ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μιχάλης Φλουρής (Καρεκλάς) από τη Θεοδώρα Μυλοποτάμου

Ο Μιχάλης Φλουρής ή Καρεκλάς συνιστά μια τυπική και χαρακτηριστική περίπτωση τοπικού μουσικού της περιόδου της μουσικής της Κρήτης, που οι μουσικοί σταδιακά διαχωρίστηκαν από το κοινό  (ενώ πριν κοινό και μουσικοί ήταν ισότιμα μέλη του γλεδιού και τση παρέας) και πέρασαν από το καθαρά ερασιτεχνικό στο ημιεπαγγελματικό και τελικά στο επαγγελματικό στάδιο, «εκσυγχρονίζοντας» παράλληλα το ρεπερτόριό τους: αποβάλλοντας και ενίοτε ξεχνώντας τις πολλές κοντυλιές του σιγανού πεντοζάλη (που κυριαρχούσαν ως τότε σε μεγάλη ποικιλία) και τους τοπικούς χορούς της επαρχίας τους (π.χ. τον τριζάλη, τον κατσαπαδιανό, τον απανωμερίτη, το σωτή κ.λ.π. στην επαρχία Αμαρίου, το μικρό μικράκι σε όλο το νότιο νομό Ρεθύμνου ως και τον Αποκόρωνα κ.λ.π. –εν προκειμένω για το Μυλοπόταμο το μυλοποταμίτικο πηδηχτό, που είναι μάλλον αδύνατο τώρα πια να εξακριβώσουμε αν χορευόταν στην περιοχή της Θεοδώρας), κρατώντας τη σούστα και το μαλεβιζώτη (καστρινό) και υιοθετώντας ως κύριο χορό το χανιώτικο συρτό (χανιώτη) φιλτραρισμένο μέσα από τις διασκευές, το παίξιμο και τις συνθέσεις των Ρεθεμνιωτών, και ιδίως του Σκορδαλού και του Μουντάκη, παράλληλα παίζουν και το σιγανό και πηδηχτό (πεντοζάλη), αλλά σε δεύτερο πλάνο. Ο συρτός είναι ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος.

Ο Μιχάλης Φλουρής γεννήθηκε το 1927 στη Θεοδώρα, όπου και μεγάλωσε. Παιδί πολυμελούς αγροτικής οικογένειας («δυο αγόρια και έξε αδερφίδες»), έζησε από τα μικρά του χρόνια τη φτώχεια και τη σκληρή αγροτική εργασία, όπως όλα τα παιδιά των χωριών. Τη μουσική πρωτογνώρισε από τους τοπικούς μουσικούς της περιοχής του, όπως ο Χαράλαμπος Σωπασής από τα Χελιανά, ο Μαρκομιχάλης από το Χώνος, ο θείος του Γιάννης Φλουρής από τη Θεοδώρα που «έπαιζε τον πρώτο σκοπό του συρτού» (λυράρηδες και οι τρεις –έπαιζαν λυράκια, απ’ αυτά που κυριαρχούσαν τότε), αλλά και ο άλλος θείος του, ο Μύρος, που έπαιζε στην ασκομαντούρα του «πολύ ωραία πεντοζάλι».

Ο Μιχάλης είχε από παιδί έντονη την έφεση της μουσικής, με αποτέλεσμα, σε προσχολική ηλικία, να ζητήσει μια λύρα από τον παππού του (μια μ-περόνα τση καρέκλας έσκισενε –ούτε ταβλί– και μού ’βαλεν ένα συρματάκι και είχε κι ένα, με συχωρείτε, ένα μουλάρι και μού ’καμεν ένα δοξαράκι με τσι τρίχες τσ’ οράς) και να κατασκευάσει αργότερα, στο δημοτικό, μόνος του μιαν αυτοσχέδια λύρα παιχνίδι, που την έκρυβε το πρωί έξω απ’ το σχολείο, για να μην του τήνε πάρουνε τ’ άλλα παιδιά.

Στα 17 του χρόνια, Οχτώβρη του ’45 (1945), έτυχε σ’ ένα γάμο στο κοντινό χωριό Μακρυγιάννι, όπου το γλέντι βαστούσε ο διάσημος λυράρης από την πόλη του Ρεθύμνου10 Αντώνης Παπαδάκης ή Καρεκλάς συνοδευόμενος, στο λαούτο, από τον έφηβο ακόμη και αργότερα κορυφαίο λαγουθιέρη από το Σπήλι Αγίου Βασιλείου Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη).

Ο Μαρκογιάννης, όπως και ο Μιχάλης Φλουρής, ήτανε με κοντά παντελόνια –«απού τη γ-κούνια έπαιζε το λαούτο», κατά την έκφραση του Μιχάλη. Ήταν ένας γάμος σχετικά μεγάλος σε κάλεση (πλήθος καλεσμένων), κάπου χίλιοι άνθρωποι, και το γλέντι κρατούσε, κατά το συνήθειο της εποχής, ένα τριήμερο. Ο Μιχάλης πλησίασε τα όργανα, που είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν (ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για το φαγοπότι, μόνο για τη μουσική), και ο μεγάλος Καρεκλάς, βλέποντας το ενδιαφέρον του, τον κάλεσε να καθίσει κοντά τους όλη τη νύχτα και να μαζώνει τα λεφτά από τα χαρίσματα που θα βάνανε στους μουσικούς οι μερακλήδες κατά το χορό τους. Έτσι κι έγινε –κάποια στιγμή μάλιστα ο Καρεκλάς έβαλε το Μιχάλη να τραγουδήσει ένα σκοπό (που μάλλον ήταν ο κολυμπαριανός συρτός, γνωστός από το σπουδαίο βιολάτορα του νομού Χανίων Μαύρο, κατά την ανάμνηση του Μ.Φ.: «όλα ό,τι έπαιζεν ο Καρεκλάς δεν τα θυμούμαι, εκείνο τόνε θυμούμαι πολύ καλά, εκείνο τον εσυχνόπαιζενε») και διαπίστωσε έτσι ότι έχει την αίσθηση του ρυθμού, δηλαδή ξέρει να μπαίνει. Διαπίστωσε επίσης, από την κατασκευή των δαχτύλων του (ιδίως από το σχήμα των νυχιών), ότι αυτός ο νέος «μπορεί να μάθει λύρα». Έτσι, μετά το τριήμερο γλέντι τον κάλεσε ευθέως να έρθει στο Ρέθυμνο και να παραμείνει κοντά του για κάποιο χρονικό διάστημα για να του δείξει λύρα.

Φύσει συνεσταλμένος, ο Μιχάλης επέστρεψε στη Θεοδώρα (όπου είχε γίνει γνωστό, από στόμα σε στόμα, ότι ο Μιχάλης του Μιχαλογιώργη ετραγούδηξενε στο γάμο) και ζήτησε τη γνώμη και, ουσιαστικά, την άδεια του πατέρα του για να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του σπουδαίου μουσικού. Ο πατέρας του, κατά τη διήγηση του ίδιου του Μ.Φ., δέχτηκε αμέσως (πράγμα που μάλλον πρέπει να μας εντυπωσιάσει, γιατί οι άνθρωποι της εποχής εκείνης συνήθως δεν ήθελαν να γίνουν τα παιδιά τους μουσικοί –μάλιστα τα απέτρεπαν όσο μπορούσαν– γιατί οι μουσικοί, όπως είναι ευνόητο, ήταν άνθρωποι που εργάζονταν νύχτα, αντιμετώπιζαν μεθυσμένους κ.λ.π., συχνά έλειπαν από το σπίτι τους πολλά μερόνυχτα και φυσικά δεν αμείβονταν καθόλου ικανοποιητικά –με δυο λόγια, δεν πρόκοβαν). «Και κι άλλοι του το ’λέγανε». Έτσι, ο Μιχάλης «μετά λίγες μέρες» πήγε στο Ρέθυμνο και έμεινε αρχικά κοντά στον Καρεκλά και την οικογένειά του (φιλοξενούμενος) δύο μήνες, κατά τους οποίους έμαθε πολλά για το χειρισμό της λύρας.

Ο ίδιος θυμάται με ευγνωμοσύνη τη φιλοξενία της οικογένειας του Καρεκλά και με ιδιαίτερη αγάπη τη γυναίκα του («πολύ αγαπητή, δε θα την ξεχάσω, μ’ αγαπούσε όπως το παιδί τζη»), είναι δε χαρακτηριστικός στην περιγραφή της διδασκαλίας του δασκάλου του:

«Μού ’δειξενε, τώρα, τον πρώτο συρτό. Όμως έπρεπενε να κουρντίζω και τη λύρα, μού ’δειξενε βέβαια τα κουρντίσματα (δυο μέρες μού ’δειχνενε το κούρντισμα), αλλά έπρεπενε να τα καταφέρω και μόνος μου –μου την ξεκούρντιζενε, “και μόνος σου τώρα” μου λέει…

»Αυτός είχενε δυο τρεις λύρες, χωρίς τη βροντόλυρα πού έχει γράψει τη σούστα. Τη σούστα την έχει γράψει με τη βροντόλυρα, ένα ωραίο όργανο, με κεφαλή με τα παλιά… [ξόμπλια], με στριφτάλια, με το δοξάρι με γερακοκούδουνα… Εμένα μού ’δειξενε σε λύρες σαν αυτές πού ’χομε τώρα εμείς σε κείνες απάνω εμάθαινα ’γώ, με δοξάρι που είναι τώρα…

»Τον πρώτο συρτό μου τον έδειξε στα τέσσερα κομμάθια. Ένα κομμάτι, το πρώτο, τό ’παιζα μέρες, κι εσκοτουριζόμουνα, επολέμουνε, επολέμουνε… Τώρα πολλές φορές το σκέφτομαι και λέω γιατί τόσο σκοτουρζόμουνα, εγίνηκεν η κεφαλή μου σαν το καζάνι – σα να σου βάλουν’ ένα πρόβλημα και δε μπορ’ α το λύσεις… (αν ήτο σαν εδά λέω πως δεν εκάθιζα). Εγώ ’δά ήμουνε και ντροπαλός, ήθελα κάτι να καταφέρω, να του δείξω [ότι μπορώ]…

»Ε, σιγά σιγά τά ’βγαλα ’γώ, να πούμε, τα ξεσκάλιζα. Και μου δίνει κι αυτός αέρα, “Μπράβο”, μου λέει, “έτσι”. Ντάκα ντάκα, μου δείχνει κι άλλα κομμάθια, ξέρω ’γώ… Εγώ ύστερα πήρα αέρα βέβαια, πήρα θάρρος κι εσυνέχιζα, πήρα, να πούμε, τροπή στο όργανο απάνω…»

Τα βράδια πήγαιναν στου Δαμανάκη την ταβέρνα, στον Πλάτανο (κεντρική πλατεία στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου –στα χαρθιά πλατεία Τίτου Πετυχάκη), όπου έκαναν «πρακτική», όμως μετά τις δέκα η ώρα ο Καρεκλάς έδιωχνε το μαθητή του πίσω στο σπίτι, προφανώς για να μην του μεταδώσει την κακή (και επιβλαβή) συνήθεια του ξενυχτιού. «Καμιά φορά» (θυμάται ο Μιχάλης) «’θελα με πάρει σε κανα γλέντι – ή αρραβώνιασή ’τονε ή βάφτισή ’τονε, θυμάμαι– αλλά πάλι άμα ’θελα πάει δέκα έντεκα η ώρα μ’ έδιωχνενε. Δε μ’ έφηνε να ξενυχτίσω ’γώ. “Να πας πίσω” μού ’λεγενε».

Επιστρέφοντας στο χωριό (όπου «δεν τον εγνωρίσανε», γιατί είχε αναζωογονηθεί από την ξέγνοιαστη και ξεκούραστη ζωή στη χώρα), επιδεικνύει με ενθουσιασμό τη νέα του τέχνη σε συγκεντρώσεις συγγενών και φίλων στο πατρικό τους σπίτι –αργότερα επιστρέφει στο Ρέθεμνος για άλλους δυο μήνες, όπου ολοκληρώθηκε η διδασκαλία και επέστρεψε τελικά στο χωριό. Έπαιζε ερασιτεχνικά και το πρώτο ντου γλέντι ήτονε το ’48, στου Κωσταντογιάννη το γάμο, εδώ στο χωριό (στη Θεοδώρα). Χωρίς πασαρόρο (συνοδό), ίσα ίσα ένας ξάδερφός του εκράθιε πάσο μ’ ένα μαντολινάκι [πράγμα συνηθισμένο την εποχή εκείνη στα χωριά –ενώ ο Καρεκλάς, θυμάται ο Μ.Φ. έπαιζε πάντα με πασαδόρο, συχνά το Μαρκογιάννη και κάποτε το Στέλιο Φουσταλιέρη με το μπουζούκι (μπουλγαρί) του11]. Η πρώτη λύρα του Μιχάλη ήταν αγοραστή και κατασκευάστηκε από το Ρεθεμνιώτη οργανοποιό Αντρέα Κανακάκη (ο Καρεκλάς τού τον σύστησε). Αργότερα άρχισε τη δράση του ο διάσημος Ρεθεμνιώτης οργανοποιός Μανώλης Σταγάκης –λύρες του οποίου έπαιξαν όλοι οι Ρεθεμνιώτες μουσικοί της περιόδου εκείνης– και ο Μ.Φ. πήρε και απ’ αυτόν λύρα.

Με την επιστροφή του ο Μιχάλης έλαβε αμέσως από την τοπική κοινωνία του χωριού του το παρανόμι Καρεκλάς (λόγω του διάσημου δασκάλου του), το οποίο δέχτηκε με ικανοποίηση αλλά και με τη μόνιμη σεμνότητά του, και άρχισε να συμμετέχει έντονα στην όλη κοινωνική ζωή του χωριού του και των χωριών της γύρω περιοχής (Χώνος, Αΐμονα, Χελιανά, Αλόιδες, Δοξαρό κ.λ.π.), «κατά τα έθιμα του τόπου», όπως λέει. Η παρουσία του ήταν σταθερή σε γάμους, βαφτίσεις, πανηγύρια σε μνήμη αγίων, αλλά και παρέες στο καφενείο, καντάδες κ.λ.π. Συχνά τον επαίρνανε οι φίλοι ντου από τα γύρω χωριά κι εκάνανε παρέα στο χωριό τους. Ήταν ο πρώτος «επαγγελματίας» (όπως χαρακτηρίζεται από το κοινό, μαζί με όλους τους μουσικούς της κλάσης του) όλης της περιφέρειας (της γύρω περιοχής), δηλαδή ο πρώτος συστηματικός μουσικός, με πλούτο ρεπερτορίου και δεξιοτεχνία ανώτερη των τοπικών ομοτέχνων του.

Οι άλλοι μουσικοί του χωριού, καθαροί ερασιτέχνες που κουτσοπαίζανε κάποιο μουσικό όργανο (όπως εκείνοι που ανέφερα στην αρχή, αλλά και ο Κωστονικόλας, που ωστόσο είχε και πεντοζάλι δικό του, άρα πρέπει να ήταν σημαντικός πριν υποτιμηθούν οι «ερασιτέχνες»), εγκατέλειψαν φυσικώ τω λόγω όταν καθιερώθηκε και επιβλήθηκε ο ημιεπαγγελματίας πλέον νέος λυράρης. Όπως λέει ο γαμπρός του Αντρέας (σύζυγος της αδελφή του Μ.Φ.):

Πρι του Μιχάλη είχαμε τους λυράρηδες –σε γλέδια, σε γάμους…–, επαίζανε με γερακοκούδουνα. Όμως, αφού ο Μιχάλης εβγήκενε, αυτοί σχολάσανε. Μόνο εάν καμιά φορά δε ’θελα βρούνε το Μιχάλη, γιατί ’χε πιαστεί (είχε «κλείσει γλέντι»), τότε αναγκαζότανε και τους παίρνανε αυτούς τους ερασιτέχνες. Υπήρχανε σ’ όλα τα χωριά.

Έτσι άρχισε η αλληλεπίδραση του νεαρού Καρεκλά με τον πληθυσμό των τοπικών κοινωνιών της περιοχής και ιδιαίτερα με τους μερακλήδες της περιφέρειας (χορευτάδες, τραγουδιστάδες, παρεϊστάδες κ.λ.π.), όπως οι ονομαστοί χορευτές Κώστας του Κωστογιάννη από τη Θεοδώρα, Μύρος Σαπουντζής από το Μακρυγιάννι (που έγινε ευρύτερα γνωστός λόγω της καθοριστικής παρουσίας του σε χορευτικά συγκροτήματα Κρητών στην Αθήνα –όπου και ζει σήμερα), Δημήτρης Σαμόλης (ή Μπίρμπης) κ.ά. Οι μερακλήδες αυτοί αφ’ ενός βρήκαν επιτέλους το νέο άνθρωπο που ικανοποιούσε τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους και αφ’ ετέρου επέδρασαν οι ίδιοι στην ποιότητα και το περιεχόμενο της μουσικής του και στην τελειοποίηση του παιξίματός του, με τον «παραδοσιακό» τρόπο που περιγράψαμε στην αρχή.

Ο Καρεκλάς έγινε ο διασκεδαστής της περιοχής, ο τοπικός βάρδος, και επιτέλεσε όλες τις λειτουργίες που αναφέραμε για τους λαϊκούς μουσικούς της Κρήτης στην αρχή του παρόντος.

Ως εκ της εποχής του, το ρεπερτόριό του ήταν το κλασικό –και αναγνωρίσιμο στις μέρες μας από το ευρύ κοινό ως κρητικό ρεπερτόριο– όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ήδη κατά το τέλος της προηγούμενης περιόδου: κατά κύριο λόγο συρτά (ήδη οι Ρεθεμνιώτες λυράρηδες ηχογραφούσαν κυρίως συρτά από την πρώτη εμφάνιση της δισκογραφίας στην Κρήτη, αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά καθοριστική ήταν και η συμβολή του Θ. Σκορδαλού, που ηχογράφησε δεκάδες συρτά –δικά του και διασκευές– προσφέροντας στους κατά τόπους συναδέλφους του ένα μουσικό θησαυρό), αλλά, ακόμη, και αρκετά πεντοζάλια, μεταξύ των οποίων «ένα χτυπητό πεντοζάλι του Κωστονικόλα, ένα καλό πεντοζαλάκι» και «ηρακλειώτικα».

Έπαιζε επίσης σούστα, όπου απέδιδε (ή «προσπαθούσε ν’ αποδώσει» κατά τον ίδιο) τα θρυλικά πατήματα του Καρεκλά, και καστρινό (μαλεβιζώτη –«ελαφρύ, σιγανό καστρινό» παίζανε οι προ αυτού μουσικοί της περιοχής, ενώ ο ίδιος έζησε τη μεταβολή του καστρινού προς το ταχύτερο). Όταν υπήρχε συνοδεία πασαδόρου μπορεί να παίζανε και το δύσκολο, μη χορευτικό, σταφιδιανό (έναν κρητικό μανέ πολύ αγαπητό ιδιαίτερα στην περιοχή του Ρεθύμνου, τον οποίο ηχογράφησαν πρώτοι ο Καρεκλάς με το Φουσταλιέρη12), αλλά και τα περίφημα, ευρύτατα διαδεδομένα, «ευρωπαϊκά», «ταγκώ, βαλς, φοξ, εδώ τα χορεύαμε. Όμως εχόρευε και σεμνά ο κόσμος, ήτανε διασκεδαστικό να του παίξεις ένα ευρωπαϊκό» [όμως είναι κάπως επιφυλακτικός για τα σημερινά μπουζούκια, από διαίσθηση πιο πολύ] – «τα μάθαμε από δίσκους, όπως ο Μπιθικώτσης, ο Πουλόπουλος, και άλλοι…». Τον Ερωτόκριτο τον γνωρίζει και τον αγαπά («τον εμάθαμ’ από παλιά…, είχενε ο θείος μου ο Μύρος το βιβλίο του Ερωτόκριτου, μ’ άρεσενε να το λέει εκείνος, να το διαβάζει» –και οι γονείς του όμως ήξεραν αποσπάσματα και τα τραγουδούσαν –«νομίζω από την 300 σελίδα ήταν το απόσπασμα που λέει “λέγει της το με ρώτηξες να σου το πω και γροίκα…”»13), έπαιζε αποσπάσματα που είχαν ηχογραφηθεί κατά καιρούς από λυράρηδες, όπως ο Ν. Ξυλούρης και ο Κ. Μουντάκης, αλλά και στίχους που θυμόταν ο ίδιος («άπαξ και παίζεις Ερωτόκριτο, όσο θέλεις παίζεις»), ήταν ένα τραγούδι ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό, από εκείνα που παρεμβάλλονταν κάποιες στιγμές στο γλέντι «για να ξεκουραστεί κι ο κόσμος», όπως και το Όσο βαρούν τα σίδερα, και λίγα ριζίτικα («τα πασίγνωστα»), όπως το Ριζιμιό χαράκι, η Ξαστεριά, ο Διγενής, Αγρίμια κι αγριμάκια μου, Σαν εβαφτίστη το παιδί κ.τ.τ. («αυτά τα μάθαμ’ εμείς από παλιά, από τσι παλιούς, πρι να τα γράψουνε στσι δίσκους»). Ριμαδόροι, που να βγάνουνε μαντινάδες συνεχόμενες («σαν το συναξάρι»), «στ’ Ανώγεια ήτονε», στην περιοχή των δικών τους χωριών δε θυμάται.

Εκτός από την περιοχή του, ο Καρεκλάς συμμετείχε σε αμέτρητα γλέντια πάσης φύσεως στην ευρύτερη περιοχή του Μυλοποτάμου (Λιβάδια, Ζωνιανά, Βενί, Αξό κ.λ.π.) και λίγες φορές επεκτάθηκε στ’ Αμαριώτικα (βάφτιση στους έρημους εδώ και λίγα χρόνια Γουργούθους Αμαρίου) και σε πιο απομακρυσμένα χωριά: έφτασε μέχρι τη Μεσσαρά, στον Καμαριώτη, ενώ μια φορά πήγε στο Ροδάκινο και μια φορά στη Στεία (Σητεία), λίγο μετά το 1970, όπου έπαιξε σε βάφτιση και σε γάμο.

Τη λύρα του συνόδευσαν πολλοί πασαδόροι (λαγουθιέρηδες συνοδοί), με τους οποίους συνδέθηκε πάνω απ’ όλα φιλικά, γιατί «άμα δεν αγαπάς το συνεργάτη σου, να υπάρχει αθρωπιά…» – εκτός από τους κορυφαίους αδελφούς Μαρκογιάννηδες (Γιάννη και Βαγγέλη) και Ψαρογιάννη, έπαιξε και με πολλούς λαγουθιέρηδες της εποχής από τους λιγότερο γνωστούς πλέον, αλλά στυλοβάτες της κρητικής μουσικής παράδοσης (αφού η λύρα ένιωθε ανασφάλεια πλέον να παίζει μόνη της) και πολύ αγαπητούς στη γενιά τους, όπως οι Ρεθεμνιώτες (από το νομό Ρεθύμνης) Γιώργης Θυμιατζής, Αντρέας Γαλερός και Μανούσος Πανταγιάς, ο Γιάννης Αποστολάκης από την Αγιά Βαρβάρα Ηρακλείου, «έναν από την Ασή Γωνιά, αριστερά έπαιζενε, ξεχνώ τ’ όνομά ντου… απ’ το Γεράνι ένα μ-πασαδόρο…» κ.ά. Βέβαια τα πρώτα χρόνια έπαιξε με φυσικό ήχο, χωρίς υποστήριξη από μηχανικά μέσα, αφού δεν υπήρχε ηλεκτρισμός στην περιοχή, το ρεύμα ήρθε μετά το ’66-’67, οπότε άρχισε και η χρήση φορητών ενισχυτών, «αλλά έχω παίξει και με τα μέσα πού ’ναι σήμερα», λέει –γιατί συνέχισε το έργο του μέχρι το 1984, οπότε, μετά από δέκα χρόνια γάμου (παντρεύτηκε το 1974), από τη σκληρότητα της Άτροπου, «έμεινε μόνος».

Όπως και για όλους τους μουσικούς της εποχής, το οικονομικό κέρδος από τη δουλειά του ήταν στην αρχή μικρό και σταδιακά όλο και μεγαλύτερο («Κέρδος ήτονε… στις αρχές λίγο πράμα. Εκάναμε όμως και καλά γλέντια. Από οικονομικής άποψης, πολύ χρήμα. Όσο επήγαινε ο καιρός τα πράματα ερχότανε πιο καλά…»), αρκετό όμως για να τον βοηθήσει να εκπληρώσει τις προσωπικές και οικογενειακές υποχρεώσεις του παράλληλα με τις αγροτικές εργασίες: «πενήντα χρόνια δούλεψα ’γώ στη λύρα πάνω. Δόξα τω Θεώ, αποπεράτωσα το έργο μου».

Χαρακτηριστικό όχι μόνο της εποχής, αλλά και του ήθους του ανθρώπου, είναι ένα επεισόδιο στο προαναφερόμενο γλέντι στσι Γουργούθους Αμαρίου, όπου μάλιστα έπαιξε μόνος του, χωρίς πασαδόρο (πράγμα ριψοκίνδυνο για την εποχή): ένας παπάς, πολύ μερακλής, από το κέφι στο οποίο είχε περιέλθει, καθώς χόρευε του έβαλε το πορτοφόλι του στο μπέτη (στο στήθος, μέσα στο πουκάμισό του). Ο Καρεκλάς συγκλονίστηκε και τρόμαξε –και λίγο αργότερα, διακριτικά, του έστειλε πίσω το πορτοφόλι χωρίς καν να κοιτάξει τί είχε μέσα.

Ωστόσο, αν και ο Μ.Φ. βρέθηκε στην εποχή που οι λυράρηδες πέρασαν από τον ερασιτεχνισμό στον επαγγελματισμό, παρέμεινε ημιεπαγγελματίας, λόγω των συνθηκών και της περιορισμένης εμβέλειάς του έναντι της κολοσσιαίας, για τα μέτρα του χώρου, εμβέλειας των «μεγάλων».

Ο συνεσταλμένος χαρακτήρας του («δεν είχα και την απόφαση») και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις [«μέχρι το ’68 είχα πέντε αδερφές ελεύθερες, και έτσι έκατσα στο σπίτι ’δώ πέρα και συντήρησα το σπίτι μου» –με τη βοήθεια και της λύρας, αλλά και «χωρίς τη λύρα (δηλ. εκτός από τη λύρα), εγώ ασχολήθηκα και με γεωργικά»] δεν του επέτρεψαν να επιδιώξει την καθιέρωση μέσω της δισκογραφίας –βήμα καθοριστικό και τότε και σήμερα– κι έτσι το παίξιμό του δεν αποτυπώθηκε ηχητικά (όπως και τόσων άλλων μουσικών της Κρήτης, που επέδρασαν στις τοπικές κοινωνίες και μόνο τα ονόματά τους πλέον γνωρίζουμε), αυτό οφείλεται, επιπλέον, στο γεγονός ότι δεν ήταν συνθέτης («δεν έγραψα κομμάθια δικά μου, γιατί είχα μια πολυμελή οικογένεια και είχα υποχρεώσεις, δε μού ’μενε καιρός» – «μόνο τα τελευταία χρόνια έχω δύο σκοπούς μελετήσει και τους παίζω, δύο συρτούς, δική μου μουσική, δικές μου μαντινάδες», οι οποίοι όμως είναι ανέκδοτοι και ήδη ο Καρεκλάς έχει εγκαταλείψει την ενεργό δράση), όμως, αν ήθελε θα μπορούσε να τριμυστηρευτεί (να δραστηριοποιηθεί) και να εμφανίσει πλούσια δισκογραφία, όπως έκαμαν πολλοί, λεηλατώντας το πολύκαρπο και αφύλαχτο, τουλάχιστον στην εποχή του, περιβόλι της μουσικής παράδοσης.

Στο ρεπερτόριό του περιελάμβανε, μεταξύ άλλων και εκτός από τσι σκοπούς του Καρεκλά (του δασκάλου του), με τους οποίους είχε ξεκινήσει, συρτά του Μουντάκη και του Λεωνίδα Κλάδου (τους οποίους γνώριζε προσωπικά, όπως και τους άλλους Ρεθεμνιώτες «κλασικούς» της εποχής), αλλά ενίοτε (σε παρέα ή γάμο με Χανιώτες γαμπρούς της περιοχής π.χ.) και κομμάθια των μεγάλων μουσικών του νομού Χανίων, όπως ο Χάρχαλης, ο Μαύρος, οι Κουτσουρέληδες, ο Ναύτης κ.λ.π., τους οποίους δε γνώριζε, αλλά παρακολουθούσε με θαυμασμό και αγάπη στο ραδιόφωνο. Ωστόσο, καθοριστική ήταν η συνάντησή του με το πρόσωπο και το έργο του Θανάση Σκορδαλού. «Ο πρώτος δάσκαλός μου ήτον ο Καρεκλάς» λέει. «Μετά, όμως, με την πάροδο του χρόνου, ακούετ’ ο Σκορδαλός ο Θανάσης. Εγώ, μόλις άκουσα το Σκορδαλό…» (μορφασμός επιδοκιμασίας). Τον ακούει πρώτα στο ραδιοφωνικό σταθμό Χανίων, σε ζωντανές εκπομπές με το Μαρκογιάννη, τις οποίες παρακολουθεί ανελλιπώς. «Ήρθενε στην έμπνευσή μου ο Θανάσης Σκορδαλός. Κι ο Μουντάκης, βέβαια. Εγώ πρώτα γνωρίστηκα με το Μουντάκη, στου Σταγάκη, και με τον Καλογρίδη το Γιώργη14. Αλλά μου μπήκε του Σκορδαλού η μουσική αμέσως, άμα ’θελ’ ακούω το Σκορδαλό…» (κάνει μια εκφραστική χειρονομία που δηλώνει ψυχική ανάταση).

Η μουσική, αλλά και το ιδιαίτερο ύφος, του Σκορδαλού τον επηρεάζουν εμφανώς, όπως επηρέασαν και πλήθος άλλων «σκορδαλικών» λαϊκών μουσικών του νομού Ρεθύμνης και όχι μόνο, γνωρίζει τους σκοπούς του και τους αποδίδει με τρόπο που ικανοποιεί τους μερακλήδες. «Παίξε μας, Καρεκλά, μια σκορδαλιά!» ήταν μια συνηθισμένη παραγγελία που του δίδανε σε γλέντια. Αργότερα γνώρισε και προσωπικά το Σκορδαλό, σε μια παρέα στη Θεοδώρα, λίγο πριν το 1967, και έπαιξε μαζί του, παίρνοντας και την επιδοκιμασία του και την πιεστική πρόταση να τον ακολουθήσει στο Ηράκλειο (ευνοϊκό χώρο για τους επαγγελματίες μουσικούς), πράγμα που όμως δεν έκανε, λόγω χαρακτήρα.

Άλλος ένας παράγοντας που συνέβαλε στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Καρεκλά ήταν η μακρόχρονη ενασχόλησή του με την ψαλτική τέχνη. Πρακτικός ψάλτης, μαθήτευσε στους παλαιότερους του χωριού και υπηρετεί ακόμη το ψαλτήρι της Θεοδώρας με ζήλο και αγάπη. Παρακολουθεί όσο μπορεί και τους ψαλτάδες των πόλεων από το ραδιόφωνο. Μιλάει με δέος για τη βυζαντινή μουσική και, όταν ψάλλει, ενθουσιάζεται όπως όταν παίζει τη λύρα του ή τραγουδεί. Αυτή η σχέση συνέβαλε στην καλλιέργεια της φωνής του (ήταν γνωστός ως καλός τραγουδιστής, πράγμα πολύ σημαντικό για τους λαϊκούς μουσικούς σε κάθε εποχή) αλλά και στη μουσική του αυτοσυνειδησία, καθώς ανακαλύπτει τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησιαστική μουσική και τη μουσική παράδοση της Κρήτης, πράγμα που τον βοηθά να κατανοήσει καλύτερα αυτό που κάνει ως λαϊκός μουσικός και να μη λειτουργεί μόνο με το ένστικτο (και ο Σκορδαλός, όπως είναι γνωστό, είχε ανάλογες ανησυχίες).

Δύο φράσεις συνοψίζουν, κατά τη γνώμη μου, την ιστορία του Καρεκλά: «έκτοτε που έμεινα μόνος…» και «δόξα τω Θεώ, αποπεράτωσα το έργο μου». Πατέρας δύο παιδιών και με το νάμι (τη φήμη) του λαϊκού βάρδου των αναμνήσεων και του εξαιρετικά καλού ανθρώπου, είναι πλέον ένα πρόσωπο των παραμυθιών. Κυριολεκτώ: πρώτα οι παππούδες θα μιλήσουν γι’ αυτόν στα μικρά παιδιά, μεταφέροντας το θησαυρό της πολιτισμικής κληρονομιάς μας για άλλη μια γενιά, και έπειτα κάποια από αυτά τα παιδιά θα διαπιστώσουν ίσως –με σχετικό δέος– ότι αυτός ο μαγικός μουσικός είναι στη ζωή και μπορούν, αν θέλουν, να τον γνωρίσουν προσωπικά και να γευτούν μέρος από την εμπειρία των παππούδων τους. Όπως ο γράφων άκουσε πρώτα γι’ αυτόν, σε ανύποπτο χρόνο, από τον κ. Μιχάλη Τρούλη και στη συνέχεια, αναπάντεχα, έμαθε την ύπαρξή του στη ζωή και τα κοινά σημεία αναφοράς που θα μπορούσαν να έχουν, λόγω κοινών αγαπητών προσώπων.

Εκτός από την προσωπική του ιστορία, χρήσιμη τόσο για τη μοναδικότητα της προσωπικής ιστορίας κάθε ανθρώπου όσο και για τη ζωή της τοπικής κοινωνίας που περνά, σε διαλεκτική σχέση, μέσα από την καλλιτεχνική δράση του, η «περίπτωση του Καρεκλά» παρουσιάζει ενδιαφέρον για δύο ακόμη λόγους: πρώτον, γιατί είναι η μόνη καταγεγραμμένη περίπτωση μαθητή του Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά από τα Περβόλια του Ρεθέμνους, κι έτσι φωτίζεται μια άγνωστη ώς τώρα πτυχή του έργου και της προσωπικότητας του μεγάλου Ρεθεμνιώτη μουσικού και δεύτερον, γιατί μας δείχνει πώς επέδρασε η ακτινοβολία του Σκορδαλού σε πλήθος τοπικών μουσικών του νομού Ρεθύμνης και όχι μόνο, διαμορφώνοντας ουσιαστικά, κατά ένα μεγάλο μέρος τουλάχιστον (το άλλο μέρος μένει στον Κ. Μουντάκη –και λιγότερο στο Λεωνίδα Κλάδο και τους υπόλοιπους «κλασικούς»), τις εξελίξεις στο μουσικό γίγνεσθαι της Κρήτης.

Αν πρέπει να κλείσω με κάποιον επίλογο, θα αντιγράψω (ως καλαμαράς που είμαι) τα λόγια του Μπερτόδουλου από τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη (κεφ. IV) για τους μουσικούς: Να, ένα είδος αγγέλοι. Όχι εντελώς δηλαδή, παρά τρίχα… Λύρα και κιθάρα, μάθε, παίζουν κι οι αγγέλοι, και θα στήσουμε ευτύς, στην πόρτα της Παράδεισος, καντάδες στο Μεγάλο Μαέστρο… Εγώ τις καντσονέτες, εσύ τις μαντινάδες, όσο να προβάλει ο Μεγάλος Μαέστρος να μας παίξει τα κουρταλάκια και να μας βάλει μέσα στο αθάνατο κόρο.

Τα δυο συρτά που μελετά ο Καρεκλάς και επιθυμεί να τελειοποιήσει με τα χρόνια ίσως να ηχογραφηθούν –από κάποιους μερακλήδες της τεχνολογίας. Έτσι, ο κόσμος θα τόνε χαίρεται και θα τόνε μπεγεντίζει κατά το πρεπό, στο μεγάλο μουσικό πανηγύρι τση ρωμιοσύνης. Πολλά τα έτη σας!

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης