ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΒΙΒΛΙΟ

Μουσική Καταγραφή στην Κρήτη 1953-54, Υλικό από την έρευνα του Samuel Baud-Bovy

Κυκλοφόρησε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών-Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ το πολυτελές δίτομο έργο Μουσική Καταγραφή στην Κρήτη 1953-54, Υλικό από την εθνομουσικολογική έρευνα του Samuel Baud-Bovy γενικής επιμέλειας Λάμπρου Λιάβα, εθνομουσικολόγου και αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η εργασία αυτή, αν και αναφέρει ως ημερομηνία έκδοσης το Νοέμβριο του 2006, είναι διαθέσιμη από τις αρχές του 2007 αρχικά από το ίδιο το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και υποθέτουμε σύντομα από τα βιβλιοπωλεία. Πρόκειται για μια πολυτελή έκδοση με 2 τόμους (συνολικά 360 σελίδων) και 2 μουσικά cd με δείγματα από την έρευνα του Ελβετού μουσικολόγου τη δεκαετία του 1950 στην Κρήτη, με εισαγωγικά κείμενα από το Λάμπρο Λιάβα, το Μάρκο Φ. Δραγούμη, τον Bertrand Bouvier και τους υπεύθυνους του Αρχείου Samuel Baud-Bovy στη Γενεύη.

Όπως σημειώνει και ο Λ. Λιάβας στο εισαγωγικό του σημείωμα: «…ο S. Baud Bovy επιδίωξε, με επιστημονική μέθοδο και χωρίς σοβινιστικές προκαταλήψεις, να τοποθετήσει την ελληνική μουσική παράδοση στον ευρύτερο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο όπου ανήκει, αναπτύσσοντας παράλληλα μια σειρά από τεκμηριωμένα επιχειρήματα για τη συνέχεια και την εξέλιξη στους αιώνες όχι μόνο της ελληνικής γλώσσας, αλλά και της μουσικής παράδοσης».

Η έρευνα αρχικά προσπάθησε να επικεντρωθεί στην κεντρική και ανατολική Κρήτη, καθώς είχε προηγηθεί (1953) η επίσκεψη και καταγραφή των τραγουδιών της δυτικής Κρήτης, γνωστών και ως ριζίτικων, που οδήγησε στην έκδοση του τόμου Chansons populaires de Crete Occidentale (έκδοση Μ.Λ.Α. και Mincoff, Γενεύη 1972). Τελικά οι καταγραφείς, πέρα από τους νομούς Λασιθίου (Σητεία, Λιθίνες, Βασιλική, Ιεράπετρα, Κριτσά, Κρούστα, κ.α.), Ηρακλείου (Γέργερη, Γωνιές, κ.α.) και Ρεθύμνου (Ανώγεια, Μελιδόνι, Σπήλι, Ρούστικα), επισκέφτηκαν αρκετές περιοχές του νομού Χανίων, όπως διάφορα χωριά της επαρχίας Σφακίων, αλλά και τους Λάκκους, το Θέρισσο, τα Μεσκλά, τα Παλαιά Ρούματα, τις Λουσακιές, τον Πλάτανο, το Καστέλι, κ.ά.

Ο πρώτος τόμος περιέχει, πέρα από τα εισαγωγικά σημειώματα, το ιστορικό και τη μεθοδολογία της έρευνας με τα κείμενα των συνεργατριών του Baud-Bovy, Αγλαΐας Αγιουτάντη και Δέσποινας Μαζαράκη σχετικά με την προετοιμασία της έρευνας λίγους μήνες πριν και τις εντυπώσεις τους από το πρώτο αυτό ταξίδι, όπως και τις πρώτες εντυπώσεις τους από την κρητική μουσική. Στην (έως σήμερα) ανέκδοτη επιστολή της Μαζαράκη στον Baud-Bovy το 1953 μετά από το ταξίδι της στην Κρήτη διαβάζουμε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κρητική μουσική της εποχής (ορισμένες παρατηρήσεις θα μπορούσαν άνετα να έχουν γραφεί ακόμα και σήμερα!):

«…Η εκλογή σας για να αρχίσουμε από τη Κρήτη ήταν πολύ πετυχημένη από κάθε άποψη. Η Κρήτη όμως είναι απέραντη, έχει τεράστιες ιδιομορφίες και θέλει πολλή, μα πολλή δουλειά. Φτάνει να σας πω ότι τέσσερα χωριά της Ρίζας, δηλ. στους πρόποδες της Μαδάρας (Λευκά Όρη), που απέχουν το ένα με τʼ άλλο μισή ώρα με τα πόδια και που δύο απ’ αυτά αποτελούν μια κοινότητα, είχαν αισθητή διαφορά στους σκοπούς των τραγουδιών που τραγουδούσαν και διασώζονται. […]

Τα ριζίτικα, τα τραγούδια της τάβλας δηλαδή, αρχίζουν να εξαφανίζονται. Δύσκολα βρίσκεις ανθρώπους κάτω από τα 45 χρόνια να τα τραγουδούν καλά. Όλοι αναγνωρίζουν ότι μόνο οι γέροι τα ξέρουν καλά, με τον «ήχο». Επικρατεί ο δεκαπεντασύλλαβος σε όλα τους σχεδόν τα τραγούδια και τα παλιά ιστορικά σώζονται μόνο στη μνήμη γέρων από 70-75 χρονών και πάνω. Τα τραγουδούν «χύμα» καθώς λεν, δηλαδή σʼ έναν ορισμένο σκοπό που παραλλάσσει από περιοχή σε περιοχή. Αυτά που σας γράφω συμβαίνουν στον νομό Χανίων και κυρίως στην επαρχία Κυδωνίας και Σφακιών. Σ’ αυτήν επικρατούν τα τραγούδια της τάβλας, τα ριζίτικα. Στα γλέντια τους, πού ʼναι κυρίως γάμοι και βαφτίσια, περνούν τον περισσότερο, για να μην πω όλον, τον καιρό τραγουδώντας. Χορεύουν λίγο Οι καλοί «γλεντιστάδες», αυτοί δηλ. που ξέρουν τα τραγούδια καλά, χαίρουν ιδιαίτερη εκτίμηση. Αρχίζει ένας το τραγούδι και μετά το παίρνει όλη η συντροφιά. […]

Σ’ αυτές τις περιοχές όργανα σχεδόν δεν υπάρχουν. Όταν θέλουν όργανα, παραγγέλνουν από την Κίσσαμο που φημίζεται για τους οργανοπαίχτες της και τα θαυμάσια κρασιά της. Έχει τέτοιο κρασί, που μόνο το κόκκινο χρώμα του να βλέπατε θα ευχόσαστε να μπορούσατε να πιείτε όλο το βαρέλι. Όταν σε ένα χωριό ρωτήσεις για τον τραγουδιστή που είναι καλός στα ριζίτικα θα σου πουν: ήταν ο τάδε μακαρίτης, αυτός μόνο τα ήξερε… Τα λέει τώρα κι άλλος, αλλά εκείνος ήταν!..
Και τώρα ως προς τα όργανα. Η ασκομαντούρα (ασκί), το θιαμπόλι (φλογέρα) και η λύρα [σ.σ.: εννοεί το λυράκι] μπορούμε να πούμε ότι έχουν εξαφανιστεί. Με δυσκολία βρίσκουμε κανέναν πολύ γέρο ή παιδί μικρό που να παίζει μʼ αυτά. Η λύρα η παλιά με τα γερακοκούδουνα φαίνεται ότι παίζεται ακόμα στη Σητεία, όπου παίζεται με συνοδεία νταουλιού –αυτά θα σας τα γράψει η Αγλαΐα. Στο Ηράκλειο παίζανε άλλοτε τη λύρα μόνη της, με μοναδική συνοδεία τα γερακοκούδουνα τον δοξαριού της. Τώρα όμως η λύρα αντικαταστάθηκε από τη βιολόλυρα, που παίζει με τη συνοδεία λαούτου, μαντόλας ή μαντολίνου. Σε πολλά κομμάτια το λαούτο κάνει ακομπανιαμέντο. Αυτός ο συνδυασμός είναι πολύ κακόγουστος, για μένα. Τα Κρητικά κομμάτια, συρτά πεντοζάλης κ.λ.π., χάνουν αφάνταστα στο λαούτο. Τώρα η βιολόλυρα που επικρατεί στην περιοχή Ρεθύμνης και Ηρακλείου πάει να αντικατασταθεί από τα βιολιά που έχουν εισχωρήσει στην περιοχή Κίσσαμου. Εκεί άρχισε να εισχωρεί και το κλαρίνο. […]

Επίσης με γοργό ρυθμό χάνονται οι παλιοί χορευτικοί σκοποί και αρχίζουν να επικρατούν οι καινούργιοι που βγάζει ο Κουτσουρέλης –ένας παραφουσκωμένος από εγωισμό λαουτιέρης– και κάτι άλλοι παρόμοιοι. Παίρνουν μικροτράγουδα στερεοελλαδίτικα που τα κρητικοποιούν, τους κολλούν και ένα όνομα ενός χωριού και αυτά τα κυκλοφορούν.
Γιʼ αυτό η γνώμη μου είναι ότι πρέπει πάση θυσία να μαγνητοφωνήσουμε τους 2-3 λυράρηδες που η ηλικία τους κυμαίνεται από 65-89 χρονών, προτού πεθάνουν. Φοβάμαι πως, αν θελήσουμε να πούμε ότι κάναμε την Κρήτη, δε θα μας φτάσει η μια αποστολή του Πάσχα, αλλά θα πρέπει να γίνει και δεύτερη σε πολύ σύντομο διάστημα, προτού πεθάνουν οι ήδη λιγοστοί γέροι.
Όσο για τη μαγνητοφώνηση των τραγουδιών, πιστεύω πως θα πρέπει να πάρουμε το ίδιο τραγούδι όχι μόνο από 2 ή 3 τραγουδιστές του ίδιου χωριού αλλά πολλών χωριών, για να μπορέσουμε να ξεκαθαρίσουμε ποιος ήχος είναι ο σωστός του ήχος. […]
Υ.Γ. Ξέχασα να σας γράψω ότι στη δουλειά μας θα μας βοηθήσει η αφάνταστη αγάπη και κατανόηση του πληθυσμού, αλλά θα μας δυσκολέψει ίσως ο εγωισμός μερικών ερασιτεχνών διανοουμένων ντόπιων, που κινούνται από έναν κενό τοπικιστικό δήθεν πατριωτισμό. Αυτά όμως θα τα πούμε προφορικά…»

Στη συνέχεια έχουμε την περιγραφή από τον ίδιο τον Baud-Bovy της έρευνας και των εντυπώσεών του από αυτή με αρκετά εντυπωσιακά σχόλια που επιβεβαιώνουν τα όσα ανέφερε στην επιστολή της η Δ. Μαζαράκη. Το επόμενο κεφάλαιο περιέχει μια σειρά από κείμενα του ερευνητή με συμπεράσματα από τις έρευνες και τις καταγραφές που αφορούν τους σκοπούς της ρίμας και του Ερωτόκριτου, των κρητικών νανουρισμάτων, των κρητικών τραγουδιών του γάμου, των κρητικών μοιρολογιών, των μουσικών οργάνων που συνάντησε (και ειδικότερα της λύρας, που, όπως επισημαίνει, επέζησε της επέλασης του βιολιού στον ελλαδικό χώρο), αλλά και συγκεκριμένα κείμενα για χορούς, όπως το Χανιώτικο συρτό και τη διαφοροποίηση του από τους υπόλοιπους νησιώτικους συρτούς, τον (ρεθυμνιώτικης καταγωγής, όπως αναφέρει) Πεντοζάλη, τον Πηδηχτό χορό και τις παραλλαγές του (Καστρινό, Λασιθιώτικο, Μεσαρίτικο κ.λ.π.) και το ρυθμό ορισμένων κρητικών τραγουδιών, με κείμενα που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Τέλος το βιβλίο κλείνει με μια παράθεση της βιβλιογραφίας που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα.

Στο δεύτερο βιβλίο περιλαμβάνονται οι παρτιτούρες και οι στίχοι των καταγραφών που περιέχονται στους δίσκους ψηφιακούς δίσκους (cds) που συνοδεύουν την έκδοση σε επιμέλεια του διευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Μάρκου Φ. Δραγούμη και του Θανάση Μωραΐτη. Εδώ να σημειώσουμε ότι μας χαροποίησε ιδιαίτερα ότι μία από τις πηγές που βοήθησε τους επιμελητές της έκδοσης στην απόδοση κάποιων λέξεων που χρησιμοποίησαν οι τραγουδιστές ήταν το Κτηνοτροφικό Λεξικό (α΄ έκδοση του Συλλόγου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσηστη Γέργερη Ηρακλείους Ρεθύμνου το 1998, με επιμέλεια των τελευταίων μαθητών του δημοτικού σχολείου του χωριού και του δασκάλου τους Γεωργίου Πολάκη) που περιέχεται στο βιβλίο «Το χωριό μας» του Πολιτιστικού Συλλόγου Χαρκίων, εκδ. 2004, στου οποίου την έκδοση ως μέλος του συλλόγου συνέβαλε και ο γράφοντας.

Εντυπωσιακές τουλάχιστον θα χαρακτηρίζαμε τις φωτογραφίες που συνοδεύουν την έκδοση. Φωτογραφίες ιδιαίτερα «δυνατές» μιας Κρήτης, που ήδη από τη δεκαετία του 1950 έδειχνε αργά αλλά σταθερά να «δύει». Οι περισσότερες από αυτές φαίνεται να είναι του Manuel Baud-Bovy, γιου του Samuel, που συνόδευε τον πατέρα του στην έρευνά του.

Θα κλείσουμε την αναφορά μας στο έργο αυτό με δυο λόγια του Λάμπρου Λιάβα που το επιμελείται:

«Το έργο του Samuel Baud-Bovy είναι πρότυπο και πρωτοπόρο όχι μόνο στον τομέα της έρευνας, ανάλυσης και θεωρίας της ελληνικής μουσικής αλλά και γενικότερα στο χώρο της εθνομουσικολογικής επιστήμης. Ελπίζουμε ότι οι προσπάθειες για μια συστηματική δημοσίευση και ανάδειξη του, που έχουν αρχίσει τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γενεύη, καρπό των οποίων αποτελεί και η παρούσα έκδοση, θα συντελέσουν ώστε να το καταστήσουν προσιτό στην επιστημονική κι εκπαιδευτική κοινότητα καθώς και στο πλατύτερο μουσικόφιλο κοινό».

Και ήδη άργησε (η καταγραφή και ανάδειξη του) θα συμπλήρωνα εγώ…

Κώστας Βασιλάκης