φρ. «γέρασα μωρέ κοπέλια και δεν είμαι μπορεμένος να σα σε συδράμω τσ’ ελές».