ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ Με το τουφεκι και τη λυρα

Με το τουφέκι και τη λύρα: 99 χρόνια μετά την Ένωση, στην εποχή του Μνημονίου

ΑΠΟΥ ‘ΧΕΙ ΑΡΜΑΤΑ ΑΣ ΒΑΣΤΑ ΚΙ ΑΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΣ ΕΥΡΕΙ – 99 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

«To Δημοτικόν Συμβούλιον, συνελθόν εν πλήρει αυτού απαρτία εν τη έδρα του Δήμου, αποφασίζει παμψηφεί, συνεχίζον το προαιώνιον πρόγραμμα του Κρητικού Λαού, κηρύττει, εν ονόματι της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την Ένωσίν της μετά της μητρός Ελλάδος, όπως μετά ταύτης αποτελέσει εν αναπόσπαστον και αδιαίρετον Βασίλειον. Προσκαλεί τον Βασιλέα των Ελλήνων να αναλάβει την διακυβέρνησιν του τόπου. Επιδοκιμάζει τας εθνικάς ενεργείας της Κυβερνήσεως του τόπου και προσκαλεί αυτήν να διοικεί την Νήσον εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α’, μέχρις ού ούτος ονομάσει αντιπρόσωπόν του».

Όταν οι παλιοί μας υιοθετούσαν στους δήμους της τότε Κρητικής Πολιτείας ψηφίσματα σαν κι αυτό, υλοποιούσαν θέσεις και απόψεις δεδομένες, έχοντας πίστη στα δίκαιά τους και αποφασισμένοι να τα κατακτήσουν. Γι’ αυτό νίκησαν τελικά, μετά από αιώνες σκλαβιάς, μοιρασμένης εξ ίσου χρονικά ανάμεσα στους δυό διαχρονικά δυνάστες του λαού μας, τους Δυτικούς και τους Τούρκους. Γιατί επέμειναν με πείσμα στην προσήλωσή τους στην ταυτότητά τους, αυτή που τους διαχώριζε από τους κατακτητές τους, αυτή που τους επιφύλαξε τόσα βάσανα στην προσπάθεια των εχθρών να την απαλείψουν.

Αυτή η απαρασάλευτη επιμονή στην ταυτότητά μας, ήταν αυτή που έφερε την ελευθερία στο λαό μας, και την Ένωση με την Ελλάδα στην Κρήτη. Στην πορεία χάθηκαν πολλοί. Άλλοι παλεύοντας να αντισταθούν, άλλοι όμως χάθηκαν για το λαό μας προσχωρώντας στους δυνάστες, τουρκεύοντας, γινόμενοι οι ίδιοι πια καταπιεστές. Τους πρώτους τους τιμούμε και γνωρίζομε ότι αυτοί είναι η αιτία που εμείς σήμερα είμαστε ελεύθεροι, οι δεύτεροι ήταν κάποτε αυτοί ενάντια στους οποίους πολεμήσαμε, για περιπέσουν πια σε λήθη.

Ημέρες επετείων, συνηθίζομε να θυμόμαστε τα γεγονότα. Αρχικά αυτό γινόταν με περίσσια συγκίνηση κι ενθουσιασμό, άλλωστε ήταν κοντινά και το φρόνημα απαράλλαχτο. Πάνω σ’ αυτό το φρόνημα στηρίχτηκε η συνέχεια των προσπαθειών μας, η συμμετοχή στο Μακεδονικό αγώνα, η Μάχη της Κρήτης, η συλλογή όπλων για τον αντιαποικιακό αγώνα της Κύπρου για την Ένωση. Κι οι αξίες που το γέννησαν, με πρώτο το αντιστασιακό πνεύμα και μαζί του την αλληλεγγύη, την ολιγάρκεια και την εργατικότητα, συνοδεύουν τους παλιούς μας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι σχετικά πρόσφατα.

Σε κάποιο σημείο όμως, αυτά χάθηκαν. Γι’ αυτό και οι επέτειοι είναι πια μόνο ματιές στο παρελθόν, επίτηδες ξεκομμένες από το σήμερα, επίτηδες μνημόσυνα κι όχι αφορμή για αναβάπτιση και προσωπικό απολογισμό του καθενός μας, τι κάμαμε σήμερα για να μπορούμε να κοιτούμε στα μάτια τους παλιούς μας, πως θα φανούμε κι εμείς αντάξιοι. Αυτό πια το προσπερνούμε γρήγορα, και κοιτούμε να βγάλομε την υποχρέωση που μας δίδει η υπόμνηση της επετείου με κάποιαν ομιλία που απαριθμεί ιστορικά γεγονότα και μένει εκεί. Είναι πια σχεδόν ενοχλητική η μέρα αυτή, καθώς δε μας βολεύει πια να μετρούμε τη μικρότητά μας με τους παλιούς, καθώς για μας η κατανάλωση μη αναγκαίων αγαθών είναι πιο σημαντική από την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας.

Γι’ αυτό και σήμερα βλέπομε να διαλύεται η κοινωνία γύρω μας και δεν αντιδρούμε. Θερίζομε αυτό που σπείραμε χρόνια τώρα με δανεικές απολαύσεις, με μια ψευδαίσθηση νεοπλουτισμού, αλλά τον πλούτο φροντίσαμε να μην το δημιουργούμε. Η πατρίδα μας δεν είναι πια παραγωγική, και τώρα ο λογαριασμός πληρώνεται, και μάλιστα με λάθος τρόπο. Όχι με ανασύσταση του παραγωγικού ιστού, όχι με στόχο την αυτάρκεια, όχι με προσπάθεια να φύγομε από την κρίση στηριγμένοι στις δικές μας δυνάμεις. Η Δύση και οι Τούρκοι είναι πάλι μπροστά μας, η πρώτη μας σπρώχνει στην οικονομική εξαθλίωση και στην αποδόμηση του κοινωνικού ιστού, η δεύτερη μας κατακτά σιγά σιγά, και το κυριότερο, δίχως να χυθεί στάλα αίμα.

Η Δύση μας επιβάλλει την ταπείνωση του να διακονευόμαστε την ελεημοσύνη της και να λέμε κι ευχαριστώ από πάνω. Τι θα πουν οι παλιοί μας, αυτοί που αντιστάθηκαν στους Ενετούς, αλλά κι αυτοί που πιο πρόσφατα δέχτηκαν τους βομβαρδισμούς των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στο Ακρωτήρι, όταν ξεσηκώνονταν κατά του Τούρκου; Τι θα πουν αυτοί που είδαν τη σημαία μας να πέφτει από τον ιστό από πυρά των Ευρωπαίων και έτρεξαν να βάλουν ιστό το κορμί τους ώστε να τη σηκώσουν ξανά; Πως θα αντιδρούσαν εκείνοι που έτρεξαν τότε στη Μακεδονία σήμερα που το προξενείο αλωνίζει στη Θράκη; Κι άραγε, θα έλεγαν οι γιαγιάδες παραμύθια στα παιδιά για τη ζωή των πασάδων που αιματοκυλούσαν την Κρήτη κάθε λίγο; Εμείς όμως σήμερο δεχόμαστε να βλέπομε ανελλιπώς στην τηλεόραση την παραμυθένια ζωή του Σουλεϊμάν, του σφαγέα του λαού μας, αυτού που έσυρε χιλιάδες παιδιά μας στο παιδομάζωμα.

Οι παλιοί μας είχαν αξίες και πίστη, είχαν και θεσμούς που προστάτευαν την κοινωνία όπου ζούσαν. Η άμεση δημοκρατία, με την αυτοδιοίκηση σε επίπεδο κοινότητας, σήμαινε τη συμμετοχή όλων στις αποφάσεις και την ανάδειξη των πιο αξιόπιστων στην ηγεσία. Είναι χαρακτηριστικό το πώς πάρθηκε η απόφαση για την επανάσταση του Δασκαλογιάννη και τη συμμετοχή των Σφακιανών στον πανελλήνιο σηκωμό των Ορλωφικών. Σήμερα για ποια δημοκρατία μιλούμε, εμείς που είμαστε εκλογικοί πελάτες, αν όχι γλείφτες πολιτικών που δεν ενδιαφέρονται για τα κοινά, εθισμένοι στις επιδοτήσεις που δεν προώθησαν την παραγωγικότητα αλλά εξασφάλισαν τη σιωπή μας;. Τα κόμματα λειτούργησαν με τρόπο που τραυμάτισε το πολίτευμα, και η επιστροφή σε μορφές αμεσοδημοκρατικής διοίκησης αποτελεί ζητούμενο για την επανασύνδεση της κοινωνίας με την άσκηση της εξουσίας. Η αναντιστοιχία της διοίκησης με το λαϊκό αίσθημα φαίνεται κάθε μέρα, με κάθε καινούργιο μέτρο που στραγγαλίζει το λαό μας. Φαίνεται επίσης και η απώλεια των αντιστασιακών μας αντανακλαστικών, αφού μέχρι τώρα δεν έχομε αντιδράσει όπως θα γινόταν άλλοτε, απέναντι σε ξένες ή ξενόδουλες εξουσίες.

Οι παλιοί μας είχαν περηφάνεια κι αξιοπρέπεια. Σε τέτοιο βαθμό, που αν έκριναν ότι θίγεται, προέβαιναν ακόμα και σε εγκλήματα τιμής. Σήμερα δεν υπάρχουν εγκλήματα τιμής, υπάρχει όμως τεράστια εγκληματικότητα. Γιατί η κοινωνία έχει πια αλλάξει, γιατί σήμερα έχομε κατακτήσει ένα επίπεδο ζωής στηριγμένο στα δανεικά και στα ψέματα, και για να το διατηρήσομε θα πρέπει πια να καταφύγομε στην παραβατικότητα. Δε θα σκεφτούμε στιγμή να επιστρέψομε στην ολιγάρκεια, να συνειδητοποιήσομε ότι οι «ανάγκες» που μας δημιουργεί ένα ολόκληρο σύστημα δεν είναι ανάγκες.

Ενωθήκαμε λοιπόν με την Ελλάδα πριν 99 χρόνια. Με μιαν ¨Ελλάδα που έφευγε προς τα μπρος, και που η Κρήτη επιτάχυνε αυτή την πορεία της, πορεία που κάηκε από το διχασμό στις στάχτες της Σμύρνης, πριν 90 χρόνια, γιατί έχομε και την επέτειο της Μικρασιατικής καταστροφής δυστυχώς, που ούτε κι αυτή μας οδηγεί σε διδάγματα. Ενωθήκαμε με την Ελλάδα μετά αγώνες λυσσαλέους για να καταντήσομε σήμερα, όλοι μαζί, να μη νοιαζόμαστε για την πατρίδα μας, να αναγκαζόμαστε να φεύγομε στα ξένα και πάλι για να γλυτώσομε από τη φτώχεια.

Έχομε προβλήματα τεράστια. Αλλά αν έχομε πίστη στην αξιοπρέπειά μας, στην κοινωνική δικαιοσύνη, πρέπει να παλέψομε εδώ. Δυο λέξεις δύσκολες, το «παλέψομε» και το «εδώ». Αλλά εκείνοι που έφεραν την Ένωση, κι οι πιο παλιοί που αγωνίστηκαν γι αυτήν αλλά δεν την έφτασαν, δε δίστασαν στιγμή ούτε για το ένα, ούτε για άλλο. Ας είναι λοιπόν η επέτειος της Ένωσης όχι ένα ακόμα μνημόσυνο, αλλά μια αφορμή να αφυπνιστούμε, να σταθούμε αντάξιοι εκείνων, και να μπορέσομε να τους κοιτάξομε στα μάτια κάποια στιγμή.

του Μανώλη Εγγλέζου