ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ Με το τουφεκι και τη λυρα

Με το Τουφέκι και τη Λύρα: Κοινοτισμός και νεοφιλελευθερισμός

του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη
metotoufekikaitilyra.wordpress.com

Ο κοινοτισμός υπήρξε ο τρόπος πάνω στον οποίο δόμησε ο λαός μας την κοινωνική του συγκρότηση. Μέσα από αιώνες δουλείας και καταπίεσης, στην κοινότητα εύρισκε το καταφύγιο για την επιβίωσή του, μέσα από αυτήν διατηρούσε την ταυτότητά του, άρρηκτα συνυφασμένη με την ορθοδοξία, ως αντίσταση στη διπλή πίεση που δεχόταν να αλλάξει, από το τουρκικό Ισλάμ και την καθολική Δύση.

Η κοινοτική οργάνωση στηρίζεται στη έλλειψη μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων· η διαφορά του πλούσιου από το φτωχό είναι μικρή. Ο κλήρος είναι κατακερματισμένος και όλοι έχουν από λίγο, δεν υπάρχουν γαιοκτήμονες και κολλήγοι. Και ο καθένας χρειάζεται τον άλλο για να σταθούν μαζί όρθιοι. Μοναχός του ο καθένας θα δυσκολευτεί.

Έτσι, το μοντέλο της οικονομίας είναι το μικρομεσαίο. Οι επιχειρηματικές προσπάθειες παίρνουν τη μορφή συνεταιρισμού (πλοία, βιοτεχνίες), ενώ και όπου η δραστηριότητα είναι ατομική, πάλι η βοήθεια της κοινότητας έρχεται σε περιόδους που χρειάζεται κορύφωση της προσπάθειας. Ο τρύγος και η κουρά είναι και σήμερα υπομνήσεις του κοινοτικού τρόπου οργάνωσης.

Γύρω από αυτά διαμορφώνεται κι ένα ξεχωριστό ήθος, που κατανοεί την αλληλεξάρτηση των προσώπων στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου και εμπεδώνει τον αμοιβαίο σεβασμό, διαμορφώνει άγραφους κανόνες που επιχειρούν να ρυθμίσουν τις σχέσεις των μελών της κοινότητας, ενθαρρύνει τη συλλογικότητα ως προϋπόθεση επιβίωσης.

Οι κανόνες είναι απλοί, συγκεκριμένοι και ίστανται υπεράνω προσώπων· η παραβίασή τους είναι προσβολή στην κοινότητα, όχι σε μέλη της, και η αποκατάσταση της διασαλευθείσας ισορροπίας είναι καθήκον του καθενός και της κοινότητας συνολικά. Γιατί τους κανόνες αυτούς δεν τους επιβάλλει κάποια εξουσία, ο λαός τους διαμορφώνει για να αυτοδιοικηθεί, είναι λοιπόν υπόθεση του καθενός να εφαρμόζονται. Η εξουσία, ξένη και καταπιεστική έχει τους δικούς της κανόνες που επιβάλλει στους υπόδουλους, κι απέναντι σ’ αυτήν αναδεικνύεται το αντιστασιακό ήθος, ένοπλο και πνευματικό, σε κάθε ευκαιρία. Γιατί κι εκεί που η ένοπλη δράση δεν έχει περιθώρια, η εμμονή στην ιδιοπροσωπία μας αποτελεί ύψιστη μορφή αντίστασης: Δε θα παραδώσομε την ταυτότητά μας στο δυνάστη για να γλυτώσομε τις κακουχίες και την καταπίεση.

Με άξονες την αντίσταση προς τα έξω και το σεβασμό προς τα μέσα, η κοινότητα προχωρά, αναπτύσσεται, κατακτά τη συνέχειά της και ελπίζει σ’ ένα μέλλον δίχως δυνάστες. Διαπλέκεται με τις όμορες κοινότητες στη βάση των κοινών τους αξιών και ταυτότητας, στη βάση της συμμετοχής τους στην ίδια μοίρα, στον ίδιο λαό. Και χτίζει κάτι παραπάνω, μαζικοποιεί την αντίσταση, διαμορφώνει σχέσεις κοινότητας σε επίπεδο χωριών, περιοχών.

Εκεί διαμορφώνονται οι συνθήκες όπου, μετά από πολλές απόπειρες, τα οράματα γίνονται πράξη, η λευτεριά κατακτιέται κι επεκτείνεται. Εκεί θα στραφούμε στις δύσκολες στιγμές του ελεύθερου βίου, μας, στην κοινότητα, όχι στον ατομικισμό της Δύσης, ούτε στην εξαφάνιση του προσώπου από τη δεσποτεία της Ανατολής. Σε μια σύνθεση που και το σύνολο υπάρχει και λειτουργεί, και τα μέλη του παραμένουν πρόσωπα αυθύπαρκτα κι όχι άτομα α-πρόσωπα.

Ο κοινοτισμός σήμερα στην πατρίδα μας υποχωρεί. Ο επελαύνων καταναλωτισμός, σημάδι του εκδυτικισμού της χώρας, δεν αγαπάει τα πρόσωπα. Χρειάζεται άτομα-αριθμούς να τον υπηρετούν, αποκομμένα το ένα από το άλλο, κι ας κάθονται δίπλα. Καθένας τώρα νοιώθει πως δε χρειάζεται τον άλλο. Η σχέση του με τον δίπλα είναι ανταγωνιστική. Κι αντί για κοινότητα, έχομε άθροισμα ανθρώπινων μονάδων.

Η μονάδα όμως δε μπορεί να αντισταθεί. Κι αν έχει χάσει το αντιστασιακό ήθος, μάλλον δε θα θέλει κιόλας. Θα παραδώσει την ταυτότητά της, θα μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο για να επιβιώσει, θα χαίρεται που μπορεί να καταναλώνει κι ας χάνει την αξιοπρέπειά της. Κι εκεί θα έχουν χαθεί όσα για αιώνες υπερασπίζαμε.

Την πορεία αυτή επιβάλλουν μια σειρά συνθήκες και τάσεις της εποχής: Ο νεοφιλελευθερισμός, η παγκοσμιοποίηση, η επεκτατικότητα σε βάρος λαών. Όμως, τα κλειδιά για να την αντιστρέψομε, τα έχομε. Εμείς οφείλομε να αποφασίσομε αν θέλομε να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, και να εκσυγχρονίσομε την παράδοσή μας, δηλαδή να εφαρμόσομε τον τρόπο των παλιών μας για να απαντήσομε στις σύγχρονες προκλήσεις. Να διαμορφώσομε λοιπόν κάτι καινούργιο, που θα πατά και θα εξελίσσει αυτά που βρήκαμε και που ακόμα υπάρχουν κάπου βαθιά μέσα μας.