Επιμέλεια: Ματθαίος Ι. Τσιριμονακης
Επέρασε το κολατσιό κ’ ήρθε το μεσημέρι.
-Ατζέμπα [1]πούν’ ο Μουσταφάς κι αργεί και δεν προβαίνει[2];
Το μεσημέρι πέρασε κ’ εγύρισε[3] το βράδυ.
-Ατζέμπα πούν’ ο Μουσταφάς κι αργεί για να προβάλη;
Ένα τση πρώτος ξάδερφος έρχεται και τση λέγει:
-Το Μουσταφά σκοτώσανε κι ακόμ’ ίντ’ ανημένεις;
Ξεμουρωμένη[4] έφταξε είς του πασά τη σκάλα,
να μάθη για τον άντρα τη, δεν του μιλεί καθάρια.
Ξεμουρωμένη έφταξε εκεί απού καπνοπίνει,
πάει και τον αναρωτά κ΄ εκείνος τση μανίζει[5].
-Σώπαινε κερά Μουσταφού να μου μιλήσει κι άλλος,
γιατί θα είσαι αφορμή να φύγ’ απού το κάστρο.
Σώπαινε κερά Μουσταφού, πάψε τηνε τη γλώσσα,
Γιατί θα είσαι αφορμή να φύγ’ απού τη χώρα.
-Παύγω τηνε τη γλώσσα[6] μου μα η καρδιά μου βράζει,
γιατί ‘χασα τον άντρα μου, τα’ όμορφο παλληκάρι.
-Λυπούμαι τον το Μουσταφά, φούλι[7] μου και ζιμπούλι,
μα ίντα να του κάμωμε που θα χαθούμε ούλοι;
Δεν ήσαν οι Κουκούλιδες περίσσια ξακουσμένοι,
μα δα ‘χασαν τα κάρβουνα κ’ είνιε ξαγγριγεμμένοι.
Μα όντεν τσοι γιουργάρανε [8]στο Κλαδισό ‘ποκάτω,
ατζέμπα πούνι’ οι Σφακιανοί γη εμπήκανε τη Γαύδο;
Οι Σφακιανοί δεν κλέφτουνε όξω[9]σφαχτά και βούγια,
βλέπουσε[10]μη σε κλέψουνε αγάπη μου καινούργια.
[1] Άραγε.
[2] Εμφανίζεται.
[3] Έφτασε.
[4] Χωρίς φερετζέ.
[5] Θυμώνει
[6] Σταματώ να ομιλώ.
[7] Νάρκισσε.
[8]Κάνανε έφοδο.
[9] Εκτός από.
[10] Πρόσεξε.