Blog Σελίδα 2727

Μανώλης Τσαγκαρούλης (Κουρούπης): Ένας θρυλικός λυράρης από το Μέρωνα

Ο Μανώλης Τσαγκαρούλης (Κουρούπης) ήταν ένας από τους μεγάλους λυράρηδες της Κρήτης και ανήκει στην κατηγορία των τοπικών μουσικών που δεν καταγράφηκαν ποτέ δισκογραφικά, με αποτέλεσμα να μη μνημονεύονται όπως οι συνομήλικοι του λεγόμενοι «πρωτομάστορες», όπως καθιερώθηκε να αποκαλούνται.

Γεννήθηκε γύρω στα 1908-10 στο Μέρωνα της επαρχίας Αμαρίου, του νομού Ρεθύμνης. Σε ηλικία περίπου 16 ετών καθηλώθηκε στο κρεβάτι, συνέπεια ενός τραυματισμού στο πόδι του και η μητέρα του για να κάνει πιο εύκολες τις στιγμές της ανάρρωσης του, του αγόρασε μια λύρα. Αρκετό χρόνο πέρασε δε την ίδια περίοδο στο γειτονικό μοναστήρι του Αρκαδίου όπου και εξασκήθηκε ιδιαίτερα στο παίξιμο της. Στα δεκαεπτά του κλήθηκε για πρώτη φορά να παίξει σε γαμήλιο γλέντι στο χωριό του κι έτσι ξεκίνησε μία παρουσία ογδόντα και πλέον ετών στα μουσικά πράγματα της ευρύτερης περιοχής της επαρχίας Αμαρίου.

Το παρατσούκλι του το «κληρονόμησε» από τον πατέρα του, για τον οποίο θρυλούνταν ότι, επιστρέφοντας από τον πόλεμο στη Μικρασία, «έφερε τσι λίρες με το κουρούπι» (=κιούπι, μικρό πήλινο πιθαράκι).

Ο Κουρούπης λοιπόν, τον οποίο ο Λεωνίδας Κλάδος κατονόμαζε ως δάσκαλό του, δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας, έπαιζε χωρίς να ζητήσει χρήματα και κέρδος του θεωρούσε τις όμορφες στιγμές που πέρασε στα γλέντια του Μέρωνα και των γύρω χωριών. Είχε παίξει συντροφιά με το Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη, το Μαρκογιάννη αλλά και με συγχωριανούς του όπως τους Χρήστο και Παντελή Καλοειδά, τον Γαργεραλέξη (Αλέξη Γαργερό), το Γιώργη Λιοδάκη, κ.ά.

Λέγεται πως είχε δικό του σκοπό-γύρισμα στα λεγόμενα συρτά του Ροδινού. Το ρεπερτόριό του περιελάμβανε συρτά, τον «Πενταζάλη» (όπως ο ίδιος τον αποκάλεσε -σιγανό και πηδηχτό), Σούστα, Λαζωτή, Κατσαμπαδιανό, Μικρό μικράκι, αλλά και ευρωπαϊκούς χορούς όπως Ταγκό, Πόλκα, κ.ά., που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς κάποτε. Μέχρι και με συνοδεία σαντουριού είχε παίξει σε πανηγύρι στο Μέρωνα!

Την δεκαετία του 1950 απέκτησε από το γνωστό οργανοποιό Μανώλη Σταγάκη τη λύρα που τον συντρόφευε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του…

O Κουρούπης «έφυγε» πλήρης ημερών το 2009 και οι χωριανοί του τον θυμούνται και τον τιμούν με καμάρι.

Κώστας Βασιλάκης – Στέλιος Διαμαντής

Η μετάβαση της κοινωνίας του κρητικού χωριού από τη λαϊκή στην επιστημονική ιατρική

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

«Ο Θεός να συχωρέσει των αθρώπω» που μνημονεύονται σ’ αυτό το κείμενο·
«τωνε γνωρίζομε χάρη» (ευγνωμοσύνη) για τις ζωές που έσωσαν, ίσως, έμμεσα, και τη δική μας.

α. Η Υγεία στην παραδοσιακή Κρήτη.

Στην παραδοσιακή Κρήτη οι άνθρωποι της υπαίθρου που ασχολούνταν με την αποκατάσταση της υγείας των συνανθρώπων τους, αλλά και των ζώων, μπορούν να τοποθετηθούν σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:

α. επιστήμονες γιατροί,

β. εμπειρικοί θεραπευτές («πραχτικοί»), που ασκούσαν κυρίως λαϊκή βοτανοθεραπευτική, ορθοπεδική και μαιευτική,

γ. μάγοι και μάγισσες,

δ. ιερείς και μοναχοί, που τελούσαν «διαβαστικά» (εξορκισμούς και γενικά ευχές επί ασθενών), ευχέλαια και αγιασμούς ή, σπανιότερα, άλλες ιεροπραξίες· είχαμε και μερικές περιπτώσεις λαϊκών εξορκιστών, όπως, στο Ρέθυμνο, η Κατίνα Βασιλάκη (Στεφάναινα) και η Στυλιανή Φιλοθέη (Χατζίνα).

Οι άνθρωποι που εντάσσονται στις δύο πρώτες από τις παραπάνω κατηγορίες μεταχειρίζονταν κυρίως πρακτικές μεθόδους αντιμετώπισης των ασθενειών, ενώ εκείνοι που περιλαμβάνονται στις δύο τελευταίες, μεθόδους που ανήκουν στο χώρο της μεταφυσικής· ωστόσο αυτό δεν ήταν απόλυτο, αφού οι μεν συχνά χρησιμοποιούσαν και γηθειές ή άλλου είδους λαϊκές μαγικές μεθόδους, ενώ οι δε συνδύαζαν ενίοτε τη μαγεία ή την προσευχή τους με πραχτικές συμβουλές, συνήθως ενδεδυμένες με κάποια θρησκευτικότητα.

Βέβαια δεν έλειπαν οι εμπειρικοί κτηνίατροι, που μεταχειρίζονταν πραχτικές γιατρικές για τα οικόσιτα ζώα (έχνη) ή τα οζά του κοπαδιού· ετρίβγανε (με το κρομμύδι και τ’ αλάτσι) τ’ απαλά του γαΐδάρου π.χ., εβγάνανε το κοράκι τω μ-προβάτω και των αιγώ και τη γ-κόρυζα των ορνίθω ή φροντίζανε τα ζώα σε διάφορες άλλες περιπτώσεις. Πολλοί από τους τους πραχτικούς γιατρούς των ανθρώπων εγνώριζαν και χρησιμοποιούσαν γιατρικές και για τα ζώα, συχνά κοινές με των ανθρώπων, όπως κοινές ήταν οι περιπτώσεις πολλές φορές. Στοιχειώδεις γνώσεις εμπειρικής κτηνιατρικής διέθεταν βέβαια οι περισσότεροι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου, ενώ δεν έλλειπε η συνεισφορά της Εκκλησίας στην προστασία και των ζώων.

Υπήρχαν εξάλλου άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, που ειδικεύονταν στην αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου προβλήματος υγείας, εκόβγανε τη χρυσή π.χ., αλλά και άλλοι («χερικάρηδες»), ειδικευμένοι σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο «μεταφυσικής θεραπείας» ασθενειών χωρίς να είναι μάγοι ούτε ιερείς, π.χ. εκάνανε λιόκουρνο ή εχύνανε τον ήλιο με το ποτήρι, εγράφανε τσι μαγουδάδες, εσάζανε χαϊμαΐλια ή ξεμαθιάζανε κ.τ.λ. Σε όλες τις πρακτικές τους σημαντικό ρόλο κατείχαν οι ανάλογες για την περίσταση γηθειές (οι γηθειές συνιστούσαν ένα ολόκληρο μαγικό μικρόκοσμο, που περιελάμβανε ευχές και ξόρκια για κάθε περίσταση, για κάθε επιθυμητό αποτέλεσμα και «προς αποτροπήν παντός εναντίου»).

Τέλος, υπήρχε ένα είδος «οικιακής ιατρικής», που συνίστατο σε απλές γιατρικές, κατάλληλες για μικροπροβλήματα: κομπρέσες με ξιδόνερο για τον πυρετό, εντριβές, ποτήρια (βεντούζες), απλές ευχές για το ξεμάθιασμα κ.λ.π., που είχαν πρόχειρες για καθημερινή χρήση οι περισσότεροι ενήλικες (ιδίως οι μανάδες), αλλά και τα παιδιά, που όλο ’πέφτανε κι εβαρίχνανε (χτυπούσαν) και ενίοτε αντέγραφαν τους μεγάλους.

Οι σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων αυτών ομάδων (που ποτέ δεν ήταν οργανωμένες σε κάποιου είδους συντεχνία) εποίκιλλαν κατά περίστασιν· οι επιστήμονες γιατροί συνήθως αντιμετώπιζαν εχθρικά τις άλλες ομάδες, ως βλαπτικές της ανθρώπινης υγείας, κινούμενες από οικονομικά κίνητρα και εκπροσωπούσες το σκοταδισμό ενός μεσαιωνικού παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί, ενώ οι ιερείς και μοναχοί αποστρέφονταν μετά βδελυγμίας τους μάγους, ως συνεργούς του διαβόλου, και συνήθως απαγόρευαν, κατά την εξομολόγηση, στους πιστούς να μεταχειρίζονται γηθειές και άλλες μεθόδους λευκής μαγείας, στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω· σε κάθε περίπτωση θεωρούσαν ότι η προσφυγή (έστω και εν αγνοία του θεραπευτή) γίνεται σε κακοποιές και όχι αληθινά αγαθοποιές πνευματικές δυνάμεις.

Συχνά όμως και οι λαϊκοί θεραπευτές (όπως και πολλοί ασθενείς) αντιμετώπιζαν με καχυποψία τους επιστήμονες ανταγωνιστές τους, είτε γιατί είχαν προσωπική πείρα ή πληροφόρηση της αποτυχίας τους σε κάποιες περιπτώσεις ασθενειών είτε λόγω των χρηματικών αμοιβών που συνήθως απαιτούσαν για τις επεμβάσεις τους, ενώ κατά κανόνα οι λαϊκοί θεραπευτές κάθε μορφής αμείβονταν μόνο προαιρετικά και σε είδος.

β. «Του κύκλου τα γυρίσματα».

Η μετάβαση μιας κοινωνίας από την «παραδοσιακή» στη «σύγχρονη» εποχή είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, κατά την οποία μια τοπική κοινωνία (σε επίπεδο κοινότητας, πόλης ή χώρας ολόκληρης) μεταμορφώνεται σταδιακά αποβάλλοντας τον τοπικό πολιτισμό και υιοθετώντας το λεγόμενο «δυτικό πολιτισμό», που εκπροσωπείται σήμερα από τον τρόπο ζωής του λευκού (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά –σε τομείς όπως λ.χ. ο αθλητισμός) ανθρώπου των αστικών κέντρων των Η.Π.Α., όπως τουλάχιστον μεταφέρεται και επιβάλλεται μέσω των μηχανισμών προώθησης υλικών και πνευματικών αγαθών (π.χ. μουσική) σε παγκόσμια κλίμακα.

Βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής για κάθε κοινωνία είναι η εδραίωση του κυρίαρχου ρόλου της τεχνολογίας σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα (τεχνολογίας συνήθως εισαγόμενης ή παραγόμενης από τοπικούς αντιπροσώπους πολυεθνικών εταιριών), η αντικατάσταση της παραγωγής ή δημιουργίας των απαραίτητων για τη ζωή προϊόντων και υπηρεσιών με την αγορά έξωθεν, ο προσανατολισμός σε ορθολογική οικονομική ανάπτυξη με κύριο στόχο το κέρδος (αντί άλλων αξιών, π.χ. της ποιότητας), με παράλληλη άμβλυνση κριτηρίων όπως ο σεβασμός προς τον άνθρωπο, το εκτρεφόμενο ζώο, τη γη κ.τ.λ., η μαζικότητα στην παραγωγή και τις κοινωνικές εκδηλώσεις (μαζική ενημέρωση, μαζική μεταφορά, μαζική ψυχαγωγία, «μαζική έξοδος» του Σαββατοκύριακου κ.τ.λ.), ο καταναλωτισμός και βέβαια, σε διαλεκτική σχέση με τα παραπάνω, ο εξατομισμός του ανθρώπου, με τη ρήξη της παραδοσιακής έννοιας της ομάδας και τον αναπροσανατολισμό του ενδιαφέροντος του ανθρώπου, ατόμου πλέον, μορίου ενός «κοινού», μιας «μάζας», στον εαυτό του και τις φυσικές προεκτάσεις του (πυρηνική οικογένεια και υποκατάστατα)· τα στοιχεία αυτά εκτοπίζουν άλλα του τοπικού πολιτισμού, ιδίως τα αντίθετα ή περιττά προς το νέο προσανατολισμό της κοινωνίας, μεταξύ των οποίων η προσωπική σχέση του ανθρώπου με τα στοιχεία του φυσικού ή ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, η δυνατότητα άμεσης χρήσης των πρωτογενών στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος για την ικανοποίηση των ιδίων αναγκών και η βιωματική συμμετοχή στο χώρο της παραδοσιακής θρησκευτικότητας (στο επίπεδο της λαϊκής ή της επίσημης θρησκείας), που μεταφράζεται σε κατάργηση της ιερότητας ως χαρακτηριστικού της φύσης, μη νοουμένης πλέον ως κτίσεως. Φυσικά αναπτύσσεται ρεύμα δημιουργίας πολιτιστικών συλλόγων και σχολών εκμάθησης τοπικών χορών και μουσικών οργάνων (για τη «διάσωση της παράδοσης», που ο καθένας την αντιλαμβάνεται διαφορετικά) και τέλος η επιστήμη της λαογραφίας περιμαζεύει τα συντρίμμια του πάλαι ακμαίου τοπικού πολιτισμού και τα τοποθετεί στον οικείο χώρο κάποιου λαογραφικού μουσείου αφήνοντας απ’ έξω κάποια γραφικά κατάλοιπα, προσφερόμενα για τουριστική και γενικότερα οικονομική αξιοποίηση. «Αλλά ταύτα περιττά».

Στην Κρήτη η αρχή της μετάβασης των τοπικών κοινωνιών (αστικών και υπαίθριων) του νησιού από την «παραδοσιακή» στη «σύγχρονη» εποχή τοποθετείται συμβατικά στο 1950, με την έξοδο της Κρήτης από τη σχετική απομόνωση, που της είχε επιβάλει ώς τότε η γεωγραφική της θέση (ωστόσο οι νέες συνθήκες νομίζω ότι γίνονται πλέον εμφανείς από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά). Η σύνθετη αυτή διαδικασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, αλλά η ολοκλήρωσή της είναι θέμα χρόνου. Στον τομέα που μας ενδιαφέρει έχουμε γενικά τα εξής νέα δεδομένα:

α. παρατηρείται κινητικότητα του πληθυσμού από τα χωριά στις πόλεις και από την Κρήτη στα εκτός Κρήτης ή και εκτός Ελλάδος αστικά κέντρα,

β. τα οδικά δίκτυα και οι συγκοινωνίες στο εσωτερικό του νησιού έχουν βελτιωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, διευκολύνοντας τη μετάβαση από τα χωριά στις πόλεις και το αντίστροφο,

γ. η φτώχεια, μάστιγα της κρητικής υπαίθρου, έφυγε παίρνοντας μαζί της την πείνα και τις αρρώστιες που προκαλούνταν από την αναφαγιά (υποσιτισμό) πλήττοντας κυρίως τα παιδιά· η διάδοχη κατάσταση είναι όχι ο πλούτος, αλλά η καταναλωτική αφθονία (προϊόντα Super-Market κ.τ.λ.( φυσικά, παιδιά και ενήλικες του κρητικού χωριού υφίστανται πλέον, μέσω της τηλεόρασης, τα ίδια διαφημιστικά μηνύματα με τον κάτοικο της Αθήνας), αν και έχουμε θεαματική αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε περιοχές με έντονη αγροτική (π.χ. Μεσσαρά), κτηνοτροφική (π.χ. ορεινό Μυλοπόταμο) και τουριστική (π.χ. περιοχή Άδελε Ρεθύμνης) ανάπτυξη

δ. οι συνθήκες υγιεινής στα χωριά βελτιώθηκαν κατά πολύ( η δημιουργία αποχετευτικού δικτύου εξακολουθεί να συνιστά μείζον ζήτημα για τους νεότευκτους κρητικούς Δήμους, όμως όλα τα σπίτια πλέον στα χωριά διαθέτουν σύγχρονη τουαλέτα (που αντικατέστησε το σταυλάκι) και υπάρχει πια σαφής διάκριση του χώρου κατοικίας των ανθρώπων από τους χώρους σταυλισμού των ζώων, ενώ τα μαθητικά εμβόλια και ο υγειονομικός έλεγχος των τροφίμων δεν είναι πλέον terra incognita, με συνέπεια να εξαλειφθούν ασθένειες όπως η φυματίωση, η ελονοσία, ο τύφος, η δυσεντερία κ.ά., αίτια πολλών θανάτων κάποτε, ενώ άλλες, κάποτε θανάσιμες (όπως η πνευμονία), είναι ιάσιμες σήμερα(

ε. ωστόσο εισέβαλαν δραματικά στη ζωή του Κρητικού της υπαίθρου τα πλαστικά και τα άλλα συνθετικά προϊόντα, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταναλωτική αφθονία που προαναφέραμε, εισήγαγαν για πρώτη φορά στο κρητικό χωριό την έννοια του απορρίμματος, που δεν ανακυκλώνεται, αλλά πετιέται, ρυπαίνοντας και μολύνοντας ρυάκια και αγρούς, και προκάλεσαν την ανάγκη της συστηματικής περισυλλογής του με απορριμματοφόρα και συγκέντρωσής του σε ειδικό χώρο, που εσχάτως γίνονται προσπάθειες να είναι χώρος υγειονομικής ταφής(

στ. η γεωργία και η κτηνοτροφία χρησιμοποιούν πλέον τις σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας, παραγωγής, ελαιοτριβίας, εκτροφής κ.τ.λ., στις οποίες οι φαρμακευτικές ουσίες ή οι υψηλές θερμοκρασίες (προκειμένου για τα ελαιοτριβεία) κατέχουν σημαντικό ρόλο, ενώ η οργανωμένη χοιροτροφία και ορνιθοτροφία και οι καλλιέργειες σε θερμοκήπια συνιστούν πλέον βασικές πλευρές της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού, με συνθήκες βέβαια όχι ευνοϊκές για την υγεία των «καταναλωτών»( έτσι η περίφημη «κρητική διατροφή», τόσο διαφημιζόμενη διεθνώς τελευταία, χάνει την αξιοπιστία της ως προς την αξία της για την υγεία του ανθρώπου που την εφαρμόζει, πολλώ δε μάλλον στο βαθμό που ο αστικός τρόπος ζωής της πλειοψηφίας των Κρητικών πλέον δεν συνηγορεί στην επίτευξη καλής υγείας(

ζ. συγκεκριμένα στο χώρο της υγείας έχουν διαμορφωθεί νέες συνθήκες, στις οποίες θ’ αναφερθούμε αμέσως παρακάτω( η επιστημονική ιατρική έχει εδραιωθεί, με όλα τα οφέλη της, ενώ η λαϊκή «συνάδελφός της», με το δικό της κοινωνικό ρόλο, τείνει προς εξαφάνισιν.

γ. Η Υγεία στην Κρήτη σήμερα.

γ.1. Η επιστημονική ιατρική.

Η κίνηση του πληθυσμού από τα χωριά στις πόλεις και από την Κρήτη εκτός Κρήτης απάλλαξε μεγάλο μέρος του συνόλου των καταγόμενων από την Κρήτη και γεννημένων σε κάποιο χωριό της από οποιαδήποτε σχέση με τη λαϊκή ιατρική πλην της νοσταλγικής ανάμνησης( όπως ήταν φυσικό, οι μετανάστες προσαρμόστηκαν στις υγειονομικές συνθήκες της περιοχής, στην οποία εγκαταστάθηκαν, όπου η κυριαρχία της επιστημονικής ιατρικής (εφόσον έχουμε να κάνουμε με αστικές κοινωνίες) είναι ή τουλάχιστον φαίνεται απόλυτη. Τα εγγόνια των ξενητεμένων Κρητικών, που μεγαλώνουν σήμερα στα διάφορα μέρη του κόσμου, είναι ανυποψίαστα για τις υγειονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στη γενέτειρα του παππού και της γιαγιάς τους όταν εκείνοι ζούσαν σ’ αυτήν( αλλά και οι ίδιοι, ηλικιωμένοι πλέον, μόνο αν προκληθούν στα πλαίσια σχετικής συζήτησης, συνήθως λαογραφικού χαρακτήρα, ανακαλούν στη μνήμη τους ιατρικά δεδομένα εκείνης της επώδυνης,  αν και αγαπημένης, εποχής.

Στην κρητική ύπαιθρο, όπου βέβαια εξακολουθεί να ζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού του νησιού, η πρόσβαση των κατοίκων στην επιστημονική ιατρική γίνεται ολοένα και ευκολότερη.
Αφενός η βελτίωση των οδικών δικτύων και των συγκοινωνιών επιτρέπει πλέον την έγκαιρη μεταφορά ενός ασθενούς στο νοσοκομείο της πλησιέστερης πόλης (εκτός φυσικά από περιπτώσεις άμεσου κινδύνου) και αφετέρου η ιατρική επιστήμη κινήθηκε προς την ύπαιθρο με τα περιφερειακά ιατρεία («αγροτικά ιατρεία»), κατ’ αρχάς, και τα κέντρα υγείας στη συνέχεια. Συγκεκριμένα ο θεσμός των περιφερειακών ιατρείων ιδρύθηκε με το Νόμο 3487/1955 για τα κοινοτικά ιατρεία, ενώ ο αντίστοιχος των κέντρων υγείας με το Νόμο 1397/83.

Τα κέντρα υγείας που λειτουργούν σήμερα στο νομό Ρεθύμνης, για παράδειγμα, είναι του Σπηλίου (από τις αρχές του 1986), του Περάματος (από 3.2.1989), της Αγίας Φωτεινής (από 3.10.1989) και των Ανωγείων (από 11.2.1993), είναι δηλαδή κατανεμημένα στις τρεις από τις τέσσερις επαρχίες του νομού (Αγίου Βασιλείου, Μυλοποτάμου και Αμαρίου), πλην της επαρχίας Ρεθύμνης, στην οποία βρίσκεται η πόλη του Ρεθύμνου με το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο της. Κοντά στα κέντρα υγείας, όπως ήταν φυσικό, σύντομα άρχισαν τη λειτουργία τους και ιδιωτικά φαρμακεία.

Τα περιφερειακά ιατρεία που λειτουργούν σήμερα στο νομό Ρεθύμνης υπάγονται στα αντίστοιχα κέντρα υγείας και εδρεύουν στα χωριά Χουμέρι, Μαργαρίτες, Γαράζο, Μελιδόνι, Πάνορμο, Δροσιά και Πηγή (τα υπαγόμενα στο κέντρο υγείας Περάματος), Σελλιά, Αγκουσελιανά, Μέλαμπες, Αγία Γαλήνη, Ακούμια, Αργυρούπολη, Ρούστικα (διθέσιο), Αρμένους και Επισκοπή (τα υπαγόμενα στο κέντρο υγείας Σπηλίου), Νίθαυρη, Φουρφουρά, Μέρωνα και Πρασσές (τα υπαγόμενα στο κέντρο υγείας Αγίας Φωτεινής) και Ζωνιανά (διθέσιο), Λιβάδια και Γωνιές (τα υπαγόμενα στο κέντρο υγείας Ανωγείων).

Οι γιατροί που σήμερα στελεχώνουν τα περιφερειακά ιατρεία και τα κέντρα υγείας διαφέρουν από τους επιστήμονες συναδέλφους τους της «παραδοσιακής εποχής» στην Κρήτη κατά το ότι οι «παλαιοί γιατροί» κατά κανόνα διέμεναν στο χωριό καταγωγής τους και εκεί, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή, ασκούσαν το λειτούργημά τους( παρέμεναν εκεί συνήθως μέχρι να αποσυρθούν από την ενεργό δράση και, εκτός από τη μόρφωση και την πείρα που αποκτούσαν με τα χρόνια, γνώριζαν καλά έως πολύ καλά τους ασθενείς τους, τους παρακολουθούσαν χρόνια και συνηθέστατα συνδέονταν μ’ αυτούς με φιλικές, κοινωνικές ή οικογενειακές (συντεκνιές, συμπεθεριά κ.λ.π.) και πάντως προσωπικές σχέσεις( ήταν ενταγμένοι στην τοπική κοινωνία ως οργανικά μέλη και μάλιστα συνιστούσαν, μαζί με τους δασκάλους, τους ιερείς και τους λοιπούς μορφωμένους ανθρώπους, πνευματικούς ηγέτες του χωριού τους ή και της ευρύτερης περιοχής. Αυτά όλα ενείχαν τον κίνδυνο της εμπλοκής τους σε προσωπικές, κοινωνικές ή πολιτικές αντιπαλότητες, ανασχετικές για την ομαλή άσκηση του λειτουργήματός τους, αλλά κυρίως πρόσφεραν πολλαπλά στην άσκηση αυτή, λόγω της εμπειρίας και των γνώσεων που με τα χρόνια αποκτούσαν και της μακρόχρονης σχέσης με τους ασθενείς τους και το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον τους.

Από την άλλη, οι σημερινοί αγροτικοί γιατροί είναι κατά κανόνα νεαροί πτυχιούχοι της Ιατρικής που «κάνουν το αγροτικό τους» σε τόπο άγνωστο, μεταξύ αγνώστων, στον οποίο παραμένουν ελάχιστα (ένα χρόνο) πριν ολοκληρώσουν τις σπουδές τους με απώτερο επαγγελματικό σκοπό τη σταδιοδρομία σε κάποιο αστικό κέντρο( οι νέοι αυτοί γιατροί στερούνται όχι μόνο της πείρας, της εγκύκλιας μόρφωσης και της μακρόχρονης επαφής με τους ασθενείς, αλλά και των γνώσεων του φυσικού περιβάλλοντος που διέθεταν πολλοί από τους «παλαιούς γιατρούς» (ως γεννήματα και θρέμματα των χωριών), είναι όμως εφοδιασμένοι με τις σπουδές τους στα σύγχρονα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, που τους επιτρέπουν να ασκούν αποτελεσματικά το λειτούργημά τους ικανοποιώντας τις τρέχουσες ανάγκες της υπαίθρου για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

γ.2. Η λαϊκή ιατρική.

Οι τρεις ομάδες λαϊκών θεραπευτών στην Κρήτη, στις οποίες αναφερθήκαμε στην αρχή της εργασίας μας, οι πραχτικοί γιατροί, οι μάγοι και οι ιερείς και μοναχοί, ακολούθησαν την πορεία που τους προδιέγραψαν οι νέες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες στο νησί, πορεία κοινή για τις δύο πρώτες ομάδες (φθίνουσα) και κάπως διαφορετική για την τρίτη, η οποία επιβιώνει ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό.

Η τελευταία γενιά εμπειρικών θεραπευτών στην Κρήτη, βοτανοθεραπευτών, ορθοπεδικών και μαιών βρίσκεται πλέον σε πολύ προχωρημένη ηλικία και ήδη τα μέλη της πεθαίνουν χωρίς να κληροδοτήσουν τις γνώσεις τους σε επιγόνους. Το ίδιο ισχύει και για τους ασχολούμενους με συγκεκριμένα είδη λευκής μαγείας, τα οποία προαναφέραμε. Αυτό οφείλεται όχι τόσο στην απροθυμία των ίδιων να μεταδώσουν τις γνώσεις τους, πρόβλημα που υπήρχε ανέκαθεν σε αρκετές περιπτώσεις (χωρίς ωστόσο να εμποδίζει τη μετάδοση των γνώσεων), αλλά στην αδιαφορία των απογόνων τους και γενικά των νεώτερων μελών της τοπικής κοινωνίας να τις αποκτήσουν, λόγω εξασθένησης των κοινωνικών παραγόντων που διαμορφώνουν ένα κάτοικο του χωριού σε αυτοδίδακτο και «ανάργυρο» θεραπευτή των συγχωριανών του σε συνδυασμό με την αύξηση της εμπιστοσύνης των ανθρώπων στην επιστημονική ιατρική (που την έχουν πια μπροστά στα πόδια τους, τουλάχιστον θεωρητικά), όπως θα δούμε παρακάτω.

Έτσι, από το όλο σύστημα λαϊκών θεραπευτικών πρακτικών, που παραδιδόταν από γενιά σε γενιά, απομένουν σήμερα στα κρητικά χωριά (αλλά και στις πόλεις, σε ανθρώπους που ζουν πλέον εκεί) ελάχιστα κατάλοιπα στα χέρια νέων ανθρώπων (κάτω των 45 ετών)( πρόκειται για απλές μεθόδους αντιμετώπισης ελαφρών προβλημάτων υγείας, όπως  τα ποτήρια (βεντούζες), η απότριψη με τη ρακή και τα βραστάρια για κρυολογήματα και φυσικά το ξεμάθιασμα, με διάφορους τρόπους, για ελαφρούς πονοκεφάλους, ανεξήγητο αίσθημα κόπωσης και λοιπά συμπτώματα του θαρμού (βασκανίας). Πιο περίπλοκα ή επώδυνα προβλήματα υγείας συνήθως συνεπάγονται προσφυγή στη φροντίδα του επιστήμονα γιατρού του πλησιέστερου περιφερειακού ιατρείου ή κέντρου υγείας, ενώ τις σοβαρότερες περιπτώσεις ακολουθεί η μεταφορά στο αρμόδιο νοσοκομείο( φυσικά οι συμβεβλημένοι με το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οι συνεργαζόμενοι με τα Κέντρα Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων γιατροί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε καθημερινή βάση ικανοποιώντας τρέχουσες ή έκτακτες ανάγκες όσο και όπως οι ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα τούς επιτρέπουν κάθε φορά.

Η καταφυγή αυτή του σημερινού κατοίκου της κρητικής υπαίθρου, καθώς και της πόλης, στην ιατρική επιστήμη αντί της λαϊκής ιατρικής, συστηματικής ή οικιακής, οφείλεται, εκτός από την απώλεια των παραδοσιακών θεραπευτικών γνώσεων, και στην ασφαλέστερη και αμεσότερη αποτελεσματικότητα των μεθόδων της επιστημονικής ιατρικής έναντι των αντίστοιχων της λαϊκής συναδέλφου της, οι οποίες, και σε περιπτώσεις ακόμη που επιβιώνουν ως γνώση ή ανάμνηση στη σκέψη των σύγχρονων Κρητικών, είναι χρονοβόρες στην απάλειψη των οδυνηρών συμπτωμάτων και συχνά επισφαλούς αποτελεσματικότητας. Βέβαια το σύστημα υγείας στην Κρήτη επιδέχεται, ή μάλλον απαιτεί, βελτίωση, για την ταχύτερη και, συνεπώς, αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των ασθενών.

Οι μάγοι και οι λαϊκοί εξορκιστές στην Κρήτη έχουν την ίδια τύχη με τους πραχτικούς γιατρούς: πέθαναν ή πεθαίνουν χωρίς διαδόχους. Νέοι άνθρωποι που να εξασκούν τη μαγεία ή να τελούν εξορκισμούς «ακαθάρτων πνευμάτων» δεν υπάρχουν σήμερα στην Κρήτη( η τελευταία αρμοδιότητα πέρασε πλέον αποκλειστικά στα χέρια, στα οποία ανήκει κανονικά, τα χέρια των ιερέων. Παρόλα αυτά, οι δεισιδαιμονικές ανησυχίες του σύγχρονου κατοίκου του νησιού δεν έχουν μείνει χωρίς ανταπόκριση, αφού οι τάξεις των μάγων και των λαϊκών εξορκιστών υποκαταστάθηκαν με τα σύγχρονα μέντιουμ( εκτός από τους επαγγελματίες πνευματιστές που διαφημίζονται πανελλαδικά μέσα από τα τηλεοπτικά δίκτυα (στους οποίους έχουν όλοι πρόσβαση, έστω τηλεφωνικά), εντόπιοι συνάδελφοί τους εξυπηρετούν τις ανάγκες τουλάχιστον των κρητικών αστικών κέντρων, όπως φαίνεται από τις διαφημιστικές καταχωρίσεις στον τοπικό τύπο.

Ο χριστιανός ιερέας ως υπηρέτης της ψυχικής και σωματικής (στη διαλεκτική τους σχέση) υγείας του ανθρώπου είναι ο μόνος εκπρόσωπος της παραδοσιακής λαϊκής θεραπευτικής που φαίνεται να διατηρεί στην Κρήτη, όπως και πανελλήνια, το κύρος και τη σπουδαιότητά του σε μεγάλο βαθμό, όσο βέβαια και εδώ οι κοινωνικές και οι συναφείς πολιτισμικές συνθήκες το επιτρέπουν( οι ιερείς εξακολουθούν να τελούν ευχέλαια, αγιασμούς κ.λ.π. ιεροπραξίες και όχι σπάνια και εξορκισμούς, στο ιδιότυπο κλίμα του συνδυασμού πίστης και απιστίας, θρησκευτικής αναζήτησης, αδιαφορίας και δεισιδαιμονίας, που κυριαρχεί και στην Ελλάδα (και στην Κρήτη) στη νέα, «μεταχριστιανική» εποχή.

δ. Συμπερασματικά.

Είναι δύσκολο και, κατά τη γνώμη μου, συνιστά αμφισβητήσιμης εγκυρότητας επιλογή να εξετάσουμε μεμονωμένα τις μεταβολές των συνθηκών στο χώρο της υγείας, αποκομμένες από το πλαίσιο των γενικότερων εξελίξεων στις συνθήκες και τον τρόπο ζωής στην κρητική ύπαιθρο (άλλωστε οι συνθήκες αυτές επηρεάζουν έντονα τον τομέα που μας ενδιαφέρει, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει (ενότητα β΄ του παρόντος) και θα επισημάνουμε ξανά αμέσως παρακάτω.

Βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι οι μεταβολές αυτές έχουν και έντονο φιλοσοφικό χαρακτήρα, καθώς έχουν επηρεάσει βαθύτατα την κοσμοθεωρία και την ηθική του Κρητικού, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα εντός και εκτός Κρήτης αστικά κέντρα (οι επιδράσεις αυτές δεν είναι άσχετες με το θέμα μας, πράγμα που επίσης θα φανεί στη συνέχεια.

Η άμεση και εμφανής συνέπεια των νέων συνθηκών και του νέου τρόπου ζωής, που κυριαρχεί πλέον στην Κρήτη (και συνιστά μετατόπιση του πληθυσμού της από τον «παραδοσιακό» στο «σύγχρονο» πολιτισμό( είναι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του Κρητικού, με την εξάλειψη της φτώχειας και την εξασφάλιση ανθρώπινων όρων ζωής, τουλάχιστον στον τομέα της υγείας. Όσες ελλείψεις και αν παρουσιάζει το σύστημα υγείας που ισχύει σήμερα στην Κρήτη, όμως παρέχει ασφάλεια στον κάτοικο του νησιού, προστατεύοντας τη ζωή του από πλήθος ασθενειών, που του την αφαιρούσαν κάποτε.
Ωστόσο, νέοι κίνδυνοι για την ανθρώπινη ζωή έχουν διαδεχτεί τους παλιούς( κίνδυνοι από τη μόλυνση και την εξάντληση του περιβάλλοντος (με την υπερβόσκηση και τα φυτοφάρμακα) και ιδίως από την έκπτωση της ποιότητας των τροφίμων της ντόπιας παραγωγής λόγω της νόθευσής τους με επικίνδυνες, για αγρότες και καταναλωτές, φαρμακευτικές ουσίες (που συνιστά πρώτιστα έκπτωση της ποιότητας των ανθρώπων, γιατί στην παραδοσιακή Κρήτη η προσφορά στον ανυποψίαστο και άγνωστο πελάτη επικίνδυνων τροφίμων, ενάντια σε κάθε νόμο της χριστιανικής θρησκείας και της φιλοξενίας, ήταν θέμα αθρωπιάς (αξιοπρέπειας), δηλαδή ηθικής. Συγχρόνως ο εξαστισμός έχει εισαγάγει δραματικά στις αναπτυσσόμενες πόλεις του νησιού, όπου συσσωρεύεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, τα σύγχρονα προβλήματα των αστικών κέντρων (ανεργία, άγχος, παχυσαρκία, κυκλοφοριακό, ηχορύπανση, περιορισμό του ζωτικού χώρου) με τις γνωστές επιπτώσεις και στον τομέα της υγείας.

Αναπόφευκτο κόστος της πολύτιμης προόδου ή τίμημα της απεμπόλησης ενός ολόκληρου φυσικού πολιτισμού για μια μονομερή και παρά φύσιν οικονομική ανάπτυξη; Η Ιστορία θα απαντήσει (όπως συνήθως, βέβαια, κατόπιν εορτής. Γεγονός είναι πάντως ότι ο σύγχρονος Κρητικός, αποβάλλοντας το φυσικό τρόπο ζωής των προγόνων του, έχει χάσει την επαφή του με το φυσικό περιβάλλον και μαζί την ελευθερία του και τη σχετική του αυτάρκεια και είναι πλέον σχεδόν εξαρτημένος (σύντομα θα είναι πλήρως εξαρτημένος, όταν μολυνθούν και τα τελευταία πρικορόδικα και βρουβάσταχα ή πάψουν οι νοικοκυρές να τα αναγνωρίζουν) από τα προϊόντα της αγοράς. Έτσι, στον τομέα της υγείας, αδυνατεί ν’ αντισταθεί στην υποβάθμιση της υγείας του, που προκαλούν οι συνθήκες της καθημερινότητας (λόγω συνήθειας, αλλά και περιορισμένου χρόνου και χώρου, δε ζυμώνει το ψωμί του, δε φυτεύει περβολικά μεγαλωμένα με τη γ-κοπρέ, δεν αναθρέφει τσ’ όρθες του με το κριθάρι νά ’χει τ’ αβγά ντου ούτε τσ’ αίγες του νά ’χει το γάλα τω γ-κοπελιώ ντου, παρά μόνο όσο κρατούν ακόμη κάποιες αυλές), ενώ η καταπολέμηση των προβλημάτων υγείας γίνεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά με φαρμακευτική αγωγή, πράγμα που προκαλεί στον οργανισμό επιβάρυνση και εξάρτηση.
Τους τελευταίους αιώνες ο Κρητικός κωδικοποιεί τις γνώσεις του, αλλά και την άποψή του για τη ζωή και τον κόσμο, σε λαϊκά δίστιχα (μαντινάδες), πολλά από τα οποία αναφέρονται σε θέματα υγείας.

Το χειμώνα του 2000 από ριμαδόρο κάτω από την επήρεια του πυρετού (τον εβόσκιζεν ο πυρετός, κατά τη λαϊκή έκφραση) συνετέθη το εξής:

Ντεπόν, ποστάν και παναντόλ και πού και μια ’σπιρίνη
όποιος με γρίπη κείτεται όσα μπορεί να πίνει!

Τση γειας σας νά ’ναι…

ε. Ευχαριστίες-βοηθήματα.

Ευχαριστώ για την προθυμία τους και τις πληροφορίες που μου παρείχαν τη μητέρα μου κα Γεωργία συζ. Ι. Ρηγινιώτη και το θείο μου κ. Γεώργιο Κ. Φωτάκη, καθώς επίσης και τους ανθρώπους που κατάγονται από τα κρητικά χωριά, τους οποίους συμβουλεύτηκα, και τους διοικητικούς υπαλλήλους του Γ.Ν. Νοσοκομείου Ρεθύμνου, της Διεύθυνσης Υγείας και Πρόνοιας Ρεθύμνου και των κέντρων υγείας του νομού, αλλά και του νομού Λασηθίου( επίσης όλους όσοι συνέβαλαν ποικιλότροπα στην πραγματοποίηση αυτής της σύντομης εργασίας, τους οποίους δεν κατονομάζω «δι’ άγνοιαν ή λήθην ή πλήθος ονομάτων»( ευχαριστώ τέλος το φίλο μου κ. Ευθύμιο Δ. Τουρνά για τη φιλοξενία και βέβαια τους φίλους μου γενικότερα για τη συμπαράστασή τους σ’ αυτά τα πρώτα μου επιστημονικά καβρουλίσματα (μπουσουλήματα).

Βιβλιογραφία.
Allbaugh Leland G. – Soule George, Η Κρήτη, υποδειγματική  διά τας υπαναπτύκτους περιοχάς έρευνα του Ιδρύματος Ροκφέλλερ (μτφρ. Γεωργίου Ι. Παυλίδη), έκδ. Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, Αθήναι 1957 (και πρόσφατη ανατύπωση, εκδ. «Τροχαλία», Αθήνα 1997, ISBN 960-7809-10-6).
Ανωνύμου, «Αυτή είναι η υγεία στην Κρήτη», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάρτιος 2001, σελ. 3.
Ανωνύμου, «Αλόγιστη η χρήση των φυτοφαρμάκων στην Κρήτη», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Απρίλιος 2000, σελ. 25.
Ανωνύμου, «Θωρακίζει την υγεία το Κρητικό Τραπέζι ( Τι αποκαλύπτουν στοιχεία ιατρικών ερευνών που παρουσιάστηκαν στο Κρητικό διήμερο των Βρυξελλών», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάιος 2000, σελ. 5.
Ανωνύμου, «Κινέζικο Ωροσκόπιο», περιοδικό Magazino, τευχ. 25, Ρέθυμνο Φεβρουάριος-Μάρτιος 2001, σελ. 58-62.
Ανωνύμου, «Σημαντικά βοήθησε τα Κρητικά προϊόντα η έκθεση Αγροτικός Αύγουστος 2000», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Σεπτέμβριος 2000, σελ. 9.
Ανωνύμου, «Έκθεση κρητικών προϊόντων στο Παρίσι», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Οκτώβριος 2000, σελ. 32.
Ανωνύμου, «Η παχυσαρκία απειλεί τους Κρητικούς», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Ρέθυμνο Τρίτη 10.4.2001, σελ. 8.
Ανωνύμου, «Κτυπιέται και η σωματοδομή του Κρητικού», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Οκτώβριος 2000, σελ. 32.
Ανωνύμου,  «Σοβαρές ελλείψεις στα Κέντρα Υγείας της Κρήτης», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάρτιος 2001, σελ. 23
Ανωνύμου, «Οι τερατογενέσεις στα ζώα της Κρήτης», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάρτιος 2001, σελ. 3.
Ανωνύμου, «Πλουσιότεροι Κρητικοί οι Χανιώτες. Πρώτος σε αποταμιεύσεις και στο κατά κεφαλή εισόδημα ο νομός Λασιθίου. Πρώτος σε παραγωγή ελαιολάδου ο νομός Ηρακλείου», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Δεκέμβριος 2000, σελ. 35.
Ανωνύμου, «Προωθούνται βελτιωτικές παρεμβάσεις στο ΧΥΤΑ Ρεθύμνου», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Ρέθυμνο Σαββατοκύριακο 31.3/1.4.2001, σελ. 1.
Ανωνύμου, «Τα αγροτικά ιατρεία», εφημερίδα «Βήμα Ρεθύμνης», Κυριακή 25.3.1956, σελ. 1.
Ανωνύμου, «350 παράνομες χωματερές μολύνουν το περιβάλλον της Κρήτης», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Ιούλιος-Αύγουστος 2000, σελ. 11.
Αστρινάκη Αντώνη Ε., Νεανικές Υποκουλτούρες, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1991, ISBN 960-02-0922-7.
Βενέζη Ηλία, Αιολική Γη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήναι 196925.
Βιβυλάκη Δημήτρη Ν., δασκάλου, αντιπροέδρου της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης, Τα Περβόλια του Ρεθύμνου στου κύκλου τα γυρίσματα, Ρέθυμνο 1984.
Βιτώρου Γιώργου, Της Κρήτης μας τα σόρδινα, Λαογραφικές Εκδόσεις Εμμ. Αναστασάκη, Αθήνα 19862.
Βολανάκη Ιωάννη, «Η βοτανοθεραπευτική στο Αποδούλου Αμαρίου Ρεθύμνης Κρήτης», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου.
Βουρδουμπά Γιάννη, «Οι καθαρές τεχνολογίες και τα θερμοκήπια της Κρήτης», περιοδικό «Νέα Οικολογία», τευχ. 101, Μάιος 1993, σελ. 27.
Γερωνυμάκη Κανάκη, Σφακιανή Λαογραφία, Αθήνα 1992.
Γρατσέα Βαγγέλη, Πείνα, εκδ. «Κνωσός», Αθήνα 1987.
Δερμιτζάκη Μπάμπη, Το Χωριό μου, από την αυτοκατανάλωση στην αγορά, εκδ. «Θυμάρι», Αθήνα 1995, ISBN 960-349-006-7.
Δημηλά Γιάννη, Παντέρμο ψωμί, εκδ. «Νιάρχος», Αθήνα 1982.
Δουλγεράκη Χ., προέδρου Βενιζελείου Νοσοκομείου Ηρακλείου, «Υπηρεσίες υγείας στην Κρήτη και προοπτικές», εισήγηση σε διημερίδα που διοργάνωσε η Περιφέρεια Κρήτης στο Ηράκλειο, 9-10 Μαρτίου 2000, με προσκεκλημένους εκπροσώπους των Κρητικών Σωματείων της Αττικής.
Ιροκέζικης Ομοσπονδίας των Έξι Εθνών, Άκου Χλωμοπρόσωπε (μήνυμα των Ιροκέζων στον Δυτικό Κόσμο), μτφρ. Βασ. Παπακριβόπουλου, εκδ. «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα 1991.
Καλλέργη Εμμανουήλ Σ., Το ιατρικό-ερωτικό σύνδρομο στην κρητική μαντινάδα, Ρέθυμνο 2000.
Καυκαλά Μιχάλη, Οδηγός Κρητικής Μαντινάδας, εκδ. «Βιβλιοεκδοτική/ Αναστασάκη», Αθήνα 1998.
Καφάτου Αντώνη, καθηγ. της Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής Παν/μίου Κρήτης, πρόλογος στο Μαρίας και Νίκου Ψιλάκη, Κρητική Παραδοσιακή Κουζίνα – Κρητικόν εδεσματολόγιον, εκδ. «Καρμάνωρ», Ηράκλειο 1995, ISBN 960-7448-06-5, σελ. 13-14.
Κλειδή Κώστα, «Το τεράστιο έλλειμμα μεγάλων και μικρών έργων στην Κρήτη», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάρτιος 2001, σελ. 9.
Κονδυλάκη Ιωάννη, άρθρο στη «Νέα Εφημερίς», Ηράκλειο 15.1.1919.
Του ίδιου, Ο Πατούχας, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 1989.
Κυριακίδου-Νέστορος Άλκης, προλεγόμενα στην Άγρια Σκέψη του Claude Levi Strauss, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1977.
Κωστουράκη Κωνσταντίνου Α., Κοινωνικά Θέματα, Ο Εχθρός – Τα Κεραμιανά, Θεσσαλονίκη 19822.
Λαμπιθιανάκη-Παπαδάκη Ευαγγελίας, Λαογραφία Κρήτης, τομ. Β΄, Ηράκλειον 1979, και τομ. Γ΄, Ηράκλειο Κρήτης 1982.
Λιονή Χρήστου, [Λαϊκή Θεραπευτική στην επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης] στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου.
Μαυρακάκη Γιάννη, Λαογραφικά Κρήτης – Τα Ποιμενικά, Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1985.
Μπέγζου Μάριου Π., Δοκίμια Φιλοσοφίας της Θρησκείας, Μεταμοντερνισμός και Εσχατολογία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1988.
Νομοθετικό Διάταγμα 67/1968.
Νόμος 3487/1955.
Νόμος 1397/83.
Νόμος 2071/92, Κεφάλαιο Β΄, άρθρο 24, «Αναγνώριση υπηρεσίας υπαίθρου».
Οικονομόπουλου Χρίστου Θ., «Τα σαράντα νεραϊδοσφόντυλα στην Ελληνική λαϊκή παράδοση και η ιατρική ερμηνεία τους (Συμβολή στην Ελληνική Λαογραφική Μαιευτική και Μαστολογία και στην Παιδιατρική Λαογραφία)», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου.
Παναγιωτάκη Αριστείδου Ε., Η ζωή στο χωριό μου-Τα Ρούστικα, Αθήναι 1972, σελ. 58-60,
Παπαδάκη Ειρήνης, Λόγια του Στειακού Λαού, τομ. Α΄, τευχ. α΄ β΄, Αθήναι 1938.
Παπαδιαμάντη Αλεξάνδρου, «Η Γυφτοπούλα», στο Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, τομ. Α΄, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1981, σελ. 345-658.
Παπαδογιαννάκη Νικολάου Ε. (έκδοση-εισαγωγή-σημειώσεις), Κρητικόν Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα, έκδ. Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2001.
Παπαδογιάννη Μανώλη, «Το Νταβέτι – μαγική τελετή στην Κρήτη», περιοδικό Κρητική Εστία, τευχ. 189, Δεκέμβριος 1968, σελ. 539-542.
Παπαπέτρου Κωνστ. Ε., Η Ορθόδοξος Απολογητική εις την εποχήν μας, Αθήναι 1971.
Παπουτσάκη Τιμοθέου (σήμερα Αρχιεπισκόπου Κρήτης), Η Μονή Κουδουμά και Παρθένιος, ένας σύγχρονος άγιος, 19692
Πατεράκη Μιχάλη, «Θεραπευτικές γητειές της Ανατολικής Κρήτης», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου.
Πίτερη π. Ιωάννη, Θαύματα του Τιμίου Σταυρού, Ρέθυμνο 1989.
Πιτσιδιανάκη Αννίτας (επιμ.), «Όταν λαός και κλήρος πορεύονται αρμονικά», εφημερίδα. «Ρέθεμνος», Ρέθυμνο Τετάρτη 6.12.2000, σελ. 10-11.
Πιτυκάκη Μανώλη, «Ο Κυπιργιώτης», περιοδικό Δρήρος, Μηνιαίο Λαογραφικό-Ιστορικό-Λογοτεχνικό περιοδικό, Νεάπολις Κρήτης, έτος Α΄, 1937-8, σελ. 68-71.
Πρατικάκη Γ., τεχνικού συμβούλου ΥΠΕΧΩΔΕ, «Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης, ένας σύγχρονος αυτοκινητόδρομος», εισήγηση σε διημερίδα που διοργάνωσε η Περιφέρεια Κρήτης στο Ηράκλειο, 9-10 Μαρτίου 2000, με προσκεκλημένους εκπροσώπους των Κρητικών Σωματείων της Αττικής.
Πετράκη Εμμανουήλ, «Ο Άγιος Γεώργιος ο Απανωσήφης», περιοδικό Κρητικά Χρονικά, τετραμηνιαία επιστημονική έκδοσις, έτος Ι΄, τευχ. 1, Ηράκλειο Κρήτης Ιανουάριος-Απρίλιος 1956.
Πρεβελάκη Παντελή, Ο Ήλιος του Θανάτου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήναι 19855.
Ράλλη Α.- Ποτλή Μ., Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων των τε Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων και των Ιερών Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, Αθήνησιν 1852, φωτοτυπική ανατύπωσις εκδ. Γρηγόρη, Αθήναι 1966, τομ. Β΄.
Ράμφου Στέλιου, Χρονικό ενός καινούργιου χρόνου, εκδ. «Ίνδικτος», Αθήναι 1996, ISBN 960-518-004-9.
Ρηγινιώτη Θεόδωρου Ι., «Η «ανακύκλωση» στην παλιά Κρήτη», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Τετάρτη 4.4.2001, σελ. 8.
Του ίδιου, «Περί ηθών στα σύγχρονα κρητικά έθιμα», περιοδικό Αναζητήσεις (περιοδική έκδοση Συνδέσμου Φιλολόγων Νομού Ρεθύμνης), τευχ. 7-8, Ρέθυμνο Νοέμβριος 2000, ISSN 1106-4161.
Sherrard Philip, Ο βιασμός του ανθρώπου και της φύσεως, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1994, ISBN 960-7217-99-3.
Σπυριδάκη Γεωργίου Κ., «Βιβλιογραφία της Κρητικής Λαογραφίας και Γλωσσολογίας (Συγχρόνου Γλώσσης)», Μύσων, Ιστορικόν και Λαογραφικόν περιοδικόν εκδιδόμενον κατά τετραμηνίαν, τομ. Γ΄, Αθήναι 1934, σελ. 30-72, και τομ. Ζ΄, Αθήναι 1938, σελ. 97-129.
Σταγάκη Φωτεινής, «Φενγκ Σούι και γεωμαντεία», περιοδικό Magazino, τευχ. 25, Ρέθυμνο Φεβρουάριος-Μάρτιος 2001, σελ. 28-31.
Σταυρουλάκη Ανδρέα Σ., Οι Καταχανάδες, Ρέθυμνον 1982.
Ταχατάκη Ειρήνης, «Εγκυμοσύνη-Γέννηση-Λοχεία», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου.
Τμήμα Περιβαλλοντικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Ρεθύμνης – Κέντρο Περιβαλλοντικής Αγωγής και Ενημέρωσης «Φάλκονας», Απέσβετο και λάλον ύδωρ (Τα 130 κλειστά σχολεία του νομού Ρεθύμνης), Ρέθυμνο 1999.
Τμήματος Β1 του 1ου Γυμνασίου Ρεθύμνης (συντον.-επιμ. Κων. Ηλ. Παπαδάκη), Ο Λόφος του Τιμίου Σταυρού της πόλης μας χθες και σήμερα, Ρέθυμνο 1994.
Το Τυλιγάδι, έκδοση της εφημερίδας «Κρητικά Επίκαιρα», Αθήνα 1999.
Τρατσά Μάχης, «Τα μυστικά της σωστής διατροφής», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Απρίλιος 2000, σελ. 23.
Τσαντίλη Δήμου, «Έρημοι της Κρήτης», περιοδικό «νέα Οικολογία», τευχ. 149, Μάρτιος 1997, σελ. 29-33.
Του ίδιου, «Η νίκη των σκουπιδιών», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση»,  Ρέθυμνο Τρίτη 13.3.2001, σελ. 8.
Του ίδιου, «Οι καλοί και οι κακοί ΧΥΤΑ», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Ρέθυμνο Τρίτη 20.3.2001, σελ. 8.
Τσαντιρόπουλου Άρη, «Οι «μαγικές» θεραπευτικές ιδιότητες και η θέση του «μάγου» στην ορεινή Κεντρική Κρήτη. Η περίπτωση του Ηρακλή Στριλιγκά από τα Λιβάδια Μυλοποτάμου Ν. Ρεθύμνης», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου.
Τσαούση Δ. Γ., Κοινωνική Δημογραφία, Κοινωνιολογική Βιβλιοθήκη-Gytenberg, Αθήνα 1986.
Τσικριτσή-Κατσιανάκη Χρυσούλας, «Η γηθειά ως μέσον θεραπείας. Συλλογή από γηθειές», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου.
Τσίμπου Κλέωνα – Παπαευαγγέλου Γεωργίου, «Η θνησιμότητα του ελληνικού πληθυσμού κατά αιτία θανάτου: 1960-1990», στο Β. Κοτζαμάνη – Λ. Μεράτου-Αλιμπράντη (επιμ.), Οι Δημογραφικές εξελίξεις στη Μεταπολεμική Ελλάδα, πρακτικά Δημογραφικού Συνεδρίου Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, εκσ. Α.Α. Λιβάνη-«Νέα Σύνορα», Αθήνα 1994, ISBN 960-236-459-9, σελ. 157-169.
Τσουρβελούδη Νίκου, «Δηλητηριάσεις από φυτοφάρμακα-Συμπεράσματα μιας έρευνας», περιοδικό «Νέα Οικολογία», τεύχ. 79, Μαίος 1991, σελ. 40-41.
Φασατάκη Νίκου, Η Λαογραφία των Μελάμπων Ρεθύμνης (Πνευματική ζωή), έκδ. του Συλλόγου Μελαμπιανών Αθήνας «Οι Τέσσερις Μάρτυρες», Αθήνα 1991, τομ. Α΄.
Φασουλά-Ντούνη Αναστασίας, Ανωγειανά 1, Αθήνα 1999.
Φραγκάκι Ευαγγελίας Κ., Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης, Αθήναι 1978.
Της ίδιας, Συμβολή στα Λαογραφικά της Κρήτης, Αθήναι 1949.
Χατζηγάκη Αλ. Κ., Εκκλησίες της Κρήτης, Παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954.
Χουρδάκη Μιχάλη (Νίσπητα), «Μάθιασμα: Αποτρεπτικά και θεραπευτικά» και Εμμ. Χαλκιαδάκη, «Η βασκανία (μάτι) στη λαϊκή παράδοση και οι τρόποι αντιμετώπισής της» στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου.
Ψυλλάκη Νίκου, Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, τομ. Α΄, Ηράκλειο 19942, ISBN 960-220-310-2.
Ψυχουντάκη Γεωργίου Ν., Αητοφωλιές στην Κρήτη, Χανιά 1962.


Δισκογραφία.
Μουντάκη Κώστα, Για πάντα, 480251 MINOS, 1994.
Σηφογιωργάκη Σπύρου, Της Ξενητειάς, 40022 Κρήτη, 1977.
Ταμπούρη Πέτρου (επιμ.), Το κρητικό τραγούδι στην Αμερική (Cretan Song in America) 1945-1953, FM958, FM RECORDS, 1999.

Μουσική Καταγραφή στην Κρήτη 1953-54, Υλικό από την έρευνα του Samuel Baud-Bovy

Κυκλοφόρησε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών-Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ το πολυτελές δίτομο έργο Μουσική Καταγραφή στην Κρήτη 1953-54, Υλικό από την εθνομουσικολογική έρευνα του Samuel Baud-Bovy γενικής επιμέλειας Λάμπρου Λιάβα, εθνομουσικολόγου και αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η εργασία αυτή, αν και αναφέρει ως ημερομηνία έκδοσης το Νοέμβριο του 2006, είναι διαθέσιμη από τις αρχές του 2007 αρχικά από το ίδιο το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και υποθέτουμε σύντομα από τα βιβλιοπωλεία. Πρόκειται για μια πολυτελή έκδοση με 2 τόμους (συνολικά 360 σελίδων) και 2 μουσικά cd με δείγματα από την έρευνα του Ελβετού μουσικολόγου τη δεκαετία του 1950 στην Κρήτη, με εισαγωγικά κείμενα από το Λάμπρο Λιάβα, το Μάρκο Φ. Δραγούμη, τον Bertrand Bouvier και τους υπεύθυνους του Αρχείου Samuel Baud-Bovy στη Γενεύη.

Όπως σημειώνει και ο Λ. Λιάβας στο εισαγωγικό του σημείωμα: «…ο S. Baud Bovy επιδίωξε, με επιστημονική μέθοδο και χωρίς σοβινιστικές προκαταλήψεις, να τοποθετήσει την ελληνική μουσική παράδοση στον ευρύτερο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο όπου ανήκει, αναπτύσσοντας παράλληλα μια σειρά από τεκμηριωμένα επιχειρήματα για τη συνέχεια και την εξέλιξη στους αιώνες όχι μόνο της ελληνικής γλώσσας, αλλά και της μουσικής παράδοσης».

Η έρευνα αρχικά προσπάθησε να επικεντρωθεί στην κεντρική και ανατολική Κρήτη, καθώς είχε προηγηθεί (1953) η επίσκεψη και καταγραφή των τραγουδιών της δυτικής Κρήτης, γνωστών και ως ριζίτικων, που οδήγησε στην έκδοση του τόμου Chansons populaires de Crete Occidentale (έκδοση Μ.Λ.Α. και Mincoff, Γενεύη 1972). Τελικά οι καταγραφείς, πέρα από τους νομούς Λασιθίου (Σητεία, Λιθίνες, Βασιλική, Ιεράπετρα, Κριτσά, Κρούστα, κ.α.), Ηρακλείου (Γέργερη, Γωνιές, κ.α.) και Ρεθύμνου (Ανώγεια, Μελιδόνι, Σπήλι, Ρούστικα), επισκέφτηκαν αρκετές περιοχές του νομού Χανίων, όπως διάφορα χωριά της επαρχίας Σφακίων, αλλά και τους Λάκκους, το Θέρισσο, τα Μεσκλά, τα Παλαιά Ρούματα, τις Λουσακιές, τον Πλάτανο, το Καστέλι, κ.ά.

Ο πρώτος τόμος περιέχει, πέρα από τα εισαγωγικά σημειώματα, το ιστορικό και τη μεθοδολογία της έρευνας με τα κείμενα των συνεργατριών του Baud-Bovy, Αγλαΐας Αγιουτάντη και Δέσποινας Μαζαράκη σχετικά με την προετοιμασία της έρευνας λίγους μήνες πριν και τις εντυπώσεις τους από το πρώτο αυτό ταξίδι, όπως και τις πρώτες εντυπώσεις τους από την κρητική μουσική. Στην (έως σήμερα) ανέκδοτη επιστολή της Μαζαράκη στον Baud-Bovy το 1953 μετά από το ταξίδι της στην Κρήτη διαβάζουμε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κρητική μουσική της εποχής (ορισμένες παρατηρήσεις θα μπορούσαν άνετα να έχουν γραφεί ακόμα και σήμερα!):

«…Η εκλογή σας για να αρχίσουμε από τη Κρήτη ήταν πολύ πετυχημένη από κάθε άποψη. Η Κρήτη όμως είναι απέραντη, έχει τεράστιες ιδιομορφίες και θέλει πολλή, μα πολλή δουλειά. Φτάνει να σας πω ότι τέσσερα χωριά της Ρίζας, δηλ. στους πρόποδες της Μαδάρας (Λευκά Όρη), που απέχουν το ένα με τʼ άλλο μισή ώρα με τα πόδια και που δύο απ’ αυτά αποτελούν μια κοινότητα, είχαν αισθητή διαφορά στους σκοπούς των τραγουδιών που τραγουδούσαν και διασώζονται. […]

Τα ριζίτικα, τα τραγούδια της τάβλας δηλαδή, αρχίζουν να εξαφανίζονται. Δύσκολα βρίσκεις ανθρώπους κάτω από τα 45 χρόνια να τα τραγουδούν καλά. Όλοι αναγνωρίζουν ότι μόνο οι γέροι τα ξέρουν καλά, με τον «ήχο». Επικρατεί ο δεκαπεντασύλλαβος σε όλα τους σχεδόν τα τραγούδια και τα παλιά ιστορικά σώζονται μόνο στη μνήμη γέρων από 70-75 χρονών και πάνω. Τα τραγουδούν «χύμα» καθώς λεν, δηλαδή σʼ έναν ορισμένο σκοπό που παραλλάσσει από περιοχή σε περιοχή. Αυτά που σας γράφω συμβαίνουν στον νομό Χανίων και κυρίως στην επαρχία Κυδωνίας και Σφακιών. Σ’ αυτήν επικρατούν τα τραγούδια της τάβλας, τα ριζίτικα. Στα γλέντια τους, πού ʼναι κυρίως γάμοι και βαφτίσια, περνούν τον περισσότερο, για να μην πω όλον, τον καιρό τραγουδώντας. Χορεύουν λίγο Οι καλοί «γλεντιστάδες», αυτοί δηλ. που ξέρουν τα τραγούδια καλά, χαίρουν ιδιαίτερη εκτίμηση. Αρχίζει ένας το τραγούδι και μετά το παίρνει όλη η συντροφιά. […]

Σ’ αυτές τις περιοχές όργανα σχεδόν δεν υπάρχουν. Όταν θέλουν όργανα, παραγγέλνουν από την Κίσσαμο που φημίζεται για τους οργανοπαίχτες της και τα θαυμάσια κρασιά της. Έχει τέτοιο κρασί, που μόνο το κόκκινο χρώμα του να βλέπατε θα ευχόσαστε να μπορούσατε να πιείτε όλο το βαρέλι. Όταν σε ένα χωριό ρωτήσεις για τον τραγουδιστή που είναι καλός στα ριζίτικα θα σου πουν: ήταν ο τάδε μακαρίτης, αυτός μόνο τα ήξερε… Τα λέει τώρα κι άλλος, αλλά εκείνος ήταν!..
Και τώρα ως προς τα όργανα. Η ασκομαντούρα (ασκί), το θιαμπόλι (φλογέρα) και η λύρα [σ.σ.: εννοεί το λυράκι] μπορούμε να πούμε ότι έχουν εξαφανιστεί. Με δυσκολία βρίσκουμε κανέναν πολύ γέρο ή παιδί μικρό που να παίζει μʼ αυτά. Η λύρα η παλιά με τα γερακοκούδουνα φαίνεται ότι παίζεται ακόμα στη Σητεία, όπου παίζεται με συνοδεία νταουλιού –αυτά θα σας τα γράψει η Αγλαΐα. Στο Ηράκλειο παίζανε άλλοτε τη λύρα μόνη της, με μοναδική συνοδεία τα γερακοκούδουνα τον δοξαριού της. Τώρα όμως η λύρα αντικαταστάθηκε από τη βιολόλυρα, που παίζει με τη συνοδεία λαούτου, μαντόλας ή μαντολίνου. Σε πολλά κομμάτια το λαούτο κάνει ακομπανιαμέντο. Αυτός ο συνδυασμός είναι πολύ κακόγουστος, για μένα. Τα Κρητικά κομμάτια, συρτά πεντοζάλης κ.λ.π., χάνουν αφάνταστα στο λαούτο. Τώρα η βιολόλυρα που επικρατεί στην περιοχή Ρεθύμνης και Ηρακλείου πάει να αντικατασταθεί από τα βιολιά που έχουν εισχωρήσει στην περιοχή Κίσσαμου. Εκεί άρχισε να εισχωρεί και το κλαρίνο. […]

Επίσης με γοργό ρυθμό χάνονται οι παλιοί χορευτικοί σκοποί και αρχίζουν να επικρατούν οι καινούργιοι που βγάζει ο Κουτσουρέλης –ένας παραφουσκωμένος από εγωισμό λαουτιέρης– και κάτι άλλοι παρόμοιοι. Παίρνουν μικροτράγουδα στερεοελλαδίτικα που τα κρητικοποιούν, τους κολλούν και ένα όνομα ενός χωριού και αυτά τα κυκλοφορούν.
Γιʼ αυτό η γνώμη μου είναι ότι πρέπει πάση θυσία να μαγνητοφωνήσουμε τους 2-3 λυράρηδες που η ηλικία τους κυμαίνεται από 65-89 χρονών, προτού πεθάνουν. Φοβάμαι πως, αν θελήσουμε να πούμε ότι κάναμε την Κρήτη, δε θα μας φτάσει η μια αποστολή του Πάσχα, αλλά θα πρέπει να γίνει και δεύτερη σε πολύ σύντομο διάστημα, προτού πεθάνουν οι ήδη λιγοστοί γέροι.
Όσο για τη μαγνητοφώνηση των τραγουδιών, πιστεύω πως θα πρέπει να πάρουμε το ίδιο τραγούδι όχι μόνο από 2 ή 3 τραγουδιστές του ίδιου χωριού αλλά πολλών χωριών, για να μπορέσουμε να ξεκαθαρίσουμε ποιος ήχος είναι ο σωστός του ήχος. […]
Υ.Γ. Ξέχασα να σας γράψω ότι στη δουλειά μας θα μας βοηθήσει η αφάνταστη αγάπη και κατανόηση του πληθυσμού, αλλά θα μας δυσκολέψει ίσως ο εγωισμός μερικών ερασιτεχνών διανοουμένων ντόπιων, που κινούνται από έναν κενό τοπικιστικό δήθεν πατριωτισμό. Αυτά όμως θα τα πούμε προφορικά…»

Στη συνέχεια έχουμε την περιγραφή από τον ίδιο τον Baud-Bovy της έρευνας και των εντυπώσεών του από αυτή με αρκετά εντυπωσιακά σχόλια που επιβεβαιώνουν τα όσα ανέφερε στην επιστολή της η Δ. Μαζαράκη. Το επόμενο κεφάλαιο περιέχει μια σειρά από κείμενα του ερευνητή με συμπεράσματα από τις έρευνες και τις καταγραφές που αφορούν τους σκοπούς της ρίμας και του Ερωτόκριτου, των κρητικών νανουρισμάτων, των κρητικών τραγουδιών του γάμου, των κρητικών μοιρολογιών, των μουσικών οργάνων που συνάντησε (και ειδικότερα της λύρας, που, όπως επισημαίνει, επέζησε της επέλασης του βιολιού στον ελλαδικό χώρο), αλλά και συγκεκριμένα κείμενα για χορούς, όπως το Χανιώτικο συρτό και τη διαφοροποίηση του από τους υπόλοιπους νησιώτικους συρτούς, τον (ρεθυμνιώτικης καταγωγής, όπως αναφέρει) Πεντοζάλη, τον Πηδηχτό χορό και τις παραλλαγές του (Καστρινό, Λασιθιώτικο, Μεσαρίτικο κ.λ.π.) και το ρυθμό ορισμένων κρητικών τραγουδιών, με κείμενα που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Τέλος το βιβλίο κλείνει με μια παράθεση της βιβλιογραφίας που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα.

Στο δεύτερο βιβλίο περιλαμβάνονται οι παρτιτούρες και οι στίχοι των καταγραφών που περιέχονται στους δίσκους ψηφιακούς δίσκους (cds) που συνοδεύουν την έκδοση σε επιμέλεια του διευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Μάρκου Φ. Δραγούμη και του Θανάση Μωραΐτη. Εδώ να σημειώσουμε ότι μας χαροποίησε ιδιαίτερα ότι μία από τις πηγές που βοήθησε τους επιμελητές της έκδοσης στην απόδοση κάποιων λέξεων που χρησιμοποίησαν οι τραγουδιστές ήταν το Κτηνοτροφικό Λεξικό (α΄ έκδοση του Συλλόγου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσηστη Γέργερη Ηρακλείους Ρεθύμνου το 1998, με επιμέλεια των τελευταίων μαθητών του δημοτικού σχολείου του χωριού και του δασκάλου τους Γεωργίου Πολάκη) που περιέχεται στο βιβλίο «Το χωριό μας» του Πολιτιστικού Συλλόγου Χαρκίων, εκδ. 2004, στου οποίου την έκδοση ως μέλος του συλλόγου συνέβαλε και ο γράφοντας.

Εντυπωσιακές τουλάχιστον θα χαρακτηρίζαμε τις φωτογραφίες που συνοδεύουν την έκδοση. Φωτογραφίες ιδιαίτερα «δυνατές» μιας Κρήτης, που ήδη από τη δεκαετία του 1950 έδειχνε αργά αλλά σταθερά να «δύει». Οι περισσότερες από αυτές φαίνεται να είναι του Manuel Baud-Bovy, γιου του Samuel, που συνόδευε τον πατέρα του στην έρευνά του.

Θα κλείσουμε την αναφορά μας στο έργο αυτό με δυο λόγια του Λάμπρου Λιάβα που το επιμελείται:

«Το έργο του Samuel Baud-Bovy είναι πρότυπο και πρωτοπόρο όχι μόνο στον τομέα της έρευνας, ανάλυσης και θεωρίας της ελληνικής μουσικής αλλά και γενικότερα στο χώρο της εθνομουσικολογικής επιστήμης. Ελπίζουμε ότι οι προσπάθειες για μια συστηματική δημοσίευση και ανάδειξη του, που έχουν αρχίσει τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γενεύη, καρπό των οποίων αποτελεί και η παρούσα έκδοση, θα συντελέσουν ώστε να το καταστήσουν προσιτό στην επιστημονική κι εκπαιδευτική κοινότητα καθώς και στο πλατύτερο μουσικόφιλο κοινό».

Και ήδη άργησε (η καταγραφή και ανάδειξη του) θα συμπλήρωνα εγώ…

Κώστας Βασιλάκης

Rethymno
overcast clouds
13 ° C
13 °
13 °
72 %
1.5kmh
89 %
Κυ
13 °
Δε
16 °
Τρ
13 °
Τε
13 °
Πε
13 °

Επερχόμενες Εκδηλώσεις